
Για την ανθολογία διηγημάτων «Δεν είμαι ρομπότ» (επίμετρο Γεράσιμος Κουζέλης, εκδ. Θεμέλιο). Στην εικόνα, στιγμιότυπο από την κορεάτικη σειρά «I'm not a robot».
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να γράψει λογοτεχνία; Μπορεί να γράψει λογοτεχνία της οποίας την προέλευση δεν θα την καταλαβαίνει ο αναγνώστης; Κι αν ναι, μπορεί να γράψει καλή λογοτεχνία; Μπορεί μόνη της να παραγάγει ποιοτικά αποτελέσματα; Θα είναι σε λίγο καιρό κανόνας ο εκάστοτε συγγραφέας να καθοδηγεί την εφαρμογή, βελτιώνοντας συνεχώς τα κείμενα που αυτή θα παράγει, σε μια αγαστή συνεργασία;
Μπαίνω στην πρόκληση, στο challenge που λέει η νεολαία, να δω αν μπορώ, τώρα εν έτει 2025, να καταλάβω αν ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι ή όχι προϊόν μιας συγγραφικής μηχανής (φυσικά, ελπίζω ότι το πείραμα στηρίζεται στο δίπολο «μόνο ανθρώπινη γραφή» vs. «μόνο μηχανική», γιατί αν μιλήσουμε για μικτές γραφές, καθοδηγούμενες δηλαδή από έναν άνθρωπο, τότε τα δεδομένα αλλάζουν και το όποιο κατασκεύασμα της ΤΝ αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά). Ένας γαλάζιος τόμος από τις εκδόσεις Θεμέλιο με τίτλο Δεν είμαι ρομπότ περιλαμβάνει δεκατέσσερα διηγήματα, από τα οποία τα πέντε είναι ρητά προϊόν της ΤΝ, χωρίς να δηλώνεται ποια. Όλα υπογράφονται από αληθοφανή ονόματα ανθρώπων (;), που έχουν σχέση με τον χώρο των γραμμάτων. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να διακρίνει τον έμψυχο από τον άψυχο συγγραφέα;
Ξεκινώ ένα ένα τα διηγήματα, χωρίς να διαβάσω το επίμετρο του Γεράσιμου Κουζέλη, όπου φαντάζομαι ότι θα αποκαλύπτονται περαιτέρω στοιχεία. Καθώς προχωρώ, διερωτώμαι υποσυνείδητα ποια είναι τα κριτήρια που θα (μου) δείξουν ότι το εκάστοτε κείμενο είναι ή δεν είναι ανθρώπινης προέλευσης και καταλήγω καταρχάς σε τρία:
- το ύφος, που στη μηχανή θα είναι τυποποιημένο, ουδέτερο, άψυχο, ή στην καλύτερη περίπτωση αντίγραφο ενός καταξιωμένου συγγραφέα, τον οποίο κλήθηκε να μιμηθεί,
- η άτεχνη γραφή που δεν θα προκύπτει από τη λογοτεχνική ιδιοφυΐα ώστε να πρωτοτυπήσει με καλοδουλεμένη γλώσσα και κυρίως με αφηγηματικούς ελιγμούς, που θα απογειώσουν το αποτέλεσμα, και
- η απουσία βάθους, καθώς το κείμενο θα μένει σε μια άρτια ιστορία αλλά χωρίς συναίσθημα, πάθος, ψυχολογικό έρμα, συντριβή ή έξαρση.
Φυσικά, όλα αυτά μπορούμε να τα συναντήσουμε και σε πραγματικούς συγγραφείς, οι οποίοι, ατάλαντοι ή άπειροι, γράφουν επίπεδα, άνευρα, χωρίς ύφος, λειτουργούν με άξονα την ιστορία και δεν αισθητοποιούν το ζουμί της, αδυνατούν να συμβιβάσουν τον συναισθηματικό τους κόσμο με το επιδιωκόμενο επικοινωνιακό αποτέλεσμα, με συνέπεια να γέρνουν είτε προς τα μελό δράματα είτε προς τις ψυχρές κατασκευές.
Προσπερνώ τους ενδιάμεσους ενδοιασμούς μου και σημειώνω –ρισκάροντας– ποια κείμενα του τόμου μού φαίνονται προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης. Σε πρώτη φάση το διήγημα «Η πόλη δεν κοιμάται» της Μαρδής Αφέντρα, το οποίο μοιάζει κακό αντίγραφο της ανθρώπινης γραφής. Γι’ αυτό είμαι σχετικά σίγουρος. Δυο άλλα βάζουν ερωτηματικό στη σκέψη μου: το «Μπελ κάντο» του Κώστα Σωτηρίου, που, πλην των ζουμερών ώρες ώρες διαλόγων, μοιάζει πολύ άνοστο ως γραφή και το «Εν αιθρία» της Τζένης Οικονομίδου, το οποίο αφορά έναν νεκρό που βλέπει το κηδειόχαρτο στην κολόνα και παραξενεύεται, αφού δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει ότι όντως έχει πεθάνει. Η ιδέα φαίνεται έξυπνη, αλλά η εκτέλεση πολύ επίπεδη, με ύφος που δεν φωνάζει για τη λογοτεχνικότητά του.
Έχω φτάσει στη μέση (εφτά διηγήματα) κι έχω χρησιμοποιήσει ως τώρα δύο φορές το ρήμα «μοιάζω» και άλλες δύο το «φαίνομαι», δείγμα μιας αναγνωστικής διαίσθησης η οποία ψάχνεται. Θα τελειώσω όλα τα κείμενα και θα καταλήξω στην τελική μου πεντάδα. Όλο αυτό βέβαια λειτουργεί με τον όρο ότι ξέρουμε πως κάποια από αυτά είναι «τεχνητά», ώστε να αναζητούμε τα «γνήσια ανθρώπινα» από τα «μηχανικά». Αν αντίθετα βρισκόμασταν μπροστά σε ένα βιβλίο με κείμενα της ΤΝ, χωρίς αυτό να δηλώνεται πουθενά, δεν θα ήμασταν σε εγρήγορση για να εξιχνιάσουμε την αυθεντικότητα της γραφής τους.
Στα κριτήρια που έθεσα παραπάνω προσθέτω ένα ακόμα, όπως αυτό προκύπτει από το διήγημα του Μιχάλη Χατζηκυριάκου «Δεν είμαι ρομπότ», όπου ένας συγγραφέας γράφει για μια Τεχνητή Νοημοσύνη που αποκτά συνείδηση, γράφει ένα διήγημα. Σ’ αυτό ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να ξεφύγει από τη συνήθη οδό (μετά το 2040), η οποία θέλει τη γραφή να παράγεται ως επί το πλείστον μέσω μηχανικών πλατφορμών. Εκεί, λοιπόν, λέει: «Η παραδοξολογία στην πλοκή, η αυτοαναφορικότητα, και ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο η αφήγηση επιτρέπει ασάφειες και πολλαπλές ερμηνείες χωρίς επιχειρήματα υπέρ μιας συγκεκριμένης. Οι αλγόριθμοι τείνουν να επιλύουν τέτοιες αντιφάσεις…». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτιάξει το τέλειο, αρραγές και από όλες τις πλευρές άμεμπτο κείμενο, αφού θα υπάρχουν σημεία νεκρά, μικρές ή μεγάλες ρωγμές, που θα δείχνουν την ανθρώπινη ατέλεια, χωρίς να μειώνουν την αισθητική του ικανότητα να συγκινεί και να προβληματίζει. Είναι σαν τους κίονες του Παρθενώνα που πρέπει να είναι ελαφρά καμπυλωτοί, για να φαίνονται ευθείς και οπτικά τέλειοι. Παρεμπιπτόντως, το αυτοαναφορικό διήγημα του Μ. Χατζηκυριάκου είναι ύποπτο, αφού πραγματεύεται με έναν αφελή οπτιμισμό τη συνειδησιακή δυναμική μιας ΤΝ που την καθιστά από άψυχη μηχανή έμψυχο ον.
Το επόμενο «ύποπτο» κείμενο είναι «Οι κόκκινες ώρες» της Άννας Μαρίας Παπαδοπούλου (θα μπορούσε να είναι ένα κοινότοπο επώνυμο). Ωστόσο, περισσότερο το ίδιο το κείμενο οδηγεί στη στοχοποίησή του, κυρίως λόγω της εντύπωσης που αφήνει ότι πρόκειται για δοσμένο θέμα (ένας χαμένος θησαυρός της Κατοχής, θησαυρός όχι υλικός αλλά συμβολικός, που διατρέχει τις εποχές ως το 1976, το 2025, το 2077 και το 2080) αλλά και το ιστορικό του πλαίσιο που εύκολα η ΤΝ θα μπορούσε να σκιαγραφήσει μέσω ιστορικών πληροφοριών τις οποίες έχει στη διάθεσή της. Επιπλέον, η άτεχνη δομή και η αστοχία σε απλά μαθηματικά (π.χ. οι ηλικίες των προσώπων και η συσχέτισή τους με τις ηλικίες των παππούδων τους) κάνει πιο έντονη την καχυποψία μου. Ίδιες σκέψεις γέννησε –με άλλο τρόπο– και το «Επτά σπίτια κοντά στη θάλασσα» της Νίκης Παναγιωτακοπούλου, η οποία σκηνοθετεί μια συζήτηση με το 49, ένα είδος ρομπότ, στο στιλ και στο κλίμα της Πηνελόπης Δέλτα, στοιχείο που υποψιάζει για μια ανάλογη εντολή του τύπου «Γράψε στο ύφος ενός συγκεκριμένου συγγραφέα», με τον οποίο μπορεί να ταϊστεί η ΤΝ.
Ολοκληρώνοντας την κριτική μου ανάγνωση, πρέπει να απαντήσω σε δύο κρίσιμα ερωτήματα.
- Ποια από τα κείμενα είναι πιθανόν αποκυήματα της Τεχνητής Νοημοσύνης; και
- Ποια από τα διηγήματα αυτά έχουν λογοτεχνική στόφα;
Το πρώτο ερώτημα υπαγορεύεται, όπως προείπα, από τη ρητή δήλωση των δημιουργών του τόμου, ότι δηλαδή πέντε (5) από αυτά είναι προϊόν «αυτόματης γραφής» (όχι με τη σημασία που έδωσαν στη λέξη οι Υπερρεαλιστές, όπως σωστά δηλώνει στο επίμετρό του ο Γεράσιμος Κουζέλης). Άρα αμέσως η τεταμένη προσοχή μου εστίασε στη διάκριση ανάμεσα στα μεν και τα δε, διάκριση που ίσως δεν θα γινόταν αν ο αναγνώστης δεν ήταν προϊδεασμένος. Καταλήγω, λοιπόν, στο ρίσκο να θεωρήσω παιδιά της ΤΝ τα εξής πέντε:
- «Η πόλη δεν κοιμάται» της Μαρδής Αφέντρα,
- «Μπελ κάντο» του Κώστα Σωτηρίου,
- «Εν αιθρία» της Τζένης Οικονομίδη,
- «Δεν είμαι ρομπότ» του Μιχάλη Χατζηκυριάκου και
- «Οι κόκκινες ώρες» της Άννας Μαρίας Παπαδοπούλου.
Το δεύτερο ερώτημα, περί ποιότητας, εν μέρει περιλαμβάνεται στο πρώτο. Θεώρησα κακές δημιουργίες τα παραπάνω πέντε και καλύτερες τα άλλα εννιά, έχοντας ακόμα στον νου την πίστη ότι η ΤΝ –προς το παρόν– παράγει άτονα, μονοσήμαντα, άνευρα κείμενα. Στο επίμετρό του ο Γ. Κουζέλης προσθέτει μερικές ακόμα σκέψεις για το είδος της γραφής που παράγει η ΤΝ:
- υφολογικές σκιές οι οποίες προδίδουν την αστοχία του κειμένου,
- αδυναμία να παραχθούν –τουλάχιστον «συνειδητα»– αμφισημίες που να αφήνουν το περιθώριο για πολλαπλές ερμηνείες, και
- εγκλωβισμός της ΤΝ σε μια δομική κοινοτοπία, χωρίς τη σπίθα του απρόοπτου.
Ωστόσο, όλα αυτά μπορεί να τα έχει κι ένα ανθρώπινο δημιούργημα, αφού από τα άλλα εννέα δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με την υψηλή στάθμη της γραφής τους. Ξεχώρισα λόγου χάρη τον παθιασμένο λόγο του Σπύρου Γιανναρά στο διήγημα με (πολιτική) θέση «Ο δεύτερος θάνατος της κυρίας Φανής» και την έξυπνη ιδέα του Γιάννη Μπαλαμπανίδη στην «Πείνα», ιδέα που μετουσιώνεται σε ένα άρτιο επιστημονικογενές κείμενο. Τα άλλα, άλλοτε κερδίζουν με τη λογοτεχνική τους ικμάδα κι άλλοτε προκαλούν την αδιαφορία και την απαξίωσή μας.
Το ερώτημα επομένως, από εδώ και στο εξής, δεν θα είναι τι έγραψε άνθρωπος και τι η ΤΝ, αλλά πόσο λογοτεχνικά ποιοτικό είναι το μεν και πόσο το δε, ασχέτως από πού παρήχθη το καθένα. Γι’ αυτό κοιτώντας το τελικό σημείωμα του βιβλίου, που αποκαλύπτει την αλήθεια, βλέπω ποια πέτυχα και ποια όχι (δεν θα αποκαλύψω ονόματα και διευθύνσεις!), ποια ήταν στην γκρίζα μου ζώνη και ποια τα πέρασα για τεχνητά, μόνο και μόνο επειδή ήταν άτεχνα. Το βιβλίο είναι ίσως το πρώτο σε μια αλυσίδα έργων. Όλα αυτά θα θέτουν συνεχώς από εδώ και στο εξής ένα στοίχημα-παιχνίδι, στο οποίο πολυάριθμοι κριτικοί, συγγραφείς και άνθρωποι του εκδοτικού χώρου, έμπειροι και πολυδιαβασμένοι, θα κληθούν να χωρίσουν τα εκ δεξιών από τα εξ ευωνύμων με αισθητικούς όρους. Έτσι, φαίνεται ήδη ότι οι γραμμές είναι και θα γίνονται όλο και περισσότερο δυσδιάκριτες.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε –σε δική του επιμέλεια– ο πρώτος τόμος της σειράς «Ιστορίες του 21ου αιώνα», μια συλλογή 12 διηγημάτων με τίτλο «Από το τοπικό στο παγκόσμιο» (εκδ. Διόπτρα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η νύχτα έπεφτε πάνω στην πόλη σαν κουβέρτα τρύπια, φαγωμένη απ’ τα τσιγάρα, μυρίζοντας μούχλα, σαπισμένα όνειρα και την ξινή ανάσα του καυσαερίου που ’χε ποτίσει τα πάντα. Τα φώτα της λεωφόρου τρεμόπαιζαν σαν μάτια που δεν κλείνουν, μισόσβηστα, κι ο ήχος απ’ τα κλάξον έσκαγε σαν πυροβολισμοί σε γλέντι που ’χε στραβώσει από ώρα. Ο Άρης στεκόταν στο μπαλκόνι του, ένα κομμάτι τσιμέντο με σκουριασμένη κάγκελα, στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας που ’χε δει και καλύτερες μέρες […]»
Από το διήγημα της Μαρδής Αφέντρα «Η πόλη δεν κοιμάται»