Για τα μυθιστορήματα του Νίκου Δαββέτα Ωστικό κύμα (εκδ. Πατάκη) και της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου Η μεθυσμένη γυναίκα (εκδ. Εστία).
Του Παναγιώτη Γούτα
Ο Νίκος Δαββέτας είναι ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Ξεκίνησε ως ποιητής, και επί μια δεκαπενταετία τύπωσε έξι ποιητικές συλλογές με σημαντική αναγνωστική απήχηση. Έγινε γνωστός στο κλίμα ενός ύστερου υπερρεαλισμού που «λανσάρισαν» οι νεότερες μεταπολιτευτικές γενιές ποιητών, κάτι που προφανώς εγκατέλειψε, αφού τα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής 1960 (τίτλος που παραπέμπει στη χρονολογία της γέννησής του) κινούνται στο λιτό και εξομολογητικό κλίμα των ποιητών του κύκλου της «Διαγωνίου», γεγονός που δεν παραλείπει να τονίζει, δηλαδή ότι πρωτοδημοσίευσε ποιήματα στη Διαγώνιο, στα βιογραφικά σημειώματα των πεζογραφικών του βιβλίων. Καταξιωμένος ήδη ποιητής, κάνει στροφή το 2002 στην πεζογραφία, περίπτωση σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, αφού οι πεζογράφοι, στα πρώτα τους βήματα, το πολύ να έχουν τυπώσει μία ή δύο ποιητικές συλλογές (συνήθως ιδίοις αναλώμασι) και, κατόπιν, βλέποντας το «θηρίο» κατάματα, το βάζουν στα πόδια.
Το πρώτο του διήγημα, «Άγριες μέρες», το δημοσίευσε στο περιοδικό Το Τραμ τον Ιούλιο του 1987, όταν ο Περικλής Σφυρίδης είχε την απόλυτη ευθύνη για την ύλη του περιοδικού. Ακολουθούν πέντε πεζογραφικά βιβλία (μία συλλογή αφηγημάτων και τέσσερα μυθιστορήματα), για να φτάσουμε στο πρόσφατο βιβλίο, το μυθιστόρημα (μήπως νουβέλα;) Ωστικό κύμα. Από αυτή την πεζογραφική του συγκομιδή ξεχωρίζουν για τη συγγραφική τους αρτιότητα πρωτίστως τα: Ιστορίες μιας ανάσας (Κέδρος, 2002), Το θήραμα (Κέδρος, 2004) και Λευκή πετσέτα στο ρινγκ (Κέδρος, 2006), δευτερευόντως η Εβραία νύφη (Κέδρος, 2009), ενώ λιγότερο επιτυχημένο κρίνω το προτελευταίο μυθιστόρημά του Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη (Μεταίχμιο, 2013).
Κάτι που χαρακτηρίζει τον Δαββέτα σε όλα τα μυθιστορήματά του είναι το στοιχείο της έρευνας, της αναζήτησης, της ανακάλυψης και του ρεπορτάζ, απότοκα, προφανώς, της δημοσιογραφικής του ιδιότητας.
Κάτι που χαρακτηρίζει τον Δαββέτα σε όλα τα μυθιστορήματά του είναι το στοιχείο της έρευνας, της αναζήτησης, της ανακάλυψης και του ρεπορτάζ, απότοκα, προφανώς, της δημοσιογραφικής του ιδιότητας. Στο βιβλίο Το θήραμα ένας γιος προσπαθεί ν’ ανακαλύψει το πραγματικό πρόσωπο της μάνας-γυναίκας που είχε βιώσει μια έντονη οικογενειακή περιπέτεια, υπερασπιζόμενη με πάθος το αριστερό παρελθόν της. Στο Λευκή πετσέτα στο ρινγκ ένας παροπλισμένος ρεπόρτερ αναλαμβάνει να εξερευνήσει μια πολιτική δολοφονία του 1944. Στο Εβραία νύφη μια νέα γυναίκα αναζητά στοιχεία για την εμπλοκή του πατέρα της στον αφανισμό των ελλήνων Εβραίων. Τέλος στο Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη ένας γάλλος αστυνόμος αλλά και ένας σχολαστικός ερευνητής από την Αθήνα κινητοποιούνται για να λύσουν έναν γρίφο, που έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν.
Αυτό το στοιχείο έρευνας, μυστηρίου, αναζήτησης και ανακάλυψης, φαίνεται κάπως να ατονεί στο Ωστικό κύμα, δίχως όμως να έχει απαλειφθεί, αφού τα γεγονότα της ιστορίας είναι πιο ξεκάθαρα και απτά. Η ροή των γεγονότων καλύπτεται από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή ή τα δελτία ειδήσεων, αναφορικά με τον θάνατο ενός νεαρού που σπούδαζε στην Αγγλία, ύστερα από βομβιστική επίθεση φανατικών ισλαμιστών στο μετρό του Λονδίνου. Η κορύφωση, βέβαια, θα έρθει μετά τα 2/3 της συνολικής αφήγησης, όταν αποκαλυφθεί στον αναγνώστη κάτι που σαφώς δεν το περιμένει, και μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως ανατροπή. Κάπου εκεί, στην αποκάλυψη της αλήθειας, νομίζω πως τελειώνει αυτό το μικρής έκτασης και μεγάλης πύκνωσης μυθιστόρημα του Δαββέτα, αφού οι τελευταίες σελίδες και αποδυναμώνουν την ένταση του υπόλοιπου μέρους και αδικούν τη συνολική προσπάθεια του σημαντικού λογοτέχνη.
Η ουτοπική απόληξη του «Ωστικού κύματος»
Οι αρετές του Ωστικού κύματος είναι αδιαμφισβήτητες και η τέχνη του Νίκου Δαββέτα αναδεικνύεται μέσα από τη στρωτή και χυμώδη γλώσσα του, τα περίτεχνα αφηγηματικά φλας μπακ, την ακριβή περιγραφή συμβάντων και συναισθημάτων που αυτά προκαλούν.
Οι αρετές του Ωστικού κύματος είναι αδιαμφισβήτητες και η τέχνη του Νίκου Δαββέτα αναδεικνύεται μέσα από τη στρωτή και χυμώδη γλώσσα του, τα περίτεχνα αφηγηματικά φλας μπακ, την ακριβή περιγραφή συμβάντων και συναισθημάτων που αυτά προκαλούν, τη συγγραφική πειθαρχία του να οργανωθεί το αφηγηματικό υλικό σε 15 σύντομες ενότητες με 3 ή 4 ισομεγέθεις υποενότητες κάθε φορά, και, ιδίως, με την άψογη διαχείριση του πένθους της ηρωίδας, της Δέσποινας, που νομίζω πως αποτελεί και το δυνατό χαρτί του συγγραφέα. Μετά την κορύφωση του στόρι με την αποκάλυψη του ρόλου του γιου στη βομβιστική επίθεση, ο Δαββέτας πέφτει στην παγίδα να σηκώσει πολλά (κι όχι μόνο δύο) καρπούζια στην ίδια μασχάλη αδικώντας το πόνημά του. Προσπερνώντας τις ελάχιστες σελίδες του αριστερού πατέρα της Δέσποινας με τον Γοργοπόταμο και τις επετείους μνήμης, όπου το «παρών» δίνει και ο μετέπειτα σκοτωμένος γιος –δεν νομίζω πως προσθέτουν τίποτα στην αφήγηση– στέκομαι περισσότερο στην απόληξη του στόρι. Νομίζω πως με τη βιαστική σκιαγράφηση της αλλοπρόσαλλης προσωπικότητας του Αλβανού Αλία και το ακόμη πιο βιαστικό ερωτικό του σμίξιμο με τη Δέσποινα, η νουβέλα παίρνει ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα πολυπολιτισμικού τύπου και χάνει τη στόχευσή της.
Ο Νίκος Δαββέτας
|
Τι εννοώ: Ενώ το πένθος, ως κινητήριος αφηγηματικός μοχλός και ως ουσία του στόρι λειτουργεί θαυμάσια, ο τρόπος υπέρβασής του και απάλειψής του, είναι πρόχειρος, υπερβολικός, σχεδόν ουτοπικός. Η θλιμμένη σαρανταπεντάχρονη Δέσποινα καταφέρνει να μαγνητίσει τον κτηνώδη, αμίλητο και αψύ Αλία, που τη βοηθά σε εργασίες του σπιτιού του Πηλίου, να τον μεταμορφώσει ως δια μαγείας σε τρυφερό άνθρωπο, να συνάψει σχέση μαζί του και να περιμένει το παιδί του, ξεπερνώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πένθος της. Ποια είναι τα πολλά καρπούζια στη μασχάλη του Δαββέτα; Οι εμβόλιμες σελίδες περί Εμφυλίου, η τόνωση της ανάδειξης της διαφορετικότητας μέσα από την ειρηνική (και ερωτική) συνύπαρξη Ελλήνων και Αλβανών, οι ιδιαίτερες όψεις της παγκοσμιοποίησης, το χάσμα των γενεών, το μεταναστευτικό, το αριστερό παρελθόν της Δέσποινας, η επικαιρότητα με τις τρομοκρατικές ενέργειες των ισλαμιστών ανά την Ευρώπη, η σπαραξικάρδια αποκοπή της ζωντανής μάνας από τον πεθαμένο γιο της. Πώς να λειτουργήσουν όλα αυτά, ισόποσα, δραστικά και ομαλά στο κείμενο, όταν το πένθος, μια πανανθρώπινη, βαθιά και ουσιαστική ανθρώπινη κατάσταση (που δεν γνωρίζει φυσικά από ιδεολογίες, φυλές, θρησκείες κ.τ.λ.) φορτώνεται, ιδεοληπτικά κάποιες φορές, με τόσες παραμέτρους που ούτε το εξελίσσουν ούτε το απαλύνουν με πειστικό τρόπο; Επιπλέον, πιστεύω πως θα χρειάζονταν κάποιες σελίδες ακόμη για να δουλευτεί και να εξηγηθεί από τον συγγραφέα η αλλαγή συναισθημάτων του αλβανικής καταγωγής δευτεραγωνιστή και η μεταστροφή των σεξουαλικών του προτιμήσεων από παρά φύσιν σε φυσιολογικές, στη σχέση του με την πενθούσα και απελπισμένη Δέσποινα, και να μη δοθεί ένα τόσο διεκπεραιωτικό τέλος στην όλη αφήγηση. Και μια τελευταία παρατήρηση: Το Ωστικό κύμα έχει δομικά και θεματικά στοιχεία από το αριστουργηματικό βιβλίο του Ροθ Αμερικανικό ειδύλλιο, σε άλλο επίπεδο βέβαια και με άλλο ψυχολογικό βάθος των ηρώων του. Εκεί ο Σουηδός βλέπει την κόρη του να εξελίσσεται σε τρομοκράτισσα, αναπολεί ανέφελες στιγμές από την παιδική της ηλικία, κάνει γάμο στο τέλος και αποκτά τρία παιδιά μήπως και ξεπεράσει την κατάθλιψη και τη συντριβή του, ενώ η πρώην γυναίκα του, στην προσπάθειά της να ξεπεράσει κι αυτή το σοκ της «βόμβας στο βενζινάδικο» απατά τον Σουηδό, που ανάγεται σε τραγική φιγούρα μεγατόνων. Μόνο που ο Σουηδός κουβαλούσε τον σπαραγμό του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ενώ η ηρωίδα του Δαββέτα αρκετά εύκολα διέκρινε στο τέλος το διαφορετικό φύσημα του ανέμου στη ζωή της.
Ο ρεαλισμός της «μεθυσμένης γυναίκας»
Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα, χαμηλόφωνη αφήγηση ενός άντρα που περιγράφει το αδιέξοδο της σχέσης του με μια αλβανίδα γυναίκα.
Το Ωστικό κύμα, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς για κάποιον μελετητή της λογοτεχνίας που αναζητά τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται οι Έλληνες ήρωες διηγημάτων, νουβελών και μυθιστορημάτων τους μετανάστες εραστές τους. Διαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου Δαββέτα αβίαστα ήρθε στον νου μου ένα άλλο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα (ακριβώς ίσης έκτασης με το Ωστικό κύμα) της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, το Η μεθυσμένη γυναίκα (Εστία, 2005). Το μυθιστόρημα αυτό λειτουργεί ως αντεστραμμένη εικόνα της ερωτικής ζωής της Δέσποινας με τον Αλία, στο βιβλίο του Δαββέτα. Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα, χαμηλόφωνη αφήγηση ενός άντρα που περιγράφει το αδιέξοδο της σχέσης του με μια αλβανίδα γυναίκα. Μέσα από τα λόγια του ήρωα σκιαγραφείται μια αντιφατική, αλλοπρόσαλλη, μια «μεθυσμένη» γυναίκα, που καμιά προοπτική και καμία λύτρωση δεν προσφέρει με την ύπαρξή της στη ζωή του. Η Λέλα είναι μια ιλαροτραγική φιγούρα που συγχύζει και βάζει σε ατέλειωτους μπελάδες τον ήρωα-αφηγητή, που ζει μαζί της μία σχέση δίχως ίχνος αισιοδοξίας για το μέλλον τους. Η αφήγηση της Σταυρακοπούλου πείθει και γοητεύει, ενώ τα γεγονότα, έτσι όπως τα πληροφορούμαστε, είναι γήινα, καθημερινά, αυθεντικά, πιστευτά. Τελικώς γιατί κάθε βιβλίο θα πρέπει απαραιτήτως να έχει αίσιο τέλος; Και γιατί, ντε και καλά, κάθε πένθος και κάθε σπαραγμός θα πρέπει να ξεπερνιέται με κάποιο «ακραίο» ερωτικό σμίξιμο, και, πάντα, στο τέλος, η ελπίδα να θριαμβεύει; Ερωτήματα που, μάλλον, θα μείνουν αναπάντητα. Ή, όπως θα έλεγε και ο εσχάτως βραβευμένος με νομπέλ λογοτεχνίας (!) αμερικανός τραγουδοποιός: «Την απάντηση, φίλε μου, την παίρνει ο άνεμος!».
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Ωστικό κύμα
Νίκος Δαββέτας
Εκδ. Πατάκη 2016
Σελ. 160, τιμή εκδότη €8,50
Η μεθυσμένη γυναίκα
Σωτηρία Σταυρακοπούλου
Εστία 2005
Σελ. 160, τιμή εκδότη €11,45