Για το μυθιστόρημα του Εντουάρ Λουί «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, εκδ. Αντίποδες).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Ο Εντουάρ Λουί είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα: η αλλαγή ονόματος (το Εντύ Μπελγκέλ, που είναι το πραγματικό του όνομα, αντικαθίσταται από το Εντουάρ Λουί), η μετατόπισή του (φυσική και ψυχική) από την επαρχία της Γαλλίας στο Παρίσι, η φιλία του με τον κοινωνιολόγο Ντιντιέ Εριμπόν και τον φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Ζοφρέ ντε Λαγκανερί, η επιτυχία των βιβλίων του (ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς στη Γαλλία σήμερα), η προσπάθειά του να δώσει ένα νέο περιεχόμενο και μία νέα ώθηση σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως αριστερά στη Γαλλία, οι διαλέξεις που δίνει πλέον σε όλο τον κόσμο και κυρίως στην Αμερική, όλα αυτά μάς επιτρέπουν να μιλάμε για ένα φαινόμενο (εκδοτικό ακόμα), αρκεί να αναλογιστεί κάποιος και το γεγονός ότι ο Λουί είναι ένας νεαρός συγγραφέας (γεννήθηκε το 1992) ο οποίος έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ηλικία μόλις είκοσι δύο ετών (όχι αρκετά σπάνιο βέβαια για τη Γαλλία) με το μυθιστόρημα Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ. Ο Λουί έχει εκδώσει άλλα δύο μυθιστορήματα, τα οποία θα εκδοθούν επίσης από τους Αντίποδες.
Το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» μόνο στη Γαλλία πούλησε πάνω από 300.000 αντίτυπα. Έτυχε θερμής υποδοχής από την κριτική αλλά την ίδια στιγμή δίχασε το αναγνωστικό κοινό για τον τρόπο με τον οποίον ο συγγραφέας παρουσιάζει την οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε.
Το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ μόνο στη Γαλλία πούλησε πάνω από 300.000 αντίτυπα. Έτυχε θερμής υποδοχής από την κριτική αλλά την ίδια στιγμή δίχασε το αναγνωστικό κοινό για τον τρόπο με τον οποίον ο συγγραφέας παρουσιάζει την οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Ο ίδιος σε συνέντευξή του θα πει γι' αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα: «Είναι το πορτρέτο του κόσμου της παιδικής μου ηλικίας: ένα μικρό χωριό του Βορρά, αποκλεισμένο, μακριά από τα πάντα, με τη μιζέρια και τη φτώχεια σε πρώτο πλάνο, όπου ένας στους δύο είναι ψηφοφόρος του Εθνικού Μετώπου (FN). Και είναι επίσης το πορτρέτο του Εντύ Μπελγκέλ, το παιδί που ήμουν, που γεννήθηκε σε αυτό το χωριό. Είναι θηλυπρεπές, εύθραυστο και πολύ γρήγορα ο περίγυρός του το κάνει να καταλάβει ότι είναι διαφορετικό. Ανάμεσα σε μένα και στον κόσμο της παιδικής μου ηλικίας, η συνάντηση ήταν αναπόφευκτα βίαιη. Και αδύνατη. Δεν είχα άλλη επιλογή πέρα από αυτήν της διαφυγής, σχεδόν ενάντια στη θέλησή μου, καθώς έγινα δεκτός σε ένα λύκειο της Αμιέν χάρη στα μαθήματα θεάτρου που είχα κάνει στο γυμνάσιο». (Le Monde, 11.12.2016, συνέντευξη στην Κατρίν Βανσέν, Ο Τραμπ και το Εθνικό μέτωπο είναι το αποτέλεσμα του αποκλεισμού).
Καθοριστική στιγμή για τον Λουί είναι η ανάγνωση του μυθιστορήματος Επιστροφή στη Ρεμς του Εριμπόν, στον οποίο αφιερώνει και το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ. Σε αυτό το βιβλίο ο Λουί είδε τη ζωή που θα ήθελε να ζήσει. Ο Λουί ταυτίζεται με τον Εριμπόν, ο οποίος προέρχεται επίσης από μία φτωχή οικογένεια της επαρχίας όπου η ομοφυλοφιλία αντιμετωπίζεται ως κάτι ασυγχώρητο, αξιόμεμπτο, ακατανόητο. Ο Εριμπόν θα πάει στο Παρίσι, θα αρχίσει να αρθρογραφεί για μεγάλες εφημερίδες, θα συνδεθεί με διανοούμενους και συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Φουκώ, ο Μπουρντιέ, η Ντυράς. Στα χρόνια που ακολουθούν ο Λουί θα γίνει φίλος με τον Εριμπόν και ύστερα από προτροπή του θα έρθει σε επαφή με τη σκέψη του Ντερριντά, του Μπουρντιέ, θα διαβάσει εξονυχιστικά την Ντυράς.
Σύμφωνα με τον μύθο που υπάρχει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Λουί θα αποστείλει ταχυδρομικά το μυθιστόρημά του σε πέντε εκδότες και μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες θα λάβει θετική απάντηση από τις εκδόσεις Seuil.
Ο Εριμπόν είναι επίσης αυτός που θα προτρέψει τον Λουί να γράψει για τον κόσμο της παιδικής του ηλικίας. Σύμφωνα με τον μύθο που υπάρχει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις (ευδοκιμούν στη Γαλλία), ο Λουί θα αποστείλει ταχυδρομικά το μυθιστόρημά του σε πέντε εκδότες και μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες θα λάβει θετική απάντηση από τις εκδόσεις Seuil. Το βιβλίο εκδίδεται και πολύ γρήγορα ο Λουί κατακλύζεται από εκατοντάδες γράμματα. Ανοίγει στη Γαλλία μία τεράστια συζήτηση με αφορμή την αφήγηση του Λουί, η οποία εντάσσεται και στο γενικό πλαίσιο της εποχής, όπου στον δημόσιο λόγο κυριαρχεί η συζήτηση για το νομοσχέδιο «Γάμος για όλους» του τότε προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Αλλά και πέρα από αυτό, ο Λουί θεωρεί ότι η εμπειρία του Εντύ Μπελγκέλ αντικατοπτρίζει έναν τύπο ζωής για τον οποίο λίγο έχει μιλήσει η λογοτεχνία παρά το γεγονός ότι πολλοί αναγνώστες ταυτίστηκαν με τα όσα διηγείται ο ίδιος. Ταυτόχρονα όμως η αφήγηση του Λουί διχάζει επειδή μοιάζει να καταφέρεται ενάντια σε μία ολόκληρη τάξη, να αισθάνεται ντροπή για την καταγωγή του, να δημιουργεί νέα στερεότυπα.
Geoffroy de Lagasnerie, Didier Eribon, Édouard Louis |
Η ωμότητα, η φόρτιση, η βία που υπάρχει στην αφήγηση του Λουί είναι απλώς ο τρόπος για να δείξει τη σκληρότητα μίας όψης που καταντάει φυσική μέσα από τη διαστροφή της οικειότητας, του αποκλεισμού, της επανάληψης. Αλλά και μέσα από τη σιωπή που επιβάλλει η ντροπή (που απορρέει ωστόσο και από μία αίσθηση αξιοπρέπειας).
Σε αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα ο Λουί περιγράφει έναν κόσμο όπου όλα, μέσα από την επανάληψή τους, γίνονται συνήθεια, τείνουν να θεωρούνται φυσιολογικά, ακόμα και αυτή η ίδια η βία. Ένα από τα καθοδηγητικά ερωτήματα στον τρόπο με τον οποίο γράφει ο Λουί είναι το ερώτημα του Μπουρντιέ: Γιατί υπάρχει τόσο λίγη εξέγερση σε έναν κόσμο όπου υπάρχει τόση βία; Στην επανέκδοση του Επιστροφή στη Ρεμς τον Σεπτέμβριο του 2018, από τις εκδόσεις Flammarion αυτήν τη φορά, υπάρχει μία συζήτηση με τον Λουί όπου αναφέρει μεταξύ άλλων: «Τις περισσότερες φορές δεν βλέπουμε καν την ίδια μας τη ζωή, ζούμε δίπλα της». Στο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ ο Λουί επιστρέφει σε αυτήν τη ζωή που ήταν η παιδική του ηλικία για να δει ό,τι δεν μπορούσε να δει τότε. Επιστρέφει για να ταυτοποιήσει με τους κατάλληλους όρους ό,τι συνέβη και ό,τι συμβαίνει. Η ωμότητα, η φόρτιση, η βία που υπάρχει στην αφήγηση του Λουί είναι απλώς ο τρόπος για να δείξει τη σκληρότητα μίας όψης που καταντάει φυσική μέσα από τη διαστροφή της οικειότητας, του αποκλεισμού, της επανάληψης. Αλλά και μέσα από τη σιωπή που επιβάλλει η ντροπή (που απορρέει ωστόσο και από μία αίσθηση αξιοπρέπειας). Η μητέρα του Λουί διαβάζοντας το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ απόρησε και στενοχωρήθηκε που ο Λουί παρουσίασε την οικογένειά του ως φτωχή: «Γιατί είπες ότι είμαστε φτωχοί; Είχες πάντα ένα πιάτο φαγητό». Αυτά ήταν τα λόγια της μητέρας του.
Ενδεικτικές ωστόσο του τρόπου με τον οποίον αυτοβιογραφία, πολιτική και λογοτεχνία διαπλέκονται σε αυτό που επιχειρεί να καταθέσει μέσω της λογοτεχνίας ο Λουί είναι οι προεκτάσεις που δίνει με αφορμή τη στάση της μητέρας του και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο παράγονται ερωτήματα πολιτικής υφής πλέον: «Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, ή τουλάχιστον να έχουμε μία επίδραση σε αυτόν, όταν αυτοί που υποφέρουν ντρέπονται που υποφέρουν;» (Le Monde, 10.5.2018, συνέντευξη στη Ραφαέλα Λιρίς, Εντουάρ Λουί: Να εμποδιστεί ο αναγνώστης να αποστρέψει το βλέμμα του).
Ο Λουί θέλει την προσοχή του αναγνώστη, επιζητάει μία άλλη λογική στράτευσης, όχι απλώς στράτευση σε ένα νόημα ή σκοπό αλλά μία ιδιότυπη στρατολόγηση του αναγνώστη: «Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που μιλάνε για την ελευθερία του αναγνώστη, εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου ο αναγνώστης να είναι ελεύθερος, θέλω το πρόσωπο που με διαβάζει να είναι σταθερά αντιμέτωπο με αυτό που θέλω να πω».
O Λουί πειραματίζεται με τη λογοτεχνία. Αυτό που τον κινητοποιεί στη γραφή δεν είναι η ίδια η λογοτεχνία, οι ανάγκες της λογοτεχνίας, αλλά η επιτακτικότητα, οι εστίες φωτιάς στην επικαιρότητα. Ο Λουί συνοψίζει με τη μορφή ερωτήματος: «Πώς να κάνεις μία λογοτεχνία που θα είναι σε ευθεία σύνδεση με τον κόσμο, που απαντάει στις ανάγκες του κόσμου πριν απαντήσει σε αυτές της λογοτεχνίας;» (Le Monde, 10.5.2018). Ο Λουί αναζητάει την πολιτική στις ανθρώπινες εκδηλώσεις, στο σώμα, στα συναισθήματα, σε αυτό που έγινε κάποιος ή δεν έγινε, στην υλικότητα που συνεπάγονται. Στο κείμενό του στην επανέκδοση της Επιστροφής στη Ρεμς του Εριμπόν λέει χαρακτηριστικά: «Ακόμα και τα δάκρυά μας είναι πολιτική». Ο Λουί ψάχνει έναν τρόπο να μιλήσει για το σήμερα, εκείνο το κυριαρχικό σήμερα που καταπιέζει, περιορίζει, τυφλώνει, απαγορεύει την ομιλία μέσω μιας συνθετικής βίας η οποία ασκείται χωρίς να μπορεί να κατονομαστεί ως τέτοια. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο Λουί θέλει την προσοχή του αναγνώστη, επιζητάει μία άλλη λογική στράτευσης, όχι απλώς στράτευση σε ένα νόημα ή σκοπό αλλά μία ιδιότυπη στρατολόγηση του αναγνώστη: «Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που μιλάνε για την ελευθερία του αναγνώστη, εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου ο αναγνώστης να είναι ελεύθερος, θέλω το πρόσωπο που με διαβάζει να είναι σταθερά αντιμέτωπο με αυτό που θέλω να πω». (Le Monde, 10.5.2018)
Ο Λουί ενδιαφέρεται για την πολιτική αποτελεσματικότητα της γραφής. Επανέρχεται σε ερωτήματα που απασχόλησαν έντονα τη γαλλική διανόηση και τους καλλιτεχνικούς κύκλους τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Θεωρεί ότι πλέον υπάρχει ένα καινούργιο πεδίο για την αριστερά και την καλλιτεχνική δημιουργία, ότι υπάρχουν πολλές ζυμώσεις. Στον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε για λογαριασμό των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων της Γαλλίας (Presses Universitaires de France) το 2013 αφιερωμένο στον Μπουρντιέ, ο Λουί μιλάει στην εισαγωγή του βιβλίου για την ευθύνη του συγγραφέα. Χρησιμοποιεί ως βασική του αναφορά τον Σαρτρ σε μία προσπάθεια ωστόσο να πάει πέρα από αυτόν: «Η ευθύνη του συγγραφέα είναι να κάνει τον λόγο του να υπάρξει σε αυτόν τον πολιτικό χώρο που είναι πεδίο πάλης και ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικούς λόγους έτσι ώστε να μπορέσει να παίξει έναν ρόλο και ίσως να γίνει ένα εργαλείο συλλογικής χειραφέτησης. Σημαίνει την απόδοση μίας πρακτικής διάστασης στη διανοητική ζωή και στα κείμενα».
«Ευθύνη του συγγραφέα [...] η απόδοση μίας πρακτικής διάστασης στη διανοητική ζωή και στα κείμενα».
Σε μία προσπάθεια να συνεχίσει στο εσωτερικό μίας παράδοσης η οποία διαρκώς επανέρχεται στον εαυτό της, ο Λουί (μαζί με τον Εριμπόν και τον Λαγκανερί) δημιουργεί νέα ερωτήματα για τις σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία, στην αυτοβιογραφία, στην πολιτική. Ο Λουί είναι πλέον ένα δημόσιο πρόσωπο με έντονη κινητικότητα στα κοινωνικά δίκτυα και έναν δημόσιο λόγο ο οποίος έχει πλέον σημαντική απήχηση και εκτός Γαλλίας. Έχει λοιπόν πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό το εγχείρημα όπου λογοτεχνία, διανόηση και πολιτική βρίσκονται σε ανοιχτή επικοινωνία μεταξύ τους, για να τελειώνουμε ίσως, όχι μόνο με τον παλιό μας εαυτό, αλλά και για να γίνει ορατό αυτό που επιμένουμε να μην βλέπουμε.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μυθιστόρημα» (εκδ. Γαβριηλίδης).
Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ
Εντουάρ Λουί
Μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης
Αντίποδες 2018
Σελ. 196, τιμή εκδότη €12,00