Για τη συλλογή διηγημάτων του Βαγγέλη Σιαφάκα Με μια χιλιάρα Καβασάκι (εκδόσεις Πόλις)
Του Γ.Ν. Περαντωνάκη
Το παρελθόν, είτε πρόκειται για το πρόσφατο, που βιώθηκε και αναπολείται, είτε για το παλιότερο, που έγινε γνωστό μέσα από διηγήσεις άλλων ή αναγνώσεις βιβλίων και πηγών, πολλές φορές προβάλλεται στην οθόνη του μυαλού μας ως εξιδανικευμένος «αρκαδικός» τόπος. Εκεί τα πράγματα φαντάζουν ωραιότερα, αγνότερα, γνησιότερα, εκεί η μνήμη βρίσκει έναν χαμένο παράδεισο, όχι τόσο επειδή δεν εντοπίζει βάσανα και θλίψεις αλλά κυρίως επειδή το σαπιέλ χρώμα με το οποίο έχει χρωματίσει τις προηγούμενες εποχές αφήνει την πατίνα του αυθεντικού σε ό,τι έχει περάσει.
Κέντρο της δράσης είναι η επίμονη παιδικότητα, που βρίσκει τρόπους να ανδρωθεί, να μεστώσει μέσα από τις εμπειρίες της και να αξιοποιήσει το μαλακό υπογάστριο της ανθρώπινης φύσης.
Αυτή η τάση για αναμόχλευση του τοπικού –και προσωπικού– παρελθόντος δίνει σε πολλά πεζογραφήματα της εποχής μας το λούστρο μιας νεο-ηθογραφίας, που ανασκαλεύει τόπους και χρόνους, παρουσιάζει τους απλούς ανθρώπους και ιχνογραφεί νοοτροπίες και συμπεριφορές. Εστιάζει συνήθως στη γενέτειρα πόλη, όπως εδώ στα Γιάννενα, σκιτσάρει την εικόνα τους και, παρόλο που τα θέτει ως σκηνικό, αυτά παίρνουν συχνά και πρωταγωνιστικό ρόλο. Η νεο-ηθογραφία χρησιμοποιεί και το αυτοβιογραφικό στοιχείο που μέσω της μνήμης ανασυνθέτει, πολλές φορές διαστρεβλωτικά, το παρελθόν και το αποτυπώνει σαν γκραβούρα, η οποία δεν έχει την ακρίβεια της φωτογραφίας αλλά αποδίδει έντεχνα το τοπίο.
Ο Βαγγέλης Σιαφάκας εντάσσεται σ’ αυτό το κλίμα και επιχειρεί όχι απλώς να αποτυπώσει το παρελθόν αλλά και να το χρησιμοποιήσει ως δεξαμενή για να αποστάξει προσωπικά και κοινωνικά μηνύματα. Κατεβαίνοντας στον στίβο της λογοτεχνίας με δεκαοχτώ διηγήματα, ανατρέχει στη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική περίοδο, ανασυνθέτει την παιδικότητα και τις άδολες μνήμες που αυτή συντηρεί, φτάνει ως τα πολιτικοποιημένα χρόνια της νιότης, περιφέρεται στην Ήπειρο –έπειτα στην Ιταλία– κι επιχειρεί να αποδώσει το κλίμα της επίμονης πορείας της Αριστεράς σε χαλεπούς καιρούς.
O Βαγγέλης Σιαφάκας
|
Κέντρο της δράσης είναι η επίμονη παιδικότητα, που βρίσκει τρόπους να ανδρωθεί, να μεστώσει μέσα από τις εμπειρίες της και να αξιοποιήσει το μαλακό υπογάστριο της ανθρώπινης φύσης. Η φτώχεια που γαλουχεί συνειδήσεις, η διάθεση για αντίδραση σε ένα κατά τ’ άλλα αξιοπρεπές περιβάλλον, η πολιτική ωρίμανση, η ερωτική και σεξουαλική αφύπνιση και άλλα είναι μορφές που παίρνει το ποτάμι της ενηλικίωσης, καθώς αυτή βγάζει το νεαρό άτομο από την άδολη φύση του και το οδηγεί στη συνείδηση του εαυτού και του κόσμου.
Κάθε διήγημα δεν είναι μια απλή καταγραφή φαινομένων αλλά μια συναισθηματική μέθεξη με τα πρόσωπα και τους χρονότοπούς τους, ικανή να καταδείξει την εφηβεία και τη νιότη με φόντο την κοινωνία και το ερωτικό που ποζάρει με background το πολιτικό. Αλλά και όλα μαζί συστήνουν μια πολύπτυχη σειρά μαθητείας, όσο κι αν εδώ λείπουν οι εκτενείς συνθήκες σύγκρουσης. Αυτές βέβαια υπάρχουν –στο μέτρο που το είδος του διηγήματος το επιτρέπει– όσο το παιδί προσκρούει στην πραγματικότητα, στον νόμο των γονέων και της κοινωνίας, στη σκληρή οδύνη της εφηβείας, μέχρι να ξαναγεννηθεί ενήλικος. Κι εκεί συνειδητοποιούμε, εμείς οι αναγνώστες του 21ου αιώνα, τόσο το ατομικό όσο και το κοινωνικό, όπως αυτό διαμορφώνει γενιές και γενιές, μέσα σε ενδεείς εποχές, σε κοινωνικές δομές που δυσκολεύουν, σε πολιτικές συνθήκες που διώκουν αντί να απελευθερώνουν.
Η πόλη πλάθεται και αναπλάθεται από τα προσωπικά βιώματα, από τις μνήμες και τις χαρακιές τους, αλλά κι από τα συγγραφικά πινέλα που την άφησαν ίσως πιο γερά χαραγμένη στη συνείδηση του συγγραφέα αλλά και στη δική μας.
Και μαζί με το παιδί, μεγαλώνει –κι αλλάζει– κι η πόλη. Τα Γιάννενα, από παραλίμνια πολίχνη, φτωχή και λασπωμένη, εξελίσσονται σταδιακά σε μια «σύγχρονη» πόλη με καφετέριες και μπαρ. Από τα Ταμπάκικα και τη σπηλιά του Σκυλοσόφου περνάμε σταδιακά στην άσφαλτο και στα σινεμά. Ενεργά κομμάτια της πόλης δεν είναι μόνο οι άνθρωποι, τα παραδοσιακά τοπωνύμια, η λίμνη και η πάχνη της, αλλά και οι μυθοπλαστικοί ήρωες που διεισδύουν στην πραγματικότητα, αφήνοντας το μελάνι των σελίδων, και διεκδικούν τη δική τους αλήθεια. Έτσι, η πόλη πλάθεται και αναπλάθεται από τα προσωπικά βιώματα, από τις μνήμες και τις χαρακιές τους, αλλά κι από τα συγγραφικά πινέλα που την άφησαν ίσως πιο γερά χαραγμένη στη συνείδηση του συγγραφέα αλλά και στη δική μας.
Τα επιμέρους διηγήματα του Βαγγέλη Σιαφάκα διαβάζονται τόσο αυτόνομα, σαν μικρές ιστορίες αναπόλησης, όσο και σαν μια ενιαία αλυσίδα, που ξεκινά με την ίδια την κατοίκηση ενός κομματιού της παραλίμνιας πόλης και τη χρονική εξέλιξη μέχρι τη χούντα και τη μεταπολίτευση, με μια αλυσίδα προσώπων και σκηνών που αλληλοδιαπλέκονται σε ένα παζλ το οποίο απεικονίζει μια διαρκή ενηλικίωση.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Με μια χιλιάρα Καβασάκι
Βαγγέλης Σιαφάκας
Πόλις 2016
Σελ. 280, τιμή εκδότη €12,00