Για τη συλλογή διηγημάτων της Καλλιρόης Παρούση Κανείς δεν μιλάει για τα πεύκα (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Οι νέες γενιές συγγραφέων μάς ξαφνιάζουν υπέροχα, καθώς έρχονται ορμητικές να ταράξουν τα νερά της παγιωμένης πεζογραφίας μας. Τόσο οι πεζογράφοι όσο και οι ποιητές, εξοπλισμένοι με γνωστικά εφόδια, υποψιασμένοι για τον κόσμο και την ξένη λογοτεχνία, επίμονοι στη γλώσσα και στη γραφή, φρέσκοι στις ιδέες, κατεβαίνουν στην άγραφη σελίδα με γερή πένα και κοφτερή αξίνα.
Ο μακροπερίοδος λόγος της, οι απανωτές φράσεις της, οι εναλλαγές μέσα στην ίδια πρόταση, οι μεγάλες παράγραφοι δείχνουν μια ακατάσχετη ορμή, δείχνουν πως δεν χωράνε στα παλιά καλούπια.
Η πρωτοεμφανιζόμενη Καλλιρρόη Παρούση ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία των τριαντάρηδων (γεννημένη η ίδια το 1988), που βλέπουν το διήγημα ως το βήμα από το οποίο θα αλώσουν την πραγματικότητα, μετουσιώνοντάς την σε κάψουλες λέξεων και βλήματα ιδεών. Ο βομβαρδισμός της δεν ξεκινάει από παλαιάς κοπής κανόνια αλλά από έναν συνδυασμό σφοδρότητας και σύγχρονης αισθητικής αντίληψης. Η γραφή είναι ο τρόπος να σκίσει και να ξαναράψει το φθαρμένο φόρεμα της καθημερινότητας. Ο μακροπερίοδος λόγος της, οι απανωτές φράσεις της, οι εναλλαγές μέσα στην ίδια πρόταση, οι μεγάλες παράγραφοι δείχνουν μια ακατάσχετη ορμή, δείχνουν πως δεν χωράνε στα παλιά καλούπια.
Τα θέματά της είναι επίκαιρα, χωρίς να γίνονται κακέκτυπα της μιντιακής εικόνας: ο έρωτας κι ο χωρισμός, η πολιτική βία, τα χρέη και η ελευθερία του ανθρώπου, η κρίση ταυτότητας, η εργασιακή επανάσταση, η πατροκτονία ως αντίδραση, η ομοφυλοφιλία, η καριέρα, ο κύκλος των φίλων κ.λπ. Το ιδιωτικό προσπαθεί να χωρέσει το δημόσιο και ταυτόχρονα να χωρέσει μέσα σ’ αυτό, η επανάσταση αρχίζει από μια προσωπική ανάφλεξη, η ανάγκη για έξοδο φαντάζει προσιτή και μαζί απρόσιτη, ο καθένας φτιάχνει μικρές ζώνες διαφυγής και αντίστασης, προκειμένου να περισώσει την ψυχοσύνθεσή του… Μέσα σ’ αυτά τα θέματα, η Καλλιρόη Παρούση ξαναδιαβάζει το σήμερα, χωρίς να το φωτογραφίζει ρεαλιστικά, αλλά προσπαθώντας να δείξει το σπασμένο τσόφλι ενός αυγού που κανείς δεν ξέρει τι θα γεννήσει. Το σίγουρο δεν είναι το μέλλον, αίσιο ή απαίσιο, αλλά το ραγισμένο παρόν, το οποίο δείχνει παντού τα χάσματά του και πνίγει τους νέους ανθρώπους που βλέπουν με τρόμο την αβεβαιότητα να τους απειλεί.
Η πραγματικότητα που συντρίβει
Νευρώδης γραφή που ξέρει να πηγαίνει και να έρχεται ανάμεσα στο σύνολο και στις λεπτομέρειες, πολύ καλός χειρισμός ενός δομημένου χάους, ενός ελεγχόμενου χείμαρρου, ενός μεταμοντέρνου χείμαρρου που παίρνει μαζί του σκέψεις, πράξεις, φωνές και αισθήματα, πάνω σε μια κοίτη που αντικατοπτρίζει τον σκληρό κόσμο που ζούμε.
Ο αναγνώστης εισπράττει την αψιά γεύση των κειμένων, επειδή αυτά προκαλούν μικρά και μεγάλα σοκ από τη βία που αντανακλούν. «Οι αποχρώσεις σβήνουν στη συντριβή της πραγματικότητας», γράφει σε ένα σημείο η νεαρή διηγηματογράφος κι αποτυπώνει αποφθεγματικά τα χαστούκια που δέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος σε μια κοινωνία, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον αφήνει απ’ έξω. Η πραγματικότητα τον συντρίβει κι αυτός ξεθωριάζει μέσα στις μυλόπετρές της.
Το δυνατό σημείο της συγγραφέως είναι ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει αυτήν την εφιαλτική κατάσταση. Νευρώδης γραφή που ξέρει να πηγαίνει και να έρχεται ανάμεσα στο σύνολο και στις λεπτομέρειες, πολύ καλός χειρισμός ενός δομημένου χάους, ενός ελεγχόμενου χείμαρρου, ενός μεταμοντέρνου χείμαρρου που παίρνει μαζί του σκέψεις, πράξεις, φωνές και αισθήματα, πάνω σε μια κοίτη που αντικατοπτρίζει τον σκληρό κόσμο που ζούμε. Πρόκειται για ένα είδος ταυτοχρονισμού, ο οποίος συναιρεί στιγμές, εικόνες και βιώματα, ετερόκλητα συμβάντα και σχόλια, που έρχονται από αλλού, αλλά συγκλίνουν απίστευτα φυσικά.
Παρόλο που τα τελευταία διηγήματα του τόμου είναι κάπως εξασθενημένα, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει την πολύ ώριμη γραφή της Καλλιρόης Παρούση. Είναι μια γραφή που δεν στέκεται στην πλοκή, ή μάλλον στην ιστορία, αλλά διά της πλοκής κανοναρχεί την αίσθηση, την πυγμή του λόγου και την ορμή των εικόνων, την καταιγιστική υποβολή της ατμόσφαιρας… Οι πευκοβελόνες που υπεισέρχονται σε κάθε κείμενο κάνουν το σκηνικό πιο ελληνικό και δη πιο οικείο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«”Μαρία, αν θέλεις, μπορείς να συζητήσεις με τον αναπληρωτή γενικό γραμματέα", κλικ, ενεργοποιεί τον μηχανισμό, βγαίνει από την τουαλέτα, κοιτάζονται έντονα στα μάτια, ο φωτισμός επανέρχεται, η Μαρία του λέει “συγγνώμη”, πατάει το κουμπί, κι εκείνος αντιδρά με τρόπο που κανείς δεν περιμένει, κρατά το κόκκινο κουμπί κάτω από το γραφείο του πατημένο, πώς γίνεται να το υποψιάστηκε, σκέφτεται η Μαρία με μια απορία παγωμένη στο πρόσωπο που καταστράφηκε, έμεινε χωρίς χέρια η Μαρία, από τις τρύπιες κάλτσες στα πόδια της έβλεπαν όλοι τα ματωμένα μέλη της».
Κανείς δεν μιλάει για τα πεύκα
Καλλιρόη Παρούση
Κέδρος 2016
Σελ. 168, τιμή εκδότη €11,00