Η θέση του Τσιαμπούση στα νεοελληνικά γράμματα προσδιορίζεται ως εκείνη του συνεχιστή μιας πλειάδας πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που εισήγαγαν στους χαρακτήρες τους και στη θεματολογία τους την παράμετρο του ατομικού και της καθημερινότητας.
Του Παναγιώτη Γούτα
Με εξαίρεση το μυθιστόρημά του Εκτός έδρας (Κέδρος, 1993), τα υπόλοιπα βιβλία του είναι συλλογές διηγημάτων (πέντε τον αριθμό), αρχής γενομένης από τη συλλογή Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (η πρώτη έκδοση ήταν ιδιωτική το 1988, σε επανέκδοση το 1990 από τη Νεφέλη). Αυτό σημαίνει πως μιλάμε για έναν καθαρόαιμο διηγηματογράφο. Στο έργο του, τον απασχολεί τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό στοιχείο, ενώ οι ήρωές του, μέλη ενός αόρατου θιάσου που με τα κομμάτια τους συναρμολογούν την ιστορία της καθημερινότητας, απέχουν εκκωφαντικά από την άλλη Ιστορία, εκείνη των σχολικών εγχειριδίων, που την γράφουν πάντα οι δυνατοί και οι νικητές του πλανήτη.
Στο καινούριο βιβλίο του δραμινού πεζογράφου υπάρχει μια μετατόπιση στη γραφή του από το εσωστρεφές, βιωματικό διήγημα στο ουδέτερο, αποστασιοποιημένο, σκηνοθετημένο κείμενο – ιδανικό για τηλεταινίες μικρού μήκους. Η συγγραφική του αυτή μετατόπιση, που αφορά μερικά μόνο διηγήματά του, δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική ούτε μειώνει το ταλέντο ή αλλοιώνει την ποιότητα της γραφής του. Απλώς στερεί το βιβλίο από ομοιογενές ύφος, διαρρηγνύει τον αφηγηματικό ιστό που πάει να δημιουργηθεί τουλάχιστον στις μισές σελίδες του, ενώ οι κάπως αδύνατες ιστορίες του (τα τέσσερα-πέντε κείμενα που στερούνται πνοής, νεύρου και σπιρτάδας, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Τσιαμπούση στις πολλές και καλές στιγμές του) το καθιστούν μια άνιση, ωστόσο ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων.
Τα διηγήματα που, κατά τη γνώμη μου πάντα, ξεχωρίζουν, είναι τα παρακάτω:
Το «Σάλτο μορτάλε», που έδωσε και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή. Εδώ μια αγγλίδα τουρίστρια, επηρεασμένη από την επίσκεψή της σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι, δοκιμάζει την πίστη της πηδώντας από ένα πανύψηλο πλατάνι, στα νερά διερχόμενου ρεύματος. Δυνατή ιστορία με μια αχλή μυστηρίου και μεταφυσική διάσταση στον πυρήνα της.
Στο «Συναξάρι» έχουμε την ιστορία ενός πατρικού σπιτιού που φιλοξένησε όλο το γενεαλογικό δέντρο του αφηγητή, και που γλιτώνει την αντιπαροχή, χάρη στις ενέργειες του τελευταίου να το νοικιάσει σε έναν μετανάστη. Το επιμύθιο της ιστορίας συμπυκνώνει τη συγκίνηση του ήρωα να περισώσει το παρελθόν του.
Το διήγημα «Φωτογραφία» αποπνέει συγκίνηση για παρελθόντα χρόνια και είναι καλογραμμένο και πειστικό.
Στο «Οι άντρες δεν πηγαίνουν στα εννιάμερα» ένα νεανικό μυστήριο, μια αδιευκρίνιστη συμπεριφορά ενός φίλου του αφηγητή από τα παλιά δεν λύνεται ποτέ, αφού ο φίλος του αφηγητή θα πεθάνει από καρκίνο.
Στο «Σκηνές για ταινία» η αυτοκτονία μιας κοπέλας στον ακάλυπτο χώρο μιας οικοδομής στέκεται η αφορμή για να καταδείξει ο Τσιαμπούσης ανθρώπινους χαρακτήρες και διαφορετικές αντιδράσεις, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης του καθενός.
Τρυφερό και νοσταλγικό το «Lido», αναφέρεται στην επιστροφή ενός ρομαντικού αλβανού ζωγράφου στο Παρίσι, ύστερα από χρόνια, μήπως και μάθαινε κάτι για την τύχη μιας ιδιοκτήτριας ενός καφέ, με την οποία ήταν κάποτε ερωτευμένος.
Δυνατό και με εύστοχη ψυχογραφία χαρακτήρων και «Το ρίσκο», όπου στη διάρκεια ενός ταξιδιού στη θάλασσα, πάνω στο πλοίο, ένας τύπος τα ρίχνει σε μια συντηρητική δασκάλα που πάει να συναντήσει στο νησί την κόρη της. Ενώ το καμάκι δείχνει να έχει αίσιο τέλος, απρόβλεπτα περιστατικά το ματαιώνουν οδηγώντας τα πράγματα σε στασιμότητα και μιζέρια.
Ο Τσιαμπούσης, παρότι πειραματίζεται, φανερά πλέον, με νέες μορφές και στυλ γραφής στα διηγήματά του (διάλογοι, σκηνοθετικό τρόπος γραφής, κείμενα που προσεγγίζουν τη νουβέλα κτλ) εξακολουθεί πάντα να έχει ζεστή, ανθρώπινη ματιά στις ιστορίες του. Διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του άλλοτε αναπολώντας το παρελθόν ή μνημονεύοντας κεκοιμημένους κι άλλοτε καταγράφοντας σύγχρονα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδα.
Βασίλης Τσιαμπούσης
Μεταίχμιο 2011
Σελ. 279