
Tου Γ. Ν. Περαντωνάκη
Ο θάνατος ως κείμενο και ως αντικείμενο
Τι σημαίνει «μεταποίηση»; μετά την ποίηση ή μεταφυσική τής γραφής; μετατροπή των υλικών σε λογοτεχνία ή post-poetry σε ένα μεταμοντέρνο ξανακοίταγμα της παράδοσης; μετάβαση σε ένα νέο είδος διηγηματογραφίας που δεν κάνει επαναστάσεις, άλλα επενδύει στην ουσία ή πέρασμα σε μια άλλου είδους ανάγνωση; Όπως και να διαβάσει κανείς τον τίτλο, δώδεκα διηγήματα έρχονται να τον στηρίξουν.
Τα μικρά κείμενα του νεαρού συγγραφέα είναι βαθιά φυτεμένα στην ελληνική παράδοση, η οποία όμως δουλεύεται με νέα χρώματα. Η ατμόσφαιρα φαντάζει μερικές φορές παλαιική, αλλά η ματιά που τη μεταφέρει στον αναγνώστη έρχεται να αιφνιδιάσει, όχι μόνο με την αφηγηματική της ικανότητα αλλά κυρίως με τον τρόπο που αποκωδικοποιεί τα πράγματα και ερμηνεύει τον κόσμο γύρω μας. Τα κείμενα πάλλουν από μια γλώσσα σφριγηλή και καίρια, ο ρυθμός είναι αρκούντως σταθερός χωρίς βιασύνες ή καθυστερήσεις, ο τόνος των διηγημάτων αφήνει ομαλά το σημάδι του στον αναγνώστη.
Αν δει κανείς συνολικά τα έργα του παρόντος τόμου, θα παρατηρήσει πως ο θάνατος, σε διάφορες μορφές, σε διάφορες εκφάνσεις, αλλά και τα αίτια ή οι συνέπειές του διαπερνούν ολόκληρο το βιβλίο. Και πάνω σ’ αυτό το οδυνηρό φαινόμενο διασταυρώνονται πλείστες άλλες πτυχές τής ζωής, από την ανάσταση έως την εκδίκηση κι από τη μοναξιά μέχρι την τιμωρία. Ο θάνατος αφορά πιο πολύ τους ζωντανούς παρά τους νεκρούς, προκαλεί παράλληλους κύκλους που αλλοιώνουν την άλλοτε ήσυχη επιφάνεια, αλλά γρήγορα σβήνουν κι αυτοί. Είτε ως φόνος ή ως αυτοκτονία, ως απώλεια ή ως προϊόν εκδίκησης έρχεται με την παρουσία του να κάνει τους πάντες, τους αναγνώστες δηλαδή αλλά και τους χαρακτήρες, να αναπηδήσουν από την άγρια υφή του και την απρόσμενη διάσταση που προσδίδει στη ζωή, κυρίως όσων έζησαν να σκέφτονται τον νεκρό.
Τα θέματα του διηγηματογράφου, θα μπορούσε κανείς να πει, είναι σκληρά, είναι τανυσμένα στα όρια της αντοχής. Ωστόσο, δεν σοκάρουν με την αφηγηματική τους σκληρότητα, αλλά στρέφονται γύρω από την απηνή πλευρά τής καθημερινότητας και την παρουσιάζουν σαν έκπληξη και σαν οδύνη. Και η μεγαλύτερη ευστοχία αυτής της προσπάθειας είναι ότι αυτή η πλευρά δίνεται με πλάγιες ματιές, με την επιλεκτική πύκνωση που κάνει τα διηγήματα παράξενα ώς κρυπτικά, μερικές φορές δυσερμήνευτα κι άλλοτε απλώς πολυεπίπεδα που δεν αποκαλύπτουν εύκολα τα υπόγεια νοήματά τους. Ενώ φαίνονται μικρές ιστορίες σκοτεινού κλίματος, είναι φιλοσοφικές συνθέσεις, δείγματα υπαρξιακής αγωνίας, στοχαστικές συλλήψεις τής ζωής και της ανθρώπινης μοίρας. Ακόμα περισσότερο αφήνουν την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, όχι του ημιτελούς, αλλά του κειμένου που αφήνει κενές λωρίδες και σκοπίμως ασυμπλήρωτα διαστήματα. Αυτά τα διάκενα, είτε βρίσκονται στη μέση είτε στο τέλος, κάνουν τα διηγήματα ανοικτά έργα (opera aperta, κατά τον Ουμπέρτο Έκο), δομές που επιζητούν την ενεργητική σκέψη τού αναγνώστη.
Ξεχωρίζω το «Γκρίχου», που γεννήθηκε μέσα από τη γόνιμη κοιλιά των δημοτικών τραγουδιών και αναφέρεται στον σακατεμένο πολεμιστή που γυρίζει από τον πόλεμο και ζητά τη βοήθεια του νεκρού αδελφού του, για να αμυνθεί απέναντι στην εκμετάλλευση που υφίσταται λόγω της αναπηρίας του, κι ο αδελφός ανασταίνεται για να τον βοηθήσει. Ανάλογα, το τέταρτο διήγημα με τίτλο «Τίσις» είναι γεμάτο συναισθήματα μέχρι τα όρια της εκδίκησης και ο «Εγκιβωτισμός» δικαιολογεί τον τίτλο του, αφού ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει ότι στα παράξενα κιβώτια που αναλαμβάνει να κουβαλήσει με τη μαούνα του βρίσκονται πτώματα και μάλιστα ένας νεκρός, που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια του, είναι φτυστός ο ίδιος. Αλληγορία; Στην «Καΐνα» ο γιος του Αδάμ προβληματίζεται υπαρξιακά πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση κι ελευθερία και, προκειμένου να πετύχει πραγματικά την απελευθέρωσή του, επιλέγει να σκοτώσει τον αδελφό του Άβελ. Τέλος, στο «.45» ο δολοφόνος παρατηρεί την κηδεία του θύματος και εξιστορεί πώς τον σκότωσε, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα μια αλήθεια που ξαφνιάζει τόσο τον αναγνώστη όσο και τον ίδιο.
Το παιχνίδι τής ζωής και του θανάτου, η εκδίκηση ως τιμή και ως λύτρωση, το θέμα τής ταυτότητας, αφού συχνά το θύμα είναι ο θύτης και το αντίθετο, η διπλή προσωπικότητα, ο θάνατος ως ελευθερία και λοιπά είναι επίκαιρες υπαρξιακές αναζητήσεις, σύμφωνες με το πνεύμα τής εποχής μας, αλλά ταυτόχρονα δουλεμένες με μεράκι και συγγραφική προσοχή τόσο στην οικονομία κάθε διηγήματος όσο και στο κλίμα μέσα στο οποίο ο Δ. Παπαμάρκος εμβαπτίζει τον αναγνώστη. Γι’ αυτό ο συγγραφέας εντάσσεται στην πλούσια χορεία των ελλήνων διηγηματογράφων, που συνεχίζουν την ποιοτική παράδοση του είδους και την εμπλουτίζουν με γόνιμα οργώματα και καλές σπορές.
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης