Για τη συλλογή διηγημάτων της Δώρας Κασκάλη Το μαύρο κουτί της μνήμης τους (εκδ. Οκτώ).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Μπορεί ο κριτικός λόγος να αποδώσει το συναίσθημα που εκπέμπει η λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας θεωρητικά μοντέλα ή γλωσσικά κάτοπτρα; Συνηθίσαμε να αποδίδουμε την αξία ενός βιβλίου με έλλογες σκέψεις και με λογοκρατούμενους συλλογισμούς, χωρίς να καλλιεργούμε τις δυνατότητες που θα έπρεπε να έχουμε ώστε να εξηγήσουμε τι είναι αυτό που σε ένα μυθιστόρημα ή σε μια συλλογή διηγημάτων κερδίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη (δες τα πειστικά επιχειρήματα της Martha Nussbaum στο Έρωτος γνώση). Κι αυτό συμβαίνει γιατί από τον φόβο μας να μην ξεπέσουμε σε μια μελοδραματική καταγραφή, σε μια συγκινησιακή ταύτιση με τους ήρωες, σε μια εμπειρική συμμετοχή, αλλά και από τη λογοκρατία της εποχής μας, αποφύγαμε την ουσία της λογοτεχνίας που είναι -μεταξύ άλλων- η ψυχική επαφή, η ατμόσφαιρα, το κλίμα, το φορτίο με το οποίο φορτίζει τον αποδέκτη της.
Η ποιητικότητα της γραφής μεταφέρει το βλέμμα από το έξω στο μέσα, από τη δράση στη δραματικότητα, αγγίζει τα πράγματα, τις κινήσεις, τα πρόσωπα και τα ξαναντύνει με το αισθαντικότερο ρούχο τους.
Η Δώρα Κασκάλη το πετυχαίνει αυτό με δύο αλληλοσυνδεόμενους τρόπους. Από τη μία, η ποιητικότητα της γραφής μεταφέρει το βλέμμα από το έξω στο μέσα, από τη δράση στη δραματικότητα, αγγίζει τα πράγματα, τις κινήσεις, τα πρόσωπα και τα ξαναντύνει με το αισθαντικότερο ρούχο τους. Η συγγραφέας αγκαλιάζει τη γλώσσα με ερωτική διάθεση κι έτσι αποδίδει ό,τι ίσως δεν μπορεί να ειπωθεί με μια άλλη τετριμμένη γλώσσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι γλωσσικά αιθεροβάμων, αφού έντεχνα προσκολλά στο κύριο σώμα της αφήγησης νατουραλιστικές περιγραφές, ωμές λέξεις και σαραβαλιασμένα σχήματα, που προσγειώνουν ό,τι φάνηκε να αιωρείται. Οι ιστορίες της δεν στερούνται την αφηγηματικότητά τους, αλλά την ενισχύουν με το κατάλληλο ύφος.
Κι αυτό το ύφος έρχεται να συνοδεύσει –να αναδείξει και να εξηγήσει– τα απωθημένα των γυναικών ή των ανδρών που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα της λογοτέχνιδας. Καθένας από αυτούς κουβαλάνε ένα τεράστιο κενό, μια στέρηση που αφορά κυρίως τον ερωτικό τομέα, κενό το οποίο κρυφοκοιτάζουν να το καλύψουν με λαθραίες κινήσεις και μισοκρυμμένες ματιές (δείτε ενδεικτικά «Το σώμα θυμάται»). Καταλαβαίνουν όμως σχεδόν εξαρχής ότι είναι μάταιο, αφού η ζωή δεν επιτρέπει τις μεγάλες επαναστάσεις και τα ριψοκίνδυνα ταξίδια, κι έτσι μένουν συγκρατημένοι με το χέρι στο χειρόφρενο. Ακόμα κι όποιοι πραγματοποίησαν τα άδηλα όνειρά τους, ανακάλυψαν ότι ο κόσμος δεν τους χωράει, όπως συνέβη με τη γηραιά κυρία που εκούσα άκουσα εξέδωσε τις ιστορίες των τετραδίων της, αλλά μετά έχασε κάθε διάθεση για συγγραφή («Μια κάποια Γαλάτεια»).
Πολλά από τα διηγήματα της πεζογράφου δείχνουν ακριβώς αυτή την αδυναμία ή την υποκρισία του ατόμου να συμφιλιώσει την εσωτερική με την εξωτερική πραγματικότητα. Τα απωθημένα που σκιαγραφούνται είναι το ασύμπτωτο πεδίο ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει, στα μπορώ και στα δεν μπορώ. Κάθε μονόλογος ξεδιπλώνει αυτή την εσωτερική τραγωδία, που διχάζει τους δύο εαυτούς, από τους οποίους ο ένας καταπιέζει τον άλλο κι ο δεύτερος επιχειρεί να πάρει εκδίκηση. Ψυχαναλυτικά έχουμε το Εκείνο που κάνει υπομονή κάτω από την κυριαρχία του κοινωνικού Εγώ, ένα Εκείνο που τελικά δεν αντέχει και ξεσπά ποικιλοτρόπως, καταστροφικά ή αυτοκαταστροφικά, τις περισσότερες φορές μάταια και αναποτελεσματικά.
Άλλη μια συλλογή διηγημάτων που αποδεικνύει ότι οι ελληνικές πένες ξέρουν να χειρίζονται τη μικρή φόρμα. Κι η Δώρα Κασκάλη δείχνει πόσο της ταιριάζει η συμπύκνωση που δεν ζητάει την έκταση, αλλά διατηρεί το συναισθηματικό της φορτίο όσο συμπιέζεται σαν ελατήριο στο μικρό κουτάκι της.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Το μαύρο κουτί της μνήμης τους
Δώρα Κασκάλη
Εκδ. Οκτώ 2015
Σελ. 148, τιμή εκδότη €11,50