
Για το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου «Ξεχασμένες λέξεις» (εκδ. Μεταίχμιο). Φωτ. Νίκος Κοκκαλιάς.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Ο Αλέξης Πανσέληνος θέτει το μυθιστόρημά του Ξεχασμένες λέξεις σε ένα συμβατικό (ρεαλιστικό) πλαίσιο, μέσα στο οποίο κινεί τους χαρακτήρες και τη δράση: Έλληνες, Γερμανοί και Εβραίοι διασταυρώνονται στο αφηγηματικό παρόν του 2014, αλλά και παλιά στα χρόνια του Ολοκαυτώματος.
Πιο συγκεκριμένα, ο Νάσος Λύρας είναι Έλληνας μετανάστης, που από τη δεκαετία του ’60 έχει καταφύγει στη Γερμανία και τώρα, συνταξιούχος πια, θυμάται τις (μικρές) περιπέτειές του με τη χούντα και τους αριστερούς γονείς του σε σχέση με τον ναζί πατέρα της ερωμένης του, Ζίγκι. Κι ενώ βρισκόμαστε στην κρίσιμη δεκαετία του 2010, αυτός ζει «πιο Γερμανός από τους εργατικούς και αλαζόνες Γερμανούς», που κατακρίνουν τους θεωρούμενους τεμπέληδες Έλληνες, ενώ η ελληνική οικονομική κρίση σοβεί και η κυβέρνηση της Αριστεράς έρχεται στα πράγματα. Συνεπώς, το ανά χείρας μυθιστόρημα φαντάζει μια σκακιέρα μανιχαϊστικών αντιθέσεων και ετοιμοπαράδοτων συμπερασμάτων. Ή μήπως όχι;
Οι καινοτομίες που κάνει ο μυθιστοριογράφος είναι σταδιακές και στην αρχή ανεπαίσθητες.
Πριν απαντήσω, ας δούμε τον πίνακα που φιλοτεχνεί ο Αλ. Πανσέληνος μέσα στην ευρύτερη πινακοθήκη της σχέσης της Ελλάδας με την Ευρώπη. Ανήκουμε σ’ αυτήν και πόσο; Η Γερμανία, ως ο βάρβαρος εχθρός στην Κατοχή, πόσο σφυρηλάτησε ες αεί την άκρως κακή εικόνα της στα μάτια των Ελλήνων; Κι η μετανάστευση των μεταπολεμικών δεκαετιών ενέτεινε ή άμβλυνε τη στερεοτυπική αντίθεση; Η κρίση του 2009, με τους δυσβάστακτους όρους του ΔΝΤ αλλά και τη σκληρή γερμανική γραμμή (ελέω Μέρκελ και Σόιμπλε), ανέδειξε για άλλη μια φορά το δίπολο πλούσιος-οργανωμένος Βορράς και φτωχός-υπανάπτυκτος Νότος ή το υπονόμευσε; Εντέλει, βαθιά μέσα στον πυρήνα της μυθιστορηματικής ιστορίας, εγείρεται το κρίσιμο ερώτημα: ποιος βοήθησε τους Εβραίους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ποιος επωφελήθηκε από την εξόντωσή τους;
Οι καινοτομίες που κάνει ο μυθιστοριογράφος είναι σταδιακές και στην αρχή ανεπαίσθητες. Ο ήρωάς του Νάσος Λύρας δεν είναι ο εξαθλιωμένος Gastarbeiter, που υποτάσσεται στη γερμανική μηχανή, αλλά ο μορφωμένος ξενοδοχειακός υπάλληλος, ο οποίος σπουδάζει και αναρριχάται στην ανώτερη βαθμίδα της διοίκησης του Κεμπίνσκι, αποκτώντας έτσι χρήμα και κύρος. Ο Έλληνας ανταγωνίζεται στα ίσα τους Γερμανούς και σπάει το στερεότυπο του φτωχού συγγενή.
Ο Νάσος και η Ζίγκι
Από την άλλη, στα εξήντα πέντε του συνάπτει δεσμό με την είκοσι δύο χρόνια μικρότερη Ζίγκι, η οποία αποτελεί υψηλό τραπεζικό στέλεχος, δείχνοντας ότι οι μελαμψοί Νότιοι είναι οι ζηλευτοί εραστές που οι Βόρειοι θα ήθελαν να έχουν, όσο κι αν η ερωμένη του πιστεύει στις ελεύθερες σχέσεις. Κι αυτό το τελευταίο είναι το κομβικό σημείο της σύγκρουσής τους, η οποία ναι μεν εκδηλώνεται με ήπιους τόνους αλλά προκαλεί ένα σημαντικό ρήγμα στη σχέση τους. Όλο το μυθιστόρημα είναι ποτισμένο -πέρα από την ιστορική του αντιδικία- με το ζήτημα της ερωτικής απόλαυσης, είτε τη μακρινή περίοδο της σεξουαλικής αφύπνισης του Νάσου, όταν ήταν ακόμα νέος στην Ελλάδα, όσο και μετά, όταν νοσταλγούσε τη νιότη και τη χαμένη του πρώτη σχέση, για την οποία εσχάτως έμαθε ότι αυτοκτόνησε.
Μέσα σε αυτό το προσωπικό και δι-εθνικό φόντο, η πατρίδα χτυπά συχνά το τζάμι της ιστορίας. Ενώ πλέον ο Nassos Lyras είναι Γερμανός πολίτης, μια έκθεση με βυζαντινές εικόνες ή τα νέα από τη χρεοκοπημένη Ελλάδα, οι αναμνήσεις από το παρελθόν και οι ξεχασμένες λέξεις που αναδύονται ξαφνικά υπενθυμίζουν ότι κάτω από το γερμανικό παγόβουνο υπάρχει ένα βαθύ ελληνικό ρίζωμα.
Η Ιστορία φέρνει εκπλήξεις, με αποτέλεσμα το παρελθόν να μην είναι μια σίγουρη πραγματικότητα και το παρόν να μην μπορεί να ψέγει άκριτα τον φερόμενο ως υπαίτιο.
Όλα αυτά, που κινούνται νωχελικά στο δίπολο Έλληνες-Γερμανοί ή Αριστεροί-Ναζί, συγκλίνουν σε μια συνταρακτική ανατροπή. Ο πατέρας της Ζίγκι, ο οποίος επί Χίτλερ διεύθυνε κοντσέρτα για τους ναζιστές αξιωματούχους, τώρα που πεθαίνει αποκαλύπτεται ότι δεν ήταν και τόσο αντισημίτης, όσο νομιζόταν, αλλά είχε βοηθήσει Εβραίους, σε αντίθεση με μια Αριστερή οικογένεια στην Ελλάδα, που καρπώθηκε εβραϊκά ασημικά προς ίδιον όφελος.
Η ρεαλιστική αφήγηση, το σταθερό πεδίο στο οποίο κινείται ο συγγραφέας, οι πολύπλευροι χαρακτήρες θα έφταναν πειστικότερα, με κορύφωση, στο τελικό αποτέλεσμα, αν υπήρχαν περισσότερα σκαλιά, που να προοικονομούν -χωρίς να προδίδουν- την τελική αποκάλυψη. Ωστόσο, κι έτσι ο Αλ. Πανσέληνος ναρκοθετεί τις μανιχαϊστικές βεβαιότητες και τις εύκολες απαντήσεις από τους Γερμανούς, αλλά κι από τους Έλληνες. Η Ιστορία φέρνει εκπλήξεις, με αποτέλεσμα το παρελθόν να μην είναι μια σίγουρη πραγματικότητα και το παρόν να μην μπορεί να ψέγει άκριτα τον φερόμενο ως υπαίτιο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε –σε δική του επιμέλεια– ο πρώτος τόμος της σειράς «Ιστορίες του 21ου αιώνα», μια συλλογή 12 διηγημάτων με τίτλο «Από το τοπικό στο παγκόσμιο» (εκδ. Διόπτρα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ακόμα και ο δεσμός μας με τη Ζίγκι σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην κόντρα της με την αστική κοινωνία από την οποία προέρχεται, σύμφωνα με τις αρχές της οποίας ένα κορίτσι δικό τους παντρεύεται κάποιον της τάξης της. Για αυτούς, εγώ είμαι Έλληνας, Νότιος, παιδί κομμουνιστών, Ορθόδοξος, κάποιος που η μητρική του γλώσσα είναι άλλη και οι αναμνήσεις του επιστρέφουν σε έναν τόπο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στα σύνορα της Ανατολής. Ακόμα και ως διευθυντής του Κεμπίνσκι δεν θα γινόμουν δεκτός στο περιβάλλον τους».
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και δικηγόρησε ως το 1997. Πρώτο του βιβλίο, το 1982, η συλλογή Ιστορίες με σκύλους. Ακολούθησαν η βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Μεγάλη Πομπή (1985, επανέκδοση από το Μεταίχμιο 2013), τα μυθιστορήματα Βραδιές μπαλέτου (1991, επανέκδοση από το Μεταίχμιο 2016), Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια (1996, επανέκδοση από το Μεταίχμιο 2010), Ο κουτσός Άγγελος (2002), Σκοτεινές επιγραφές (2011), που τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω 2012, Η κρυφή πόρτα (2016) και Ελαφρά ελληνικά τραγούδια (2018), για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει επίσης δημοσιεύσει έναν τόμο με δοκίμια (Δοκιμαστικές πτήσεις) το 1993, τη συλλογή διηγημάτων Τέσσερις ελληνικοί φόνοι (2004), μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας, όπως Ο Βλακοχορτοφάγος του John Barth (1999), και το αυτοβιογραφικό Μια λέξη χίλιες εικόνες (2004).
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς των τελευταίων ετών, έχει τιμηθεί με το Μεγάλο Τιμητικό Βραβείο του Αναγνώστη (2020) για το σύνολο του έργου του. Το 2021 αναγορεύτηκε Επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστήμιου. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και πολωνικά.























