
Για το μυθιστόρημα της Εύας Μαθιουδάκη και του Κωστή Σχιζάκη «Ο φταίχτης» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Την Εύα Μαθιουδάκη τη γνωρίσαμε το 2014 με τη νουβέλα Αυτός ο ένας, ο Αρίστος (εκδ. Γαβριηλίδης) και το 2017 με την εξαιρετική συλλογή μικροδιηγημάτων Τα μικρά πείσματα από τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Φέτος επανήλθε με το πρώτο της μυθιστόρημα, που έγραψε από κοινού με τον αρχιτέκτονα Κωστή Σχιζάκη, ιδρυτή του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου.
Ο φταίχτης (εκδ. Καστανιώτη), ένα φιλόδοξο συλλογικό εγχείρημα με αφηγηματικό νεύρο, όπου δύο γραφές συναντιούνται για να κατασκευάσουν μια πολυπρόσωπη ιστορία με θίασο ένα πολύχρωμο ανθρωπομάνι στον καμβά της Ελλάδας του ’70. Μια ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας όπως αυτή αναδύεται στα χρόνια της Δικτατορίας για να φθάσει μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου (1982).
Υπάρχουν βιβλία που κολακεύουν τον αναγνώστη, καθώς επιβεβαιώνουν τις παγιωμένες αντιλήψεις του. Και βιβλία που ανατρέπουν πρότυπα και μύθους φωλιασμένους στο συλλογικό ασυνείδητο. Ο φταίχτης ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δεν κολακεύει, δεν αναπαράγει στερεότυπα. Ένα κάτοπτρο στο οποίο ο επαρκής αναγνώστης μπορεί να δει –σε μικροκλίμακα βέβαια– αυτό που ως νεοελληνικό μόρφωμα μπορούσαμε να γίνουμε αλλά δεν γίναμε. Μια τοιχογραφία τής πρόσφατης ιστορίας μας με εξατομικευμένες όψεις του κοινωνικού ιστού, που συμβάλλει στην κατασκευή της ατομικής και συλλογικής μας ταυτότητας, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ένα επιστημονικό εγχειρίδιο Κοινωνιολογίας ή Ιστορίας. Άλλωστε, όπως λέει και η Τζίνα Πολίτη στην πρόσφατη μελέτη της «η αφήγηση πάντοτε προϋποθέτει τη δομή ενός κόσμου, τη δομή του φυσικού κόσμου και του νου που αλληλεπιδρά με αυτόν».
Μια νεορεαλιστικού τύπου τραγωδία αρχίζει να ξεδιπλώνεται από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία όπου επέρχεται η λύσις του δράματος και η κάθαρσις με τον πιο τραγικό τρόπο, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις τραγωδίες, αρχαίες και σύγχρονες.
Η ιστορία, από τον τίτλο κιόλας, λειτουργεί ερεθιστικά ως αίνιγμα για το τι να προσημαίνει η ονοματική διατύπωση στην οποία συμπυκνώνεται ο μύθος. Μια νεορεαλιστικού τύπου τραγωδία αρχίζει να ξεδιπλώνεται από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία όπου επέρχεται η λύσις του δράματος και η κάθαρσις με τον πιο τραγικό τρόπο, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις τραγωδίες, αρχαίες και σύγχρονες.
Μια μονογονεϊκή οικογένεια –η Ελένη Σπανού με τα τέσσερα παιδιά της– εγκαταλείπει την ελληνική επαρχία, την Καστανίτσα Ευρυτανίας, και το 1969 έρχεται στην Αθήνα της αντιπαροχής και των πολλών ευκαιριών γρήγορης επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης που το όλο κλίμα επιτρέπει, αρκεί να μην ενοχλείς το καθεστώς. Η μάνα από αγρότισσα γίνεται θυρωρός, για να υπηρετεί όχι μόνο τα παιδιά της αλλά και τους ενοίκους της νεόδμητης πολυκατοικίας στο Παγκράτι. Ο μεγάλος γιος, ο Παναγιώτης, ο απροσάρμοστος γιος, μεγαλωμένος χωρίς αντρικό πρότυπο, χωρίς μητρικό χάδι, μοιραία καθίσταται έρμαιο του οιδιπόδειου συμπλέγματος που τον κατατρύχει σε όλη τη ζωή του, για να απαλλαγεί στο τέλος οριστικά από αυτό με ακραίο τρόπο. «Ούτε ένα χάδι δεν σηκώθηκε να του δώσει (η μάνα του) για την αδικία ούτε μια αγκαλιά, ένα φιλί, για την παρηγοριά. Κι ας γύρευε ένα χέρι να τον σκεπάσει με την κουβέρτα να πάψει να κρυώνει πια στο σώμα και στην καρδιά». Μάλιστα, από την αρχή της ιστορίας ο τριτοπρόσωπος αφηγητής προοικονομεί τη συμπεριφορά του: «Το ’χε βάλει σκοπό να την ξεκάνει» (τη μάνα του). Ο δευτερότοκος γιος, ο Σωτήρης –«ίδια σκοτεινιά, ίδια αντάρα»–, εμφανισιακά και ψυχολογικά, αταίριαστος, ιδιόρρυθμος, μισάνθρωπος, και ανέραστος βρίσκει καταφύγιο στους υπολογισμούς, στο χρήμα και στην επιχείρηση που στήνει με τον αδερφό του. Το Μαριώ, νόθο παιδί, τέκνο μιας αιμομικτικής σχέσης, αποτελεί το στολίδι της οικογένειας μέσα στην ασχήμια που την περιβάλλει. Και ο βενιαμίν ο Κώστας (τυπικά και αδρά φιλοτεχνημένος), ο αριστούχος μαθητής της Βαρβακείου, που θέλει να σπουδάσει για να ξεφύγει από τη μιζέρια. Η οικογένεια που στην αρχή φιλοξενείται στο σπίτι του Ηλία, πρωτοξάδερφου της Ελένης και πατέρα της Μαριώς, στη συνέχεια μετακομίζει στο ημιυπόγειο δυάρι του Παγκρατίου, εκεί όπου θα εκτυλιχθεί το τελικό δράμα.
Η επιλογή του χώρου δεν είναι τυχαία. Ο πάνω και ο κάτω κόσμος. Οι ζωντανοί που περισσότερο με πεθαμένους μοιάζουν. Ούτε γνώση ούτε άγνοια. Ούτε φως ούτε σκοτάδι. Μισοσκόταδο που προκαλεί φόβο και απώθηση. Σκιές που τριγυρνούν σαν εκτοπλάσματα διεκδικώντας έναν ελάχιστο ζωτικό χώρο για τον εαυτό τους. Και παντού η σκιά του Χρίστου, του απόντος για χρόνια πατέρα, που κάποια στιγμή εμφανίζεται σαν φάντασμα από το πουθενά για να εξαφανιστεί αμέσως μετά και να πεθάνει λησμονημένος απ’ όλους στο Άσυλο Ανιάτων. Η σύναξη όλης της οικογένειας την ημέρα της ονομαστικής γιορτής της Ελένης συνιστά και την κορύφωση του δράματος, σκηνή που οι συγγραφείς στήνουν με μεγάλη δεξιοτεχνία.
Η επιλογή του χώρου δεν είναι τυχαία. Ο πάνω και ο κάτω κόσμος. Οι ζωντανοί που περισσότερο με πεθαμένους μοιάζουν. Ούτε γνώση ούτε άγνοια. Ούτε φως ούτε σκοτάδι.
Μια οικογένεια που μπορεί να είναι οποιαδήποτε ελληνική οικογένεια με τις παθογένειές της που τελικά είναι και παθογένειες όλης της ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε, όπως υπόγεια και πετυχημένα υποδεικνύει το βιβλίο, εκεί, στις σκοτεινές κάμαρες των μικροαστικών σπιτιών και στα οικογενειακά τραπέζια της πλαστ(ικ)ής ευωχίας κυοφορήθηκε όλα αυτά τα χρόνια η νοσηρότητα που μας οδήγησε στην πολλαπλή κρίση των τελευταίων ετών. Οικογένειες που φτιάχτηκαν δίχως αγάπη, αλληλεγγύη και ουσιαστικούς δεσμούς, εκτεθειμένες στις καταναλωτικές προκλήσεις, τις οποίες όπως αποδείχτηκε ήταν ανίκανες να διαχειριστούν. Οικογένειες που γέννησαν τυχοδιώκτες, τυχάρπαστους «αεριτζήδες», φιλοτομαριστές, φονιάδες με «αγγελικά» πρόσωπα, βιαστές της διπλανής πόρτας, ευνουχισμένους άντρες και ανικανοποίητες Μήδειες, που κυνηγούν την επιτυχία και την εξουσία με κάθε τρόπο, ανήμποροι/ες ωστόσο να συμφιλιωθούν με κάθε κόστος. Και μετά η σιωπή. Το κουκούλωμα. Κανείς να μην μάθει το παραμικρό. Και κανείς να μη μιλήσει. Ποια στόματα ν’ ανοίξουν;
Πρόσωπα που κουβαλούν μαζί τους όλα τα μεταπολεμικά σύνδρομα της ελληνικής υπαίθρου, μικρά και μεγάλα μυστικά από τα οποία είναι δύσκολο να απαλλαγούν, γιατί δεν μπορούν ή γιατί δεν θέλουν. Οι χαρακτήρες –ανδρικοί και γυναικείοι– συγκρούονται με το περιβάλλον, με τον εαυτό τους, με τους άλλους. Βάζουν στόχους, συναντούν εμπόδια, επινοούν μέσα, έντιμα και ανέντιμα, για να τα υπερβούν. Αντι-ήρωες με την κυριολεκτική σημασία του όρου, που πέφτουν θύματα της απληστίας, της τυφλότητας και της κουφότητάς τους. Οι στενόχωρες ζωές τους ίσως να είναι το προϊόν ενός πεπρωμένου που δεν μπορούν να ελέγξουν. Κι όμως οι συγγραφείς όλους αυτούς τους τύπους τους αντιμετωπίζουν με επιείκεια και αγάπη. Δεν τους δείχνουν με το δάχτυλο ούτε τους καταδικάζουν. Άλλωστε, ο ρόλος της λογοτεχνίας που ξέρει να παίζει τον κοινωνικό της ρόλο είναι να μας βοηθά κάθε φορά να ξανασκεφτούμε όσα θεωρούμε δεδομένα και αυτονόητα. Και μάλιστα όταν πρόκειται για τους πολλαπλά ηττημένους της ζωής, που ενίοτε ηττώνται δίχως καν να έχουν δώσει μια μάχη της προκοπής.
![]() |
Εύα Μαθιουδάκη, Κωστής Σχιζάκης |
Οι χαρακτήρες –ανδρικοί και γυναικείοι– συγκρούονται με το περιβάλλον, με τον εαυτό τους, με τους άλλους. Βάζουν στόχους, συναντούν εμπόδια, επινοούν μέσα, έντιμα και ανέντιμα, για να τα υπερβούν. Αντι-ήρωες με την κυριολεκτική σημασία του όρου, που πέφτουν θύματα της απληστίας, της τυφλότητας και της κουφότητάς τους.
Η Ελένη που διεκδικεί την αγάπη των αντρών: του Κώστα, του Μενέλαου, του Ηλία – πλην του άντρα της του Χρίστου. Ο Παναγιώτης που δεν τον χωρούν τα ρούχα του και σκούζει σαν αγρίμι πρώτα στο Αναμορφωτήριο και μετά στο Δρομοκαΐτειο. Ο Ηλίας και ο Μάκης που καταπιέζουν τον κρυφό ερωτισμό τους. Η Χριστίνα που πέφτει θύμα της βιαιότητας του Παναγιώτη και μένει καθηλωμένη σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Ένας ολόκληρος θίασος προσώπων που μπαινοβγαίνει στην σκηνή, παίζει τον ρόλο του, αποσύρεται, για να εμφανιστεί και πάλι σε λίγο. Άνθρωποι μετέωροι, που ζουν, θα έλεγε κανείς, πίσω από ένα αδιαφανές πέπλο που τους εμποδίζει να δουν κατάματα την πραγματικότητα. Θέλουν αλλά αδυνατούν να υπερβούν το ασφυκτικό πλαίσιο των κανονιστικών προτύπων που επιβάλλει ο κοινωνικός τους ρόλος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γυναίκες, η Ελένη, η Έφη, η Χριστίνα, η Ξένη, η Αναστασία, η Μαρίνα, η Θοδώρα – διαφορετικές μεν μεταξύ τους αλλά ουσιαστικά ανίκανες να αυτοπροσδιοριστούν δίχως την παρουσία ενός άντρα που θα είναι το σημείο αναφοράς τους. Και γι’ αυτό ποτέ δεν βρίσκουν την ευτυχία που αναζητούν, βυθισμένες κι αυτές στον πάτο μιας ανάπηρης και οργανικά απισχνασμένης κοινωνίας. Ενός αρσενικού κόσμου. Η ιστορία δείχνει ότι η θέση της γυναίκας θα αλλάξει ουσιαστικά όταν ο καθένας και η καθεμία από εμάς φθάσει στο σημείο να αποκτήσει προσωπική ταυτότητα, κατόπιν κατανοήσει τον κόσμο γύρω του/της και, τέλος, συναισθανθεί τον/την δικό/ή του ρόλο στον κόσμο αυτό.
Η πολυκεντρική και πολυπρισματική αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη. Συναντάμε συνεχείς αναδρομές, αναγκαίες για να συμπληρώσουν κενά, να ερμηνεύσουν συμπεριφορές και να βοηθήσουν τον αναγνώστη στην εξιχνίαση του «φταίχτη». Η εξαιρετική πλοκή –θυμίζει συχνά αστυνομική ιστορία που σε κρατά σε αναγνωστική εγρήγορση– δουλεμένη με βάση τους κανόνες της μυθοπλασίας, και οι εξατομικευμένοι χαρακτήρες (κύριοι και δευτερεύοντες), σύνθετοι και πολυεπίπεδοι, πιστώνονται στις αρετές του βιβλίου. Γενικότερα, ενώ το θέμα είναι «στενόχωρο», το βιβλίο διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον λόγω των παράλληλων ιστοριών.
Η ιστορία δείχνει ότι η θέση της γυναίκας θα αλλάξει ουσιαστικά όταν ο καθένας και η καθεμία από εμάς φθάσει στο σημείο να αποκτήσει προσωπική ταυτότητα
Η έλλειψη διαταραγμένης ροής του εσωτερικού αφηγηματικού χρόνου, οι έκκεντρες αφηγήσεις που επιβραδύνουν χωρίς ιδιαίτερο λόγο τον ρυθμό και οι παρεκβάσεις εκεί όπου απαιτείται διαφορετικός γλωσσικός χειρισμός και περαιτέρω πύκνωση και οικονομία του λόγου χρεώνονται στις αδυναμίες -δικαιολογούνται έως ένα βαθμό λόγω της διττής συγγραφικής επεξεργασίας που δεν επιτρέπει την επιθυμητή ώσμωση και οργανική ενοποίηση των γραφών.
Ανακεφαλαιωτικά: ο Σχιζάκης, τον οποίο δεν γνωρίζουμε από άλλα έργα του και από όσο είναι σε θέση να καταγράψει ένας προσεκτικός παρατηρητής, εμφύσησε πιθανότατα με τη γραφή του στο βιβλίο την απαιτούμενη φυσικότητα στις εικόνες, δένοντας αρμονικά με τον λυρισμό της συγγραφέως. Η Μαθιουδάκη, προικισμένη με αναμφισβήτητες αφηγηματικές αρετές, είναι σε θέση να μας εκπλήσσει ευχάριστα με τις ιστορίες που κάθε φορά επινοεί. Το μεγάλο της προσόν, η κατασκευή των προτάσεων που θυμίζει τον επιδέξιο τρόπο πλεξίματος με τις βελόνες. Η τόλμη της να συν-γράψει ένα μυθιστόρημα την εξυψώνει στα μάτια μας. Περιμένουμε, λοιπόν, να μας δώσει στο μέλλον ακόμα πιο πρωτοποριακές και ολοκληρωμένες συγγραφικές δημιουργίες.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο» (εκδ. Το Ροδακιό).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία του © Κωνσταντίνου Πίττα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πατέρα δεν είχε. Τις λίγες μέρες που έμενε μαζί τους, καθόταν με το κεφάλι κάτω μπροστά στο τζάκι και κάπνιζε. Κάπνιζε κάτι βαριά σέρτικα. Λεπτός, χλομός, κλειστός, όλο γωνίες, μ’ ένα μάτι που, κάποιες φορές, άστραφτε από την αναλαμπή της φλόγας, αλλά που τις περισσότερες φορές παρέμενε μαύρο και σκοτεινό σαν την κάπνα της καπνοδόχου. Κάπνα, μέχρι να γίνει κι αυτός καπνός και να φύγει όπως ήρθε. Ούτε αγκαλιές ούτε αποχαιρετισμοί ούτε φιλιά. Όχι, πατέρα δεν είχε» (σ. 10).
Ο φταίχτης
Εύα Μαθιουδάκη, Κωστής Σχιζάκης
Καστανιώτης 2019
Σελ. 272, τιμή εκδότη €15,00