
Του Μάριου Μιχαηλίδη*
Το θέμα «πώς η ιστορία γίνεται λογοτεχνία» το έχουν θίξει αρκετοί κριτικοί και θεωρητικοί του έντεχνου λόγου. Υπήρξαν, πράγματι, πολλοί συγγραφείς και κοντά σ’ αυτούς εξακολουθούν να προσμετρώνται συνεχώς και άλλοι, που άντλησαν και αντλούν από τα συμβάντα του απώτατου, του απώτερου ή και του πρόσφατου παρελθόντος. Και, αντλώντας, εμπλέκουν στον αφηγημένο μύθο λιγότερο ή περισσότερο ιστορικό υλικό, συχνά τροποποιημένο ή και παραποιημένο, υποκύπτοντας σε εντολές είτε της αγοράς είτε της πολιτικής προπαγάνδας.
Αυτής της κατηγορίας οι συγγραφείς, λοιπόν, ανατρέχουν στη δική τους εθνική δεξαμενή, την ιδιοποιούνται και αναπαράγουν λιγότερα ή περισσότερα ιστορικά ψήγματά της. Μεταξύ όμως των δύο πόλων, του συγγραφέα και του ιστορικού παρελθόντος, συχνά υπάρχουν εθνικές ανομοιογένειες. Λόγου χάρη, δεν είναι λίγοι οι ξένοι συγγραφείς που, κατά καιρούς, άντλησαν από τη μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής αρχαιότητας, την οποία άλλοι σεβάστηκαν, ενώ άλλοι την κακοποίησαν.
Η Κύπρος στη λογοτεχνία
Ασφαλώς, εύλογα προκύπτει το ερώτημα, γιατί αυτή η κάπως εκτενή αναφορά για μυθιστορήματα ιστορικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι γιατί το μυθιστόρημα του Κώστα Μπουλμπασάκου με τον τίτλο ΑΛΗΣΤΟΣ, δηλαδή “αλησμόνητος” και με ένα λιγότερο γριφώδη υπότιτλο “όταν γυρίσεις να χαμογελάς” εγγράφεται, ήδη, στα βιβλία που μου έχουν κάνει πολύ καλή εντύπωση. Ωστόσο, αυτή η θετική αποτίμηση δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι ένας Ελλαδίτης πεζογράφος γράφει ένα βιβλίο, που έχει ως κέντρο την Κύπρο. Άλλωστε, το θέμα «Κύπρος» στη λογοτεχνία και γενικά στις τέχνες, απομακρύνθηκε πολύ από τον επικαιρικό και, επομένως, τον παντοιοτρόπως εκμεταλλεύσιμο χαρακτήρα του. Με άλλα λόγια, το θέμα «Κύπρος» έπαψε να «πουλάει». Αυτό, όχι μόνο στις τέχνες αλλά ακόμη και στην πολιτική, της οποίας είναι γνήσιο πλην όμως εγκαταλειμμένο τέκνο. Ειδικά για τη λογοτεχνία τα πράγματα είναι πιο δυσοίωνα. Αν από κάποια χαραμάδα του χρόνου, μας άκουγε ο ποιητής Κώστας Μόντης απογοητευμένος θα μονολογούσε αλλά και θα μας ενθάρρυνε με τον εμβληματικό πλέον στίχο του: «μένουμε αδικαίωτοι (…) όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά.» Σκέφτομαι, όμως: φτάνει, άραγε, μόνο αυτό;
Η θετική αξιολογική κρίση μου για το έργο «ΑΛΗΣΤΟΣ – όταν θα ξανάρθεις να χαμογελάς», απορρέει από ένα πλήθος επιμέρους στοιχείων μορφής και περιεχομένου. O τίτλος ΑΛΗΣΤΟΣ παραπέμπει στην έννοια του αλησμόνητου και του καταγεγραμμένου στη μνήμη ως συγκλονιστικού βιώματος και εμπειρίας. Αλησμόνητος πόνος, λοιπόν. Ή, καλύτερα, «Μνησιπήμων πόνος» κατά τον Αισχύλο, φράση που την επαναφέρει αιώνες μετά, ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα «Ο Τελευταίος Σταθμός». Ο υπότιτλος «όταν γυρίσεις να χαμογελάς» είναι φράση κειμενική. Την απευθύνει μια μητέρα όταν αποχαιρετά την κόρη της που ξενιτεύεται. Στη φράση αυτή ενυπάρχει η χαρίεσσα ελπίδα του νόστου, κάτι που υπερβαίνει τα όρια της συγκεκριμένης σκηνής, μεταβάλλεται σε εγκαρτέρηση και αποκτά μία καθολική και ευοίωνη προσδοκία.
Πιο ουσιαστικά όμως, η κατάταξη του έργου σε μια υψηλή αξιολογική κλίμακα, συνδέεται με τη συγγραφική επινόηση του Κώστα Μπουλμπασάκου να στήσει ένα ζωντανό σκηνικό μιας ιδιότυπης μυθοπλασίας· να δημιουργήσει γνήσιους χαρακτήρες -μερικούς, μάλιστα, τους αντλεί από ένα γνώριμο σ’ αυτόν περιβάλλον- προπάντων, όμως, να δει την ιστορία ως ζώσα πραγματικότητα. Ο χώρος, ο χρόνος, τα πρόσωπα και η ίδια η ιστορία, συμπλέκονται και υπάρχουν σε μια σχέση αλληλεπίδρασης. Πιο απλά. Η ιστορία στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν είναι ένα διακοσμητικό φόντο, ούτε και υπάρχει ερήμην των προσώπων και της μυθοπλασίας. Αντίθετα, επηρεάζει τους χαρακτήρες και καθορίζει τον παλμό της δράσης τους. Αισθάνομαι ακόμη ότι πολλές από τις επιλογές του συγγραφέα, υπόκεινται στο αναπόφευκτο της προσωπικής «συνομιλίας» του ιδίου με την ιστορία.
Ο χώρος που δεσπόζει στον αφηγημένο μύθο είναι η Πάφος, με το μυθικό και ιστορικό της βάρος. Ο χρόνος των διαδραματιζομένων στο έργο, διαγράφει μια καμπύλη με σημαντικές ορίζουσες:
- Την αγγλική κατοχή της Κύπρου και τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), την ανακήρυξη του κυπριακού κράτους (1960)
- Τα γεγονότα του 1963 και το βομβαρδισμό της περιοχής Κόκκινα, της Πάφου το 1964, που οδήγησαν στη βίαιη μετακίνηση των τουρκοκυπρίων στο βόρειο τμήμα της Κύπρου (γεγονότα, δηλαδή, που αποτέλεσαν τον προπομπό της Τουρκικής εισβολής του 1974)
- Κι ακόμη· τη διάσπαση του εσωτερικού μετώπου και την εμφύλια διαμάχη, που, ευτυχώς, δεν προσέλαβε μαζικό χαρακτήρα
- Κορυφαίο σημείο αυτής της μυθιστορηματικής χρονικογραφίας είναι το πραξικόπημα του Ιουλίου του 1974 και η τουρκική εισβολή.
- Τέλος, η ιστορία την οποία εγκολπώνεται το μυθιστόρημα του Μπουλμπασάκου εκτείνεται και πέραν της τουρκικής εισβολής και φτάνει μέχρι την περίοδο του σχεδίου Ανάν.
Η οικογένεια, οι αλλαγές, η διάλυση
Σε αυτή την καμπύλη του χρόνου, η ιστορία αντανακλάται στους χαρακτήρες και τη ζωή μιας μικρής κοινότητας της Πάφου. Οι χαρακτήρες είναι αρχετυπικοί, στο βαθμό που ο καθένας είναι και φορέας κοινωνικών και εν μέρει ιδεολογικών τάσεων και επιλογών, αντίστοιχων προς εκείνες της τότε ιστορικής πραγματικότητας. Οι μυθοπλαστικές απεικονίσεις, παρ’ ότι διαχέονται σε ένα ευρύ φάσμα της κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας, στην ουσία συμβαίνουν σε δύο συγκεκριμένους χώρους, που συνυφαίνουν τον κύριο σκηνικό καμβά του έργου: το καφενείο και το σπίτι. Ειδικά αυτό, το σπίτι, παρουσιάζει δύο ξεχωριστές εκδοχές, γεγονός που επιτρέπει την αναγωγή του σε σύμβολο. Οι ένοικοι εναλλάσσονται. Πρώτα, είναι το σπίτι της Κουστάντως, ενός κεντρικού χαρακτήρα που ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιδιοτυπία του με ξεχωριστή λογοτεχνική ευελιξία. Πρόκειται για ένα ατίθασο πλάσμα, για μια ανεξάρτητη προσωπικότητα, που, μετά από μια περιπετειώδη ζωή, καταλήγει καλόγρια σε μοναστήρι της Πάφου. Έπειτα, είναι το σπίτι της Δέσποινας και του παπά Δημήτρη. Τα όσα διαδραματίζονται μέσα σ’ αυτό, συνιστούν τον κεντρικό άξονα της μυθοπλασίας. Ιδίως, η οικογένειά τους με τα δεκατρία τόσα παιδιά, λειτουργεί σαν μικρογραφία της κυπριακής κοινωνίας της ευμάρειας αλλά και των πολύ δύσκολων στιγμών της. Από τη μια η αποκτητική μανία και η εμμονή του παπά Δημήτρη διογκώνει αριθμητικά την οικογένειά του. Όμως, αυτή η γενετική ευφορία μοιραία οδήγησε στην αδυναμία διαχείρισης του σωρευμένου ανθρώπινου πλούτου. Οι αντιστοιχίες είναι εύκολα προσλήψιμες. Ακολούθως, η τάση ανεξαρτητοποίησης των νεαρών μελών της οικογένειας, καθώς και η αδυναμία ελέγχου εκ μέρους της κυρίαρχης εξουσιαστικής δύναμης, που φορέας της είναι ο παπά Δημήτρης, καταμαρτυρά ομόλογες αδυναμίες του κράτους και της κοινωνίας. Τέλος, η διάλυση της οικογένειας και η πανσπερμία των μελών της, εκπροσωπεί τη διάσπαση και διάλυση του πιο γόνιμου ιστού της κυπριακής κοινωνίας, της οικογένειας, ενώ, παράλληλα, διαγράφει απευκταίες, για το παρόν και το μέλλον της Κύπρου και του Ελληνισμού, εικόνες. Και αναλογιζόμενος κανείς όλα αυτά, υπό το πρίσμα των σημερινών καταστάσεων που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ήδη επιβαρυμένη κυπριακή κοινωνία, δεν μπορεί να κρύψει τη μελαγχολία του.
Το «έξω» και το «μέσα», λοιπόν, το ιδιωτικό και το κοινωνικό. Το σπίτι, το «μέσα», επιτρέπει τη θέαση της ζωής εκ των ένδον, δηλαδή με ποιο τρόπο σκέφτονται τα άτομα, πώς αντιδρούν, ποια είναι τα σημαίνοντα στοιχεία του προσωπικού τους βίου, ποια τα όνειρά τους και ποιοι οι δαίμονες που τα πολιορκούν, τα κρατούν σε κατάσταση αγωνίας και ενίοτε γεννούν σ’ αυτά παρακρούσεις. Όλα αυτά, φυσικά, σε στενή σχέση, με την εξελισσόμενη ιστορία του τόπου.
Το «έξω», είναι κυρίως ο χώρος του καφενείου, όπου η εξωστρέφεια των χαρακτήρων επιτρέπει στον αναγνώστη να διαπιστώσει ότι το καθένα εκπροσωπεί συγκεκριμένες ψηφίδες, κυρίως πολιτικής και ιδεολογικής τάξεως, κάτι, δηλαδή, σαν απόηχος των ελλαδικών και κυπριακών ιστορικών εξελίξεων που βρίσκονται σε σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Από αυτούς τους χαρακτήρες αναδεικνύονται ο Σαββής και ο Πρωθιερέας. Πρόκειται για ένα δίπολο που εκπροσωπεί τις αντιθετικές ιδεοληψίες της τότε περιρρέουσας και οπωσδήποτε επικίνδυνα ρευστής πολιτικής πραγματικότητας. Ωστόσο, σε καμιά στιγμή ο συγγραφέας δεν αφήνει τους ήρωές του να φτάσουν στα έσχατα όρια της αντιδικίας. Αντίθετα, επιλέγει το δρόμο της συγγραφικής ευθύνης που παιδαγωγεί. Γι’ αυτό και τα πρόσωπά του υπερβαίνουν τα πάθη τους και συμφιλιώνονται μέσα σε ατμόσφαιρα αδελφοσύνης. Κι αυτό σε ισχυρή αντίθεση με την προ της τουρκικής εισβολής αιματηρή πραγματικότητα.
Ας εξετάσουμε, όμως, τι κατορθώνει ο Κώστας Μπουλμπασάκος με τον μικρόκοσμο που δημιουργεί και στον οποίο τοποθετεί τους ήρωές του και ξετυλίγει το νήμα της δράσης τους. Η μέθοδος, όπου από μία ελάσσονα κλίμακα, το φαινομενικά ιδιωτικό μεταβάλλεται σε δείκτη και κανόνα του κοινωνικού, η μέθοδος, δηλαδή, όπου το μέρος ανάγεται σε ένα όλον, είναι γνωστή στη λογοτεχνία και με ορισμένες παραλλάξεις εξακολουθητικώς ευδοκιμεί. Κι αυτό, χωρίς πάντοτε οι συγγραφείς να έχουν τη θεωρητική συγκρότηση που απαιτεί ξεχωριστή μαθητεία. Μιλώ για τους αυθεντικούς λογοτέχνες, που το έργο τους επαληθεύει τον κανόνα ότι η θεωρία έπεται και ότι τους κανόνες τούς επιβάλλουν τα ίδια τα έργα. Δηλαδή, ο Κώστας Μπουλμπασάκος ακολουθεί και εφαρμόζει μια λογοτεχνική μέθοδο της οποίας τη θεωρία ίσως να αγνοεί. Και αυτό, ακριβώς, τον κατατάσσει στους ταλαντούχους δημιουργούς, που υπόσχονται να μας εκπλήσσουν με τα έργα τους. Άλλωστε, αυτοί είναι που διαθέτουν την ικανότητα της διαισθητικής γνώσης και την ειλικρινή διάθεση να σεμνύνονται για το έργο τους, αλλά και να αναγνωρίζουν τυχόν αδυναμίες σε όσα δημιουργικά παράγουν και να τις διορθώνουν.
* Ο Μάριος Μιχαηλίδης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Ο Ανακριτής κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

Κώστας Μπουλμπασάκος
Εκδόσεις Διαπολιτισμός, Πάτρα 2012
Τιμή: € 15,00, σελ. 305