Για την επιστολική νουβέλα του Δημήτρη Φύσσα Μουσείο Λαογραφίας (εκδ. Εστία).
Της Ασημίνας Ξηρογιάννη
Μετά την ποιητική συλλογή Εμένα μου λες που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ, αλλά και τα περιβόητα Τραγούδια της φυλακής, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτρης Φύσσας επανέρχεται με μια δυνατή επιστολική νουβέλα που αποτελείται από είκοσι τρεις επιστολές. Η υπόθεση είναι απλή αλλά η νουβέλα δεν εξαντλείται στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Θίγονται πολλά επιμέρους ζητήματα που ξεδιπλώνονται σιγά σιγά και κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο ζωγράφος Λέων απομονώνεται στο χωριό Σδράλι –χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το χωριό– για να συγκεντρωθεί και να ζωγραφίσει τα προσχέδια μιας μεγάλης σε έκταση και σπουδαίας σε σημασία σύνθεσης που ανέλαβε έναντι πλούσιας (σχεδόν μυθικής) αμοιβής.
Ο ζωγράφος Λέων απομονώνεται στο χωριό Σδράλι –χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το χωριό– για να συγκεντρωθεί και να ζωγραφίσει τα προσχέδια μιας μεγάλης σε έκταση και σπουδαίας σε σημασία σύνθεσης που ανέλαβε έναντι πλούσιας (σχεδόν μυθικής) αμοιβής. Ο τίτλος της σύνθεσης αυτής θα είναι Ο Μυστικός Δείπνος του Κοινοτισμού και θα έχει ως πρότυπο τον Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Με μια βασική όμως διαφορά: ο ζωγράφος θα πρέπει να χωρέσει στον πίνακα είκοσι τρία και όχι δεκατρία πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά τα έχει επιλέξει με δικά του κριτήρια ο πελάτης που προχώρησε στην παράξενη αυτή ανάθεση και που για χάρη της πληρώνει το τεράστιο αυτό χρηματικό ποσό. Όταν ολοκληρωθεί, η σύνθεση θα εκτεθεί στον εορτασμό για τα εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Είκοσι τρία πρόσωπα, λοιπόν, που πρέπει να χωρέσουν στη σύνθεση, σε είκοσι τρεις επιστολές, με την καθεμία να φέρει το όνομα ενός προσώπου (Αριστόνικος, Φωκάς Σκυλίτζης, Μπαμπέφ κοκ.), και είκοσι τρία μότο/αποσπάσματα/παραθέματα στην αρχή της, να δίνουν ένα στίγμα, να κάνουν ένα σχόλιο που φωτίζει την επιστολή που ακολουθεί. Κάθε γράμμα ξεκινάει πάντα με την προσφώνηση «Καλή μου Μάρθα» και κλείνει πάντα με την αποφώνηση «με αγάπη Λέων», ενώ σε κάποιες ακολουθεί και υστερόγραφο.
Ο τριανταπεντάχρονος και πολυταξιδεμένος ζωγράφος Λέων περιγράφει λεπτομερώς τις μέρες του στο Σδράλι, το οποίο θεωρεί «μοναδικό μέρος για δημιουργία και σκέψη». Το χωριό δεν διαθέτει ίντερνετ, νερό ή τηλέφωνο, ο ίδιος δεν έχει κινητό ή λάπτοπ, στην ουσία βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο, «Βουνίσιο οροπέδιο, με τα νερά που τρέχουνε παντού, με το ποταμάκι του, με τη λιμνούλα του, με καλούς και ατόφιους ανθρώπους που δεν φανταζόμουνα ότι υπάρχουν [....] Τοπίο μυστικό και ταυτόχρονα φανταστικό», που απέχει παρασάγκας από το αστικό τοπίο, το τοπίο της κρίσης και της παρακμής, με τις απεργίες και τους κλεισμένους δρόμους, την πολιτική, τους πολιτικούς, τις κάλπικες συμπεριφορές και τα ψέματα. Ο ζωγράφος μάλιστα, κάποια στιγμή όταν επιστρέψει, οραματίζεται να δημιουργήσει μια σειρά από πίνακες με θέμα το φυσικό περιβάλλον και την καθημερινή ζωή των κατοίκων εκεί, που θα ονομάσει «Μουσείο Λαογραφίας».
Ο καχύποπτος και επιθετικός μυλωνάς, το χτυπημένο κορίτσι, τα κρυμμένα γράμματα, ο γκρεμός, οι σκελετοί γυναικών και το πρόσφατο πτώμα, οι συνειρμοί που κάνει ο Λέων συνδυάζοντας περιστατικά που έζησε, όλα αυτά αλλάζουν το θετικό κλίμα της αφήγησης.
Μόνο η Μάρθα γνωρίζει πού βρίσκεται. Ο Λέων έχει πάει εκεί για να δουλέψει με ηρεμία, έχοντας εισπράξει ήδη την προκαταβολή. Κάνει τζόκινγκ, μια μάλλον φυσική ζωή, συγχρωτίζεται με τους ντόπιους, οι οποίοι θεωρεί ότι του φέρονται καλά. Αλλά και εκείνος σέβεται στο έπακρο τις τοπικές συνήθειες, τα έθιμα και τους κώδικες ηθικής τους, αποφεύγοντας κάθε αντιπαράθεση μαζί τους. Παράλληλα, ζητά από τη Μάρθα να σκεφτεί την περίπτωση να είναι πάλι μαζί. Ακόμα και να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Σταδιακά, μέσα από τα γραφόμενα, ξεδιπλώνεται η ιστορία, μαθαίνει ο αναγνώστης τι έχει συμβεί ανάμεσά τους. Ο ζωγράφος επαναλαμβάνει στα γράμματά του –που θα μείνουν αναπάντητα– ότι έχει ανάγκη η κοπέλα να τον θαυμάζει και να τον σέβεται σαν άντρα, σαν άνθρωπο και σαν ζωγράφο. Ο ίδιος όμως γράφει ότι την έχει απατήσει πολλάκις, κάτι που την πλήγωσε αφάνταστα. Δηλώνει μετανιωμένος και πρόθυμος να επανορθώσει, και επιμένει σε αυτό. Συνειδητά δεν της έχει φερθεί όπως πρέπει και δεν ξέρουμε κατά πόσο η μεταστροφή του είναι αληθινή. Εξάλλου και στο χωριό οι άντρες έχουν συγκεκριμένη άποψη για τις γυναίκες και τον ρόλο τους. Άποψη παγιωμένη και απαρχαιωμένη, που δεν συνδέεται καθόλου με την κριτική σκέψη. «Το συζήτησα το βράδυ στο καφενείο», γράφει ο Λέων. «Οι γυναίκες εδώ είναι για τη δόξα και τη χαρά των αντρών. Δεν είναι ακριβώς κατώτερες, ο Θεός όμως τις έφτιαξε πλάσματα άλλης τάξης. Είμαστε πολύ παραδοσιακοί», μου είπε ο ξενοδόχος. «Έτσι έχουμε μάθει, κι αυτές το ίδιο. Και μας αρέσει, και οι γυναίκες μια χαρά είναι, δεν έχουμε διαφωνίες άντρες – γυναίκες. Αγόρια και κορίτσια το μαθαίνουνε αυτό από νωρίς», είπε ο καντηλανάφτης. Σιγοντάριζαν κι ο γελαδάρης με τον αστυνόμο.
Κάποια στιγμή υποψιαζόμαστε πράγματα. Ο καχύποπτος και επιθετικός μυλωνάς, το χτυπημένο κορίτσι, τα κρυμμένα γράμματα, ο γκρεμός, οι σκελετοί γυναικών και το πρόσφατο πτώμα, οι συνειρμοί που κάνει ο Λέων συνδυάζοντας περιστατικά που έζησε, όλα αυτά αλλάζουν το θετικό κλίμα της αφήγησης.
Κρατάμε στο μυαλό δύο αποσπάσματα από το βιβλίο, κάποια πράγματα που απευθύνει στη Μάρθα:
«Όλοι στο κόλπο είναι».
«Τώρα ″έπιασα″ και το δικό σου που το κορόιδευα, ότι οι άντρες δεν μπορούν να χωνέψουνε τον πλούτο των αισθημάτων και της γυναικείας σεξουαλικότητας – και γι αυτό τις εκδικούνται με τη σωματική τους δύναμη».
Πίσω από την ηρεμία, την ομορφιά, τους φιλοσοφημένους κατοίκους που διαβάζουν τα βιβλία του Έσδρα, που ζουν κοντά και με τη Φύση και δεν θέλουν θορύβους, κλεισμένοι μέσα στη γυάλα της υπαίθρου, πίσω από αυτή τη βιτρίνα τα μυστικά καραδοκούν και κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο υπάρχει. Το χωριό αυτό είναι «πολύ καλό για να είναι αληθινό», είναι όντως φανταστικό, όχι με την έννοια του «υπέροχου» (και εδώ είναι η ειρωνεία), αλλά με την έννοια του μη πραγματικού. Η ζωή του ζωγράφου κινδυνεύει, απλά εκείνος δεν το ξέρει. Τα γράμματά του δεν θα τα πάρει ποτέ ο ταχυδρόμος, ούτε και θα του φέρει ποτέ γράμμα από την αγαπημένη του. Τίποτα τελικά δεν είναι όπως φαίνεται. Η πικρή αλήθεια και η σαθρή πραγματικότητα αποκαλύπτονται. Η ανατροπή αποζημιώνει τον αναγνώστη. Τα γράμματα αποδεικνύονται μάταια. Τίποτα δεν έχει νόημα όταν ο θάνατος σου χτυπά την πόρτα. Σε γλώσσα άμεση, απλή και λειτουργική, χωρίς φλυαρίες και κουραστικές παρεκβάσεις, ο Φύσσας μας δίνει ένα έργο-θρίλερ που μας κερδίζει με το βάθος του και τα πολλαπλά επιπέδα της γραφής του.
H επιφανειακή γαλήνη και ομοιογένεια κρύβουν τρομακτικά μυστικά, μισάνθρωπες και απάνθρωπες πρακτικές: σκοταδισμό, αμάθεια και εγκληματικά ένστικτα.
Όσον αφορά τον κοινοτισμό, αυτός εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ως πολιτειακό σύστημα στην παγκόσμια πολιτική ιστορία στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και συνδέθηκε με την άμεση δημοκρατία (508-326 π.Χ.). Αργότερα συναντάμε τα εξής ήδη Κοινοτισμού: τον σύγχρονο ελληνικό κοινοτισμό, τον αμερικανικό κοινοτισμό, τον ελευθεριακό κοινοτισμό ή κομμουναλισμό, τον κοινωνιολογικό κοινοτισμό. Ο πίνακας που καλείται να δημιουργήσει ο Λέων θα αποτελείται από πρόσωπα που τα γνωρίζουμε από τον χώρο της Αριστεράς, οπότε μας παραπέμπει στον κομμουναλισμό. Τι ακριβώς θέλει να κάνει ο εντολοδόχος, να «γιορτάσει» κάτι που απέτυχε; Να αναβιώσει δια της ζωγραφικής μια «νεκρή» ιστορία που διέσχισε το πολιτικό σκηνικό με διάφορες επιμέρους μορφές, αλλά κατέληξε να μην είναι τίποτα άλλο παρά μουσειακή ιστορία; Και εδώ συλλογιζόμαστε το διφορούμενο του τίτλου Μουσείο Λαογραφίας: Πόσες και πόσες ιδέες, ηγέτες, κόμματα και κινήματα που δεν τελεσφόρησαν έχουν μπει στο μουσείο της ιστορίας! Έτσι και αυτός ο πίνακας, ποιους θα αφορά; Κάποιους παλιούς οπαδούς ίσως, κάποιους ονειροπόλους ή μήπως κάποιους αθεράπευτα στρατευμένους; Διφορούμενο του τίτλου γιατί, όπως προανέφερα, ο Λέων θέλει να γράψει κι ένα βιβλίο για το χωριό αυτό που θα του δώσει τον εν λόγω τίτλο.
Ο κοινοτισμός ως πολίτευμα θεωρείται μια ολοκληρωμένη οργάνωση της κοινωνίας με βάση την άμεση δημοκρατία μέσα από πολιτικούς, οικονομικούς, παραγωγικούς και κοινωνικούς θεσμούς σε κάθε μορφή πολιτικής κοινότητας (χωριό, δήμος, περιφέρεια, κράτος). Το Σδράλι κατά τον συγγραφέα φαίνεται ότι είναι οργανωμένο στο έπακρο, αν και είναι απομονωμένο εντελώς και δεν ακολουθεί τους κανόνες του υπόλοιπου κόσμου. Έχει τους δικούς τους ρυθμούς και «νόμους», με τους οποίους πάλι φαίνεται ότι όλοι οι κάτοικοι συμφωνούν. Όμως στην ουσία η επιφανειακή γαλήνη και ομοιογένεια κρύβουν τρομακτικά μυστικά, μισάνθρωπες και απάνθρωπες πρακτικές: σκοταδισμό, αμάθεια και εγκληματικά ένστικτα.
Μια νουβέλα πολυεπίπεδη που σχολιάζει παράλληλα διάφορα θέματα. Χωρίς βερμπαλισμούς, ο Δημήτρης Φύσσας θίγει την αριστερή ουτοπία, την άνιση ζωή ανάμεσα στην πόλη της Κρίσης και την πλούσια σε αγαθά επαρχία, ζητήματα φεμινισμού, τις σχέσεις και την ψυχολογία αντρών και γυναικών, καθώς και την εμμονή ανθρώπων και κοινωνιών πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα.
* Η ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ είναι συγγραφέας.