Του Κώστα Αγοραστού
Με οκτώ διηγήματα πυρετώδους γραφής μάς συστήνεται η πρωτοεμφανιζόμενη Ελισάβετ Χρονοπούλου στο βιβλίο της Φοράει κοστούμι (εκδ. Πόλις). Διηγήματα με ενδιαφέρουσα αφηγηματική ματιά, ξεκάθαρους και σαφείς χαρακτήρες και κυρίως με γραφή που αιχμαλωτίζει τον προσεκτικό αναγνώστη.
Στα διηγήματα της συλλογής η Χρονοπούλου επιλέγει, κατά κύριο λόγο, ιστορίες καθημερινές, η οποίες παίρνουν τροπή αναπάντεχη. Ήρωες που δυσκολεύονται να συμβιβαστούν, αρνούνται να ταξινομηθούν επιλέγοντας το δύσβατο μονοπάτι του παρία. Αλήθεια, επιλέγοντας;
Ο ήρωας του ομότιτλου, και ωραιότερου διηγήματος της συλλογής, αμφιβάλλει συνεχώς για την ορθότητα των επιλογών του. Για την ειλικρίνεια των προθέσεων της αγαπημένης του αλλά και για την ειλικρίνεια των δικών του προθέσεων. Σκηνοθετεί τον έρωτα αξιώνοντας να βρει την αλήθεια. Ο χαρακτήρας είναι δοσμένος με εντυπωσιακό τρόπο, με γραφή ασθμαίνουσα και με προτάσεις ελλειπτικές, οι οποίες προσπαθούν να αποτυπώσουν τις διαδρομές της σκέψης του ήρωα.
Αυτό που ξεχωρίζει σε όλα τα διηγήματα, όπως και στο ομότιτλο, είναι η δομή τους. Ο τρόπος, δηλαδή, που επιλέγει η συγγραφέας να μας αφηγηθεί την κάθε ιστορία. Όλα αυτά που μας αποκαλύπτει σταδιακά και κυρίως όλα αυτά που μας αποκρύπτει. Ένα παιχνίδι με τα στοιχεία, τις πληροφορίες, το χρόνο και τον τόπο. Τα φλας μπακ «σβήνουν» υποδειγματικά στο αφηγηματικό παρόν και η ιστορία συνεχίζεται μέχρι εκεί που πρέπει κάθε φορά.
Στο πρώτο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Θα πάω» παρακολουθούμε τους δισταγμούς ενός παροπλισμένου ηθοποιού, τον οποίο παροτρύνει ο σύντροφός του να πάει και να ζητήσει δουλειά από τον, πετυχημένο πλέον, συμφοιτητή του στη δραματική σχολή. Στο επόμενο, «Μπουτίκ δώρων», όταν η ηρωίδα διακρίνει τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται ο μεγαλόσωμος νεαρός που εισβάλλει στη μπουτίκ είναι πλέον αργά.
Επόμενο διήγημα με τίτλο «Τι να σου πει κι η θάλασσα». Πρωτοπρόσωπη αφήγηση και εδώ με τον ήρωα να αμφιταλαντεύεται αν θα καταγγείλει τον πατέρα του, ο οποίος κατηγορείται για το βιασμό μιας τουρίστριας ή αν θα κάνει ό,τι θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος («δεν ήταν άλλος, αυτός ήτανε»). Στο «Μοτόρι» και την «Αμαλία» τα θέματα με τους μετανάστες και τον Εμφύλιο, αντίστοιχα, έχουν αποτελέσει είναι η αλήθεια αντικείμενο πάρα πολλών διηγημάτων. Ενδιαφέρουσα η προσέγγιση της Χρονοπούλου με τον «αδικημένο» Μαρτίν και τη «βλαμμένη» Αμαλία, δεν παύουν όμως να αποτελούν τα πιο αδύναμα διηγήματα της συλλογής. «Το χειρόγραφο» που χάνεται σε έναν κάδο σκουπιδιών συμπυκνώνει τα όνειρα και τις χαμένες προοπτικές δυο έφηβων φίλων. Οι δύο φίλες αναμετρώνται με τα πρότυπα, τις επιλογές ζωής, τις νησίδες παιδικότητας και τα παραμύθια. Η έκβαση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Στο τελευταίο διήγημα «Σήμερα πέθανες», το πιο εξομολογητικό και συγχρόνως το πιο κρυπτικό, το πιο «κλειστό», παρακολουθούμε τις μύχιες σκέψεις του ήρωα, τη στιγμή που μαθαίνει ότι ο μέντοράς του, ένας ζωγράφος, φίλος της οικογένειας, τον οποίο αγάπησε πολύ και με τον οποίο συνδέθηκε στενά στα εφηβικά του χρόνια, μόλις πέθανε. Συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν λεκτικά (σε ποιον άραγε;), παρά μόνο να μπούνε σε μια κόλλα χαρτί. Μοναξιά κρυμμένη για χρόνια αλλά και ένας ανομολόγητος προσωπικός θρίαμβος.
Η Χρονοπούλου μπορεί για χρόνια να έκανε σινεμά, η βάση της όμως ήταν η λογοτεχνία. Και αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό από τα διηγήματα αυτού του τόμου. Η πεζογραφική της «φωνή» δεν μετέρχεται εύκολων εντυπωσιασμών αλλά προβάλλει ισχυρή και κατασταλαγμένη. Έτοιμη να αναμετρηθεί με λέξεις, εικόνες και αισθήματα.
Ελισάβετ Χρονοπούλου
Πόλις 2013
Σελ. 111