
Για το μυθιστόρημα του Κωσταντίνου Χατζόπουλου Φθινόπωρο και τη μελέτη του Δημήτρη Πολυχρονάκη Η ώρα των ποιητών από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Το Φθινόπωρο εκδόθηκε το 1917. Η όμορφη τωρινή έκδοσή του από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης έρχεται να το στηρίξει, σαν με μια πυκνή θεωρητική σκαλωσιά, με μια μελέτη του Δημήτρη Πολυχρονάκη ίση σε έκταση με το Φθινόπωρο, για το συμβολισμό γενικά και στο συγκεκριμένο έργο· μα το ίδιο το μυθιστόρημα του Κωσταντίνου Χατζόπουλου είναι ένα οικοδόμημα ανάριο και αιθέριο, άυλο σχεδόν.
Το Φθινόπωρο είναι μια ιστορία ειδώλων κι απόηχων: στιγμών που ήδη ενόσω ξετυλίγονται είναι ανάμνηση κι αντανάκλαση σ’ άλλες στιγμές, πρωτυτερινές και κατοπινές.
Υποτυπώδης η υπόθεσή του: Ο Στέφανος και η Μαρίκα είναι αρραβωνιασμένοι. Τη γνωριμία που ’χουν από τα μικράτα τους τη χρωστούν στη γιαγιά της Μαρίκας, φίλη της μητέρας του Στέφανου, της κυρίας Κατίγκως. Ωστόσο, η μητέρα της Μαρίκας η κυρία Αγλαΐα, και η κυρία Κατίγκω, τρέφουν έχθρα μεταξύ τους, και η Ευανθία, μακρινή εξαδέλφη του Στέφανου, τον διεκδικεί επίσης. Ευανθία έλεγαν και την αδελφή του Στέφανου, που, μικρή, αρρώστησε και πέθανε. «Οι δυο Ευανθίες σα σμιγμένες σε μια ανάμνηση θολή και θλιβερή, όπως και ζούσανε στο σπίτι», γράφει κάπου ο Χατζόπουλος, και πράγματι το Φθινόπωρο είναι μια ιστορία ειδώλων κι απόηχων: στιγμών που ήδη ενόσω ξετυλίγονται είναι ανάμνηση κι αντανάκλαση σ’ άλλες στιγμές, πρωτυτερινές και κατοπινές. Ο πατέρας του Στέφανου ο κύριος Γιάγκος, η εξαδέλφη Θεανώ, κάποιοι άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες σαν το νομάρχη ή το λοχαγό, είναι τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας.
Το Φθινόπωρο –οι εικόνες του, οι άνθρωποί του, οι τετριμμένες απλές κουβέντες τους– είναι κλεισμένο όλο στις μετέωρες στιγμές όπου, ανάμεσα στις πράξεις του βίου, η ομορφιά υπάρχει ως κάτι άπιαστο αλλά ιδωμένο με την άκρη του ματιού, τα λόγια κάπου αγγίζουν τη σιωπή, και μια διάχυτη υπαρξιακή αγωνία ποτίζει την ψυχή. Οι πράξεις του Στέφανου, της Μαρίκας, πιο πολύ μοιάζουν με ακινησία. Και οι ίδιοι ποιοι είναι; Τους κοιτούμε στο Φθινόπωρο, όπως αυτοί διαρκώς κοιτούν κάτι –κρυφά ή φανερά ο ένας τον άλλον, ή το βουνό, τη θάλασσα, τα σύννεφα–, μα για τους ίδιους δε γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τίποτε. Είναι, θαρρείς, μια ανάμνηση του εαυτού τους, σχεδόν φαντάσματα σαν τον παππού του Στέφανου, που εμφανίζεται άλαλος σε πόρτες και πίσω από τζάμια, ή σαν την Ευανθία όπως μια νύχτα εμφανίζεται στον Στέφανο· άνθρωποι έξω από τον εαυτό τους –όπως κει που ο Στέφανος πάει στη λέσχη και το νιώθει μόνο όταν μπαίνει μέσα και του νεύει ο κύριος νομάρχης, ή στην εκκλησία όταν νιώθει πως έσκυψε κι αυτός το μέτωπο– και έξω από το χρόνο, που το κύλισμά του στο Φθινόπωρο δεν είναι σαφές. Όπως δεν είναι σαφής ούτε ο χώρος. Οι περιγραφές της φύσης, με τη λεπταίσθητη συγκινητική, σχεδόν σπαραχτική ομορφιά τους, παρ’ όλα αυτά είναι πιο πολύ εσωτερικά τοπία παρά εξωτερικές εικόνες ενός τόπου.
«Ο Στέφανος θυμάται τώρα πως έπειτα ήρθε το φθινόπωρο· ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες. Οι λόφοι άπλωναν βιολέτινοι με τ’ ανθισμένα ρείκια στις πλαγιές, πέρα οι γιαλοί αλλού μενεξεδένιοι αλλού τριανταφυλλοί, οι βράχοι σε σχήματα που άλλαζαν παράξενα κάθε στιγμή κρεμιόνταν σαν ανάεροι στα νερά, οι αμμουδιές χρυσοφεγγίζαν κάτω σαν παρδαλά πανιά απλωμένα στο ακρογιάλι. Ένα φως απαλό και διάφανο, που έμοιαζε σαν να ήταν καθρέφτισμα κατιτίς άυλου, έτρεμε στον αέρα και στη γη.
»Και η Μαρίκα ήταν τόσο ευτυχισμένη να βυθά, να πλέει, να χάνεται σα σε όνειρο μέσα σ’ αυτό…»
Ζωγραφικές περιγραφές με εμμονή στα χρώματα και σ’ ήχους στην παρυφή της σιωπής.
Ζωγραφικές περιγραφές με εμμονή στα χρώματα και σ’ ήχους στην παρυφή της σιωπής: «“Μου αρέσει το φθινόπωρο”, έλεγε κι έδειχνε απάνω το γλαυκό κι έδειχνε γύρω το χρυσό φως και κάτω τις ανεμώνες που έσκαζαν πλήθη πολλά στη γη και πλούμιζαν με τόνους ωχρορόδινους το σκούρο χώμα. Τόνοι νεκροί, κιτρινωποί, χαλκοί γλιστρούσαν εδώ και κει στους πράσινους ακόμα θάμνους και στα κλαδιά, όπου κοκκινίζαν ζωηρά τα κούμαρα.
»Ο Στέφανος και η Μαρίκα χάνονταν στους θόλους, σταματούσαν κι άκουαν τους σπίνους που λαλούσαν το σιγαλό σκοπό τους στα κλαδιά, τους μικρούς σπουργίτες που ψιθύριζαν στα θάμνα, τους μακρινούς, κομμένους ήχους που φτάνουν πάντα αόριστοι και μελαγχολικοί από την ερημιά και γεμίζουν τη σιγή με κάποια ανησυχία».
«Μια στιγμή καθώς κατέβαινα, σταμάτησα, αλλά δε γύρισα· γιατί δεν ήθελα να κοιμηθώ, γιατί δεν έπρεπε να κοιμηθώ, γιατί αν ήτανε να κοιμηθώ – αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ, φοβόμουνα να κοιμηθώ, φοβόμουνα μην κοιμηθώ και δεν ακούσω ξέρεις τι, ναι, Στέφανε, το ξέρεις – –»
Και οι κουβέντες που ανταλλάσσουν οι χαρακτήρες, ας είναι, τόσο συχνά, λόγια μιας πεζής, ως και πληχτικής καθημερινότητας, μέσα σε τούτη την ατμόσφαιρα ηχούν παράδοξες. Όταν λέει στον Στέφανο η κυρία Κατίγκω: «Σούπα με ρύζι θα έχομε το μεσημέρι· μην αργήσεις και χαλάσει», ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται, σάμπως ασήμαντες λέξεις να απόχτησαν ξαφνικά ένα κρυφό νόημα.
Σε όλη τούτη την αίσθηση, του ολότελα ανοίκειου μέσα στο ολωσδιόλου οικείο, συμβάλλει και το λεξιλόγιο του Χατζόπουλου (οι περιφράσεις, για παράδειγμα, όπως «κάμω κίνηση», «μιλάω λόγο», «ρίχνω βλέμμα») κι ο τρόπος που πλάθει τις φράσεις. Κάποιες είναι καμωμένες με τα στοιχειώδη υλικά μιας πρότασης σε αναγνωστάρι του Δημοτικού, συχνά οι κουβέντες που διαμείβονται είναι λειψές αφήνοντας την αίσθηση αποσιώπησης δίχως αποσιωπητικά, και υπάρχουν ρυθμικές επαναλήψεις, όπως κει που η Μαρίκα λέει στον Στέφανο: «Μια στιγμή καθώς κατέβαινα, σταμάτησα, αλλά δε γύρισα· γιατί δεν ήθελα να κοιμηθώ, γιατί δεν έπρεπε να κοιμηθώ, γιατί αν ήτανε να κοιμηθώ – αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ, φοβόμουνα να κοιμηθώ, φοβόμουνα μην κοιμηθώ και δεν ακούσω ξέρεις τι, ναι, Στέφανε, το ξέρεις – –»
Στο μυθιστόρημά του ο Χατζόπουλος παίζει μία υπνωτιστική φθίνουσα νότα σε μία χορδή (με δύο αποχρώσεις: την κόκκινη και την κίτρινη της φθινοπωρινής φύσης), και εντέλει εναπόκειται στον αναγνώστη το να αφεθεί σ’ αυτήν και να την αφήσει να εισδύσει μέσα του, ή να αναζητήσει αλλού κείνες τις απτές πράξεις και σκέψεις που έχουμε συνηθίσει, στις σελίδες των βιβλίων, να συγκεφαλαιώνουν τη ζωή.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Φθινόπωρο
Κωσταντίνος Χατζόπουλος
Πρόλογος-Επιμ. Δημήτρης Πολυχρονάκης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2016
Σελ. 472, τιμή εκδότη €12,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ