
Για το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα Το χαμένο Νόμπελ. Μια αληθινή ιστορία (εκδ. Καστανιώτη).
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα είναι ένα υβριδικό είδος -oύτε δοκίμιο ούτε βιογραφία-, μια μελέτη μετά από έρευνα, μια ιστορική αναδίφηση στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ελλάδα τα χρόνια 1946-1957. Η ιστορία μιας υποψηφιότητας και μια διαδρομή, όσο συνέχιζε ο Καζαντζάκης να υποβάλλει αιτήσεις για το Νόμπελ και να το διεκδικεί. Mε άξονα το χαμένo Νόμπελ, δηλαδή, ολοκληρώνει ο συγγραφέας ένα σχεδιάγραμμα, μια ιστορία νοοτροπιών, ένα πλαίσιο, με τα ρεύματα, τα κείμενα και τους ανθρώπους της πολιτικής και της λογοτεχνίας, που διατρέχουν τον εικοστό αιώνα. Μια εγκυκλοπαίδεια, μια βάση δεδομένων, έναν κέντρωνα, δομημένα σε κεφάλαια, σαν σε μυθιστόρημα με πλοκή.
Μετά από εμπεριστατωμένη έρευνα ο συγγραφέας μας παραδίδει αυτόν τον πολυσέλιδο τόμο, όπου μυθοποιεί την περιθωριοποίηση του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη στον τόπο του, θέτει ερωτήσεις, μας προβληματίζει αλλά και απαντά σε ερωτήσεις κυρίαρχες και επιμέρους. Γιατί σήμερα ένα βιβλίο-έρευνα 543 σελίδων, μισόν αιώνα και περισσότερο από τον θάνατο του συγγραφέα; Θα μπορούσαμε ίσως να επανερμηνεύσουμε το παρελθόν για να το χρησιμοποιήσουμε στα συμφραζόμενα της δικής μας εποχής, κατανοώντας το φαινόμενο στο πλαίσιο της εποχής του; Τι συγγραφέας ήταν και τι έργο άφησε ο «διασημότερος συγγραφέας στο πλανητικό χωριό»; Σίγουρα τεράστιο, αμφιλεγόμενο έργο - γλώσσα, ύφος, ορίζοντας προσδοκιών. Στο βιβλίο διαβάζουμε ολόκληρα κεφάλαια με ανέκδοτα και παραλειπόμενα για τον Σεφέρη και τον Καβαδία, τον Ελύτη, τον Ρίτσο και τον Σικελιανό.
Ο πολυσχιδής, ωστόσο και αφιερωμένος στη λογοτεχνία, με ιεραποστολικό ζήλο, Νίκος Καζαντζάκης, ήταν ένας αντιφατικός άνθρωπος, αποφαίνεται με εντιμότητα ο συγγραφέας Κώστας Αρκουδέας.
Ο πολυσχιδής, ωστόσο και αφιερωμένος στη λογοτεχνία, με ιεραποστολικό ζήλο, Νίκος Καζαντζάκης, ήταν ένας αντιφατικός άνθρωπος, αποφαίνεται με εντιμότητα ο συγγραφέας Κώστας Αρκουδέας, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου.
Βιος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά: ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Δεν θα ξεχάσω την αίσθηση που μου άφησε στα πρώτα εφηβικά χρόνια – πρώτα λογοτεχνικά διαβάσματα, η ανάγνωση του βιβλίου εκείνου από τη δανειστική βιβλιοθήκη της γειτονιάς. Ανοίκειο συναίσθημα και παραξένισμα. Προσωπικά, αυτό το μυθιστόρημα, μαζί και η ομώνυμη ταινία του Κακογιάννη, εξακολουθεί να με γοητεύει κι όχι γιατί έκανε ο Νίκος Καζαντζάκης τον Ζορμπά συνώνυμο του Έλληνα. Γενικότερα, με γοητεύουν τα μυθιστορήματα που έγραψε ο Καζαντζάκης όσο «δεν έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά», όπως συνοψίζει ο Κώστας Αρκουδέας για τα μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του, θεωρώντας τα ένα είδος πάρεργου.
Βρίσκω κι εγώ μάλλον απωθητική τη μεγαλοστομία στη γλώσσα ή τις εμμονές και τον μισογυνισμό του Καζαντζάκη, όταν και όπου θεωρεί –στα μυθιστορήματά του τουλάχιστον– εξ ορισμού καταστροφική την παρουσία των γυναικών, όσο εμποδίζουν τους άντρες να κάνουν τη σάρκα πνέμα. Με τέσσερις βιογραφίες γυναικών για το πρόσωπό του, της Γαλάτειας και της Έλλης Αλεξίου αλλά και της Λιλής Ζωγράφου και την αγιογραφία του από την δεύτερη γυναίκα του, την Ελένη Σαμίου, σε όλα του τα μυθιστορήματα νομίζω επιφυλάσσει για τις γυναίκες ένα κακό τέλος.
Ο Καζαντζάκης δεν πολυδιαβάζεται στον τόπο του ούτε σχολιάζεται από τους σύγχρονους πεζογράφους.
Ο Καζαντζάκης δεν πολυδιαβάζεται στον τόπο του ούτε σχολιάζεται από τους σύγχρονους πεζογράφους, οι οποίοι συχνά συμμερίζονται την άποψη του νεοελληνιστή Δημήτρη Τζιόβα. Κυρίως για την Οδύσσεια, που ο Καζαντζάκης θεωρούσε opus magnum του.
Aυτό δεν κάνει πάντα ο χρόνος, δικάζει και καταδικάζει, καταξιώνει ή καταβαραθρώνει για δικούς του λόγους κάποια έργα και κάποιους δημιουργούς; Ο Παλαμάς δεν διαβάζεται σήμερα, σχεδόν ούτε ο Σικελιανός, ενώ η Μέλπω Αξιώτη που λοιδορήθηκε, όπως και οι υπερρεαλιστές, βρίσκει σιγά σιγά τη θέση της ως εξαιρετική μοντερνίστρια. Προσωπικά βρήκα πολύ σπουδαίους τους περισσότερους τόμους του Ταξιδεύοντας, ενώ άργησα να επισημάνω – και το έκανα χάρη στην αμερόληπτη και διεισδυτική ανάλυση του Κώστα Αρκουδέα, ότι το Ταξίδι στην Ισπανία ήταν μάλλον μια παραχώρηση στη συμβατικότητα, προϊόν καιροσκοπισμού, που ακριβώς συνόψιζε το ευμετάβολο των απόψεων του Νίκου Καζαντζάκη, της ιδεολογίας και της στάσης του.
Δεν πήρε ο Καζαντζάκης το Νόμπελ –όπως άλλωστε δεν το πήρε ο Προυστ, ο Τζόις, ο Ναμπόκοφ και ο Μπόρχες ή ο Tσέχοφ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Κάφκα, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μούζιλ, ο Μπρεχτ, ο Όργουελ και ο Πεσσόα– αλλά διαβάζεται και μεταφράζεται στην Ευρώπη, στην Αμερική και σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν το πήρε, παρόλο που πληρούσε τους όρους, κατά τον Άλφρεντ Νόμπελ. Η ματιά του αφορά τον άνθρωπο στο σύνολό του. Eξάλλου είναι τόσο σχετικά και αντιφατικά τα κριτήρια απονομής του Νόμπελ και τόσο περίεργο το εκάστοτε παρασκήνιο μιας βράβευσης – όπως αποδεικνύει ο Κώστας Αρκουδέας στο πρώτο μέρος του βιβλίου με την παράθεση άλλων ονομάτων στις αιτήσεις και στη φημολογούμενη ατμόσφαιρα, και άλλων στην ανάδειξη των αποτελεσμάτων, σαν σε εκλογική κάλπη.
Η ελληνική πολιτεία όχι απλώς δεν στήριξε τον Νίκο Καζαντζάκη αλλά και τον υπονόμευσε, χωρίς βέβαια να ζητήσει συγνώμη έως σήμερα.
Συχνά βραβεύονται οι συγγραφείς που λύνουν απλώς το πρόβλημα του διλήμματος ανάμεσα στις δεδομένες αιτήσεις, σχολιάζει ο Αρκουδέας. Προσωπικά θεωρώ ότι η άρνηση της πολιτείας να υποστηρίξει την αίτησή του για το Νόμπελ, απονέμοντάς του ένα είδος αντεστραμμένης επιτυχίας, συνάδει με το ως τότε προφίλ του Καζαντζάκη. Η ελληνική πολιτεία όχι απλώς δεν στήριξε τον Νίκο Καζαντζάκη αλλά και τον υπονόμευσε, χωρίς βέβαια να ζητήσει συγνώμη έως σήμερα. Το 1956, στην Αντίμπ όπου είχε ζήσει στη φτώχεια -μάλιστα στην Αίγινα νωρίτερα «πείνασε»- αποδιωγμένος ο Καζαντζάκης, χωρίς διαβατήριο, βρέθηκε πολύ κοντά στη βράβευση, αλλά βραβεύτηκε ο Χιμένεθ, ενώ το 1957 ο Καμύ - και ήταν αναμενόμενο, σκέφτομαι, να μην προταθεί επίσημα από την ελληνική πλευρά και το εσωστρεφές μετεμφυλιακό κράτος, μια και έπρεπε «να τυγχάνει αναγνωρίσεως και δια την εθνικήν του αντίληψιν», ενώ ήδη ο Καζαντζάκης βαρυνόταν με τις κατηγορίες του άθεου, του κομμουνιστή και διαφθορέα των νέων, που παρόλο που καμιά απ’ αυτές δεν ίσχυε - όπως αποδεικνύει ο Αρκουδέας, μπορούσες να δεις την ανυποληψία, την πολεμική και το ανάθεμα που δέχτηκε και ως παράσημα, για τα οποία τον τιμούσαν για χρόνια οι νέοι της γενιάς μου αργότερα, διαβάζοντάς τον με πάθος, έτοιμοι να τον ακολουθήσουν ως την άκρη του κόσμου των ιδεών και των σελίδων. Ως ανένδοτο γκουρού της αμφισβήτησης, μαύρο πρόβατο για όλα τα κατεστημένα, πολύγλωσσο και πολυταξιδεμένο, απόλυτο κοσμοπολίτη και μυστικιστή που αγωνίστηκε με πάθος και θέληση για αυτογνωσία και ελευθερία.
Ο Κώστας Αρκουδέας φυλλομετράει μυστικά και ντοκουμέντα στο φάκελο του Νίκου Καζαντζάκη και τα εκθέτει μπροστά μας, στους πολίτες-αναγνώστες της σημερινής κοινωνίας, που κι αυτή παραπαίει όπως τότε και τώρα στην εμπάθεια, την άγνοια και τη μνησικακία, στην υπεροχή του μέτριου, με τους θεσμούς της γράμμα κενό, παραδίδοντας στην ανάγνωσή μας τη σύνθεσή του: ένα βιβλίο συναρπαστικά αμερόληπτο και στοχαστικό.
Το χαμένο Νόμπελ
Μια αληθινή ιστορία
Κώστας Αρκουδέας
Εκδ. Καστανιώτη 2015
Σελ. 567, τιμή εκδότη €19,08