
Για το μυθιστόρημα του Sam Albatros «μπαμπά, θέλω να ντρέπεσαι για μένα» (εκδ. Albatros).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το 2014 ο Εντουάρ Λουί δημοσιεύει στη Γαλλία το πρώτο του βιβλίο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μ. Αρβανίτης, εκδ. Αντίποδες, 2018), το οποίο αποτέλεσε την αρχή για μια παγκόσμιας φήμης πορεία, όχι μόνο για την ομοφυλοφιλική του θεματική, αλλά κυρίως γιατί συνδυάζει αυτοβιογραφία, λιτότητα λογοτεχνικού ύφους και κοινωνική καταγγελία. Συνεχίζει το 2016 με την Ιστορία της βίας (μτφρ. Στ. Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες, 2019), το 2018 με το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (μτφρ. Στ. Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες, 2020) και άλλα βιβλία που αναδεικνύουν την προβληματική σχέση του σύγχρονου γκέι με το περιβάλλον του, οικογενειακό και κοινωνικό.
Ο Έλληνας Sam Albatros, που κατοικεί πλέον στο Λονδίνο, έχει ανάλογα συγγραφικά χαρακτηριστικά με τον Γάλλο ομότεχνό του, όπως φάνηκε ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα Ελαττωματικό αγόρι (εκδ. Εστία, 2021). Η αυτοβιογραφική βάση, εντέχνως υποβεβλημένη από τον πρωτοπρόσωπο λόγο, η ομοφυλόφιλη ταυτότητα, η χρήση ψευδώνυμου, η διάσταση μεταξύ του αφηγητή και της οικογένειάς του, η έμμεση καταγγελία πατριαρχικών συμπεριφορών που οδηγούν στην καταπίεση του ατόμου, ο queer προβληματισμός για το φύλο, το γένος, τη σεξουαλικότητα, τις παγιωμένες αντιλήψεις, τη συντηρητική νοοτροπία, την υποκρισία κ.λπ. ήταν στοιχεία ορατά σε κάθε σελίδα του έργου.
Στο πρόσφατο μυθιστόρημά του Μπαμπά, θέλω να ντρέπεσαι για μένα (εκδ. Albatros, 2024) η σύγκρουση με τον πατέρα, που έχει εμφανιστεί ήδη από το πρώτο του βιβλίο, κορυφώνεται, καθώς ο αφηγητής περνά από την παιδική ηλικία στη μετεφηβική. Σ’ αυτή, μετοικεί στην Αγγλία για σπουδές και εκφράζει ενδόμυχα –γιατί προς τα έξω συνεχίζει να υποκρίνεται σιωπηλά τον καλό γιο– τις αντιρρήσεις του για όλο εκείνο το ανδροκρατούμενο μοντέλο που ενσαρκώνει ο γιατρός πατέρας του.
Η ασφυξία του γιου, ειδικά όταν γυρίζει για κάποιες μέρες στην Ελλάδα, βάλλει κατά της ελληνικής οικογένειας, που δεν έχει σημασία σε ποια τάξη ανήκει, αφού εν πολλοίς διατηρεί στα γονίδια του DNA της τη μικροαστική νοοτροπία για το τι είναι γιος (ένα αρσενικό που ψάχνει γκόμενα), τι είναι μάνα (αυτή που όλα τα φροντίζει και κανείς δεν της το αναγνωρίζει), τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, τι κοινωνικά αποδεκτό κ.λπ.
Από την άλλη, ο πρωταγωνιστής εκφράζει διαρκώς τις δικές του ανασφάλειες που σχετίζονται τόσο με την αντισυμβατική ομοφυλόφιλη «φύση» του όσο και με τη μεταναστευτική του εμπειρία στο Λονδίνο. Αφενός, λοιπόν, η ανάγκη να κρύβεται, να δείχνει «άντρας» και καθωσπρέπει στις συγγενικές του σχέσεις, η ανάγκη να ελέγχει συνεχώς τον εαυτό του, να δοκιμάζει την ερωτική διαθεσιμότητα των άλλων (που μπορεί να είναι γκέι ή ετεροφυλόφιλοι, κι επομένως να… φάει χυλόπιτα), να προσπαθεί να βρει σύντροφο σε ηλεκτρονικές εφαρμογές, αλλά πάντα να επιφυλάσσεται… Μια σειρά από ενδοιασμούς, αμφιταλαντεύσεις, συμπλέγματα, αβεβαιότητες, δισταγμούς, αντιρρήσεις που μένουν ενδόμυχες, μια σειρά από εσωτερικούς κραδασμούς οι οποίοι εξηγούν την ατολμία του ή, αντιθέτως, το ότι δείχνει παρορμητικά το μένος του σαν «κακιά αδερφή», που σκέφτεται ενίοτε εκδικητικά και καμιά φορά εκτοξεύει ωμές φραστικές επιθέσεις.
H ανάγκη να κρύβεται, να δείχνει «άντρας» και καθωσπρέπει στις συγγενικές του σχέσεις, η ανάγκη να ελέγχει συνεχώς τον εαυτό του, να δοκιμάζει την ερωτική διαθεσιμότητα των άλλων (που μπορεί να είναι γκέι ή ετεροφυλόφιλοι, κι επομένως να… φάει χυλόπιτα), να προσπαθεί να βρει σύντροφο σε ηλεκτρονικές εφαρμογές, αλλά πάντα να επιφυλάσσεται…
Αφετέρου, φτωχός φοιτητής στην Αγγλία, ο οποίος παρότι καλός στην επιστήμη του δεν ξέρει επαρκώς τη γλώσσα –στην αρχή τουλάχιστον– και δυσκολεύεται να επιβιώσει χωρίς πολλά χρήματα από το σπίτι, καταφεύγει σε ιδιαίτερα και σε εκπόνηση εργασιών, για να ζήσει. Η διπλή αυτή αλλοτρίωση από τον εαυτό του (ομοφυλόφιλος σε έναν κόσμο μάτσο και ξένος σε μια νέα πατρίδα) δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες που προσδίδουν τραγικότητα (καμιά φορά και κωμικότητα) στο μυθιστόρημα, εκείνο δηλαδή το ποσοστό δραματικότητας που μετατρέπει την εξομολογητική αφήγηση σε λογοτεχνικό συμβάν.
Υστερεί βεβαίως όταν φτάνει στο σημείο να εξιστορήσει το ξεπαρθένεμά του, όταν τα γεγονότα που περιγράφονται είναι μια σειρά από καταγγελίες και όχι μια αλυσίδα από ενδολογοτεχνικά αρμοσμένα δομικά στοιχεία, όταν η λογοτεχνία μοιάζει να κρύβεται κάτω από τον προγραμματικό στόχο του συγγραφέα. Επομένως, ο δριμύς λόγος προσπαθεί να σηκώσει το βάρος της αφήγησης, χωρίς η πλοκή να ακολουθεί εξίσου δραστική, κι αυτός ο λόγος είναι ικανός να κάνει τον αναγνώστη να μυηθεί σ΄ αυτήν την κουλτούρα άμυνας και καταγγελίας.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε –σε δική του επιμέλεια– ο πρώτος τόμος της σειράς «Ιστορίες του 21ου αιώνα», μια συλλογή 12 διηγημάτων με τίτλο «Από το τοπικό στο παγκόσμιο» (εκδ. Διόπτρα).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μπαμπά, θέλω να ντρέπεσαι για μένα. Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γνωριστούμε, αν δεν είναι απ’ το μηδέν. Γιατί σημαίνει πως είσαι ακόμα ζωντανός, ότι μπορούμε να επανορθώσουμε για τον χαμένο χρόνο. Ίσως η ντροπή είναι αυτό που νιώθεις όταν ξεκινάς να γνωρίζεις πραγματικά κάποιον. Όταν η τελειότητα αφήνει χώρο για το ανθρώπινο, αυτό που αγαπάς με όλα τα λάθη που έκανε ή θα κάνει. Γιατί το ανθρώπινο θέλουμε, μπαμπά. Η τελειότητα είναι για τους ξένους, για τις διασημότητες στην τηλεόραση. Για όσους δεν είναι ποτέ πραγματικά κομμάτι της ζωής μας».