«Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε (να γίνει αυτό που ήθελε). Μας προλάβαιναν άλλα. Πόλεμος, Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία. Όλο τα παλιά θυμόμαστε. Μας βαριούνται. Δεν λέμε να τα ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζωή. Πόσες φορές είπαμε να τη φτιάξουμε από την αρχή! Δεν είναι το κουράγιο που μας έλειψε».
Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Κάπως έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Κάπως έτσι ολοκληρώνεται το μυθιστόρημα – ρέκβιεμ μιας γενιάς αριστερών ελλήνων που η ζωή τους έμελλε να καθορίζεται από τις θεμελιακές επιλογές που έκαναν στην νεότητά τους. Επιλογές που στόχευαν στη δημιουργία ενός νέου κόσμου, στον κόπο και στον πόνο της οικοδόμησης του οποίου ξόδεψαν τα καλύτερά τους χρόνια και στου οποίου τα συντρίμμια παρέμεινε εγκλωβισμένη η ύπαρξή τους.
Το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1987, όταν η περεστρόικα τραβούσε την κουρτίνα πίσω από την λουστραρισμένη πρόσοψη του υπαρκτού σοσιαλισμού και άρχιζαν ν’ αποκαλύπτονται τα μέχρι τότε επιμελώς κρυμμένα.
Το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1987, όταν η περεστρόικα τραβούσε την κουρτίνα πίσω από την λουστραρισμένη πρόσοψη του υπαρκτού σοσιαλισμού και άρχιζαν ν’ αποκαλύπτονται τα μέχρι τότε επιμελώς κρυμμένα. Μια αποκάλυψη ήταν και τούτο το κείμενο, κι όσο κι αν προξένησε αντιδράσεις, στους κύκλους που πάντα υπερασπίζονται την άποψη ότι τα άπλυτα που αφορούν στα ιερά και στα όσια της ιδεολογίας δεν πρέπει να βγαίνουν στη φόρα, δεν μπόρεσε να αμφισβητηθεί η βάση της αλήθειας του, γιατί, παρότι δεν επρόκειτο για ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας, το πραγματολογικό υλικό της μυθοπλασίας ήταν ο καμβάς της ζωής της ίδιας της συγγραφέως. Η Άλκη Ζέη διηγήθηκε λογοτεχνικά πλευρές της ζωής της και της ζωής των συναγωνιστών και συντρόφων της.
Το αφηγηματικό εύρημα είναι το εξής: Βρισκόμαστε στον πρώτο καιρό της απριλιανής δικτατορίας. Έλληνες εμιγκρέδες βρίσκονται στο Παρίσι. Είναι κοντά στη ηλικία των πενήντα. Οι περισσότεροι υπήρξαν σύντροφοι από την εφηβεία τους, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Πήραν μέρος στη σύγκρουση του Δεκέμβρη το 1944. Κάποιοι πολέμησαν στον εμφύλιο που ακολούθησε. Κάποιοι φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Κάποιοι βρέθηκαν στην αναγκαστική υπερορία μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Κάποιοι παραγκωνίστηκαν και διαγράφτηκαν από το Κόμμα, μα παραμένει η φλόγα μέσα τους άσβηστη. Τώρα βρίσκονται στο Παρίσι, μη μπορώντας να επιστρέψουν στην στρατοκρατούμενη Ελλάδα. Μια παρέα απ’ την ομάδα των αυτοεξόριστων, που την αποτελούν η Ελένη, ο Ευγένιος, ο Πάνος, ο Στέφανος και η Άννα παίρνουν μέρος στο γύρισμα μιας ταινίας, ως κομπάρσοι. Το γύρισμα αφορά σε μια σκηνή σ’ ένα βαγόνι σιδηροδρόμου. Είναι στατικό γύρισμα. Το τρένο βρίσκεται στο σταθμό και οι κομπάρσοι επιβάτες καθοδηγούνται ανάλογα με τις ανάγκες του σεναρίου από τον σκηνοθέτη. Ο τίτλος της ταινίας είναι Το τρένο της φρίκης. Όσες μέρες διαρκεί το γύρισμα, με τη συμμετοχή των εμιγκρέδων κομπάρσων, μία εβδομάδα πάνω κάτω, τόσος είναι και ο χρόνος της αφήγησης. Αντίθετα ο χρόνος της μυθιστορηματικής δράσης που καλύπτει η αφήγηση εκτείνεται σε τρεις περίπου δεκαετίες (1940-1970), αυτές που σημάδεψαν την νεώτερη ελληνική ιστορία και το αριστερό κίνημα στη χώρα μας. Τις δεκαετίες που σημάδεψαν ζωές χιλιάδων ανθρώπων.
Αφηγείται η Ελένη. Όταν ο υπεύθυνος του γυρίσματος λέει: σκηνή – πλάνο – λήψη, η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και η Ελένη αναθυμάται τη ζωή της ως τότε. Όταν ακούγεται η εντολή: μοτέρ στοπ, η αφήγηση περνάει στο τρίτο πρόσωπο και, κατά τεκμήριο, αφορά στο παρόν της παρισινής παρέας.
Στα δεκαέξι της οργανώνεται στη ΕΠΟΝ και παίρνει το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ελένη που θα την ακολουθήσει σ’ όλη της τη ζωή. Σε μια συνεργασία της γνωρίζει κι ερωτεύεται τον καθοδηγητή της, τον Αχιλλέα. Εκείνος θα παραμείνει μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος με το συνωμοτικό του όνομα.
Η Ελένη γεννήθηκε στην Αθήνα. Γόνος αστικής οικογένειας. Το βαφτιστικό της όνομα είναι Δάφνη. Στα δεκαέξι της οργανώνεται στη ΕΠΟΝ και παίρνει το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ελένη που θα την ακολουθήσει σ’ όλη της τη ζωή. Σε μια συνεργασία της γνωρίζει κι ερωτεύεται τον καθοδηγητή της, τον Αχιλλέα. Εκείνος θα παραμείνει μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος με το συνωμοτικό του όνομα. Αχιλλέας. Δεν θα μάθουμε ποτέ το πραγματικό. Μέσα στο καμίνι της μάχης του Δεκέμβρη 1944 η Ελένη αρραβωνιάζεται τον Αχιλλέα. Δεν κατορθώνουν να μείνουν μαζί παρά λίγες ώρες και ο Αχιλλέας φεύγει κυνηγημένος στο βουνό, υποσχόμενος, σύμφωνα και με το τραγούδι εκείνης της περιόδου «Μας πήραν την Αθήνα –νανού, νανού, νανού- μόνο για ένα μήνα», ότι σ’ ένα μήνα ο ΕΛΑΣ θα διώξει τους Εγγλέζους και θα γυρίσει κοντά στην Ελένη. Αντί γι’ αυτό, βέβαια, ακολούθησε η Βάρκιζα, ο Εμφύλιος και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Αχιλλέας, καπετάνιος του ΔΣΕ ακολουθεί τη μοίρα των ηττημένων και βρίσκεται στην Τασκένδη. Η Ελένη, η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», η αρραβωνιαστικιά ούτε καλά καλά της μιας νύχτας, ζει το δράμα στην Αθήνα. «Σ’ ένα χρόνο θα ‘χουμε μπει στην Αθήνα», της είπε ο Αχιλλέας ξεκινώντας ο εμφύλιος. «Πόσα κεφάλια μπηγμένα σε πασσάλους σ’ ένα χρόνο», σκέφτεται η Ελένη που συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και γλυτώνει την εξορία, χάρη στις διασυνδέσεις της δυναμικής, αριστερής μητέρας της με πρόσωπα της κεντρικής εξουσίας. Η μητέρα της εξασφαλίζει για την Ελένη διαβατήριο και φεύγει για τη Ρώμη, τάχα να σπουδάσει. Εκείνη όμως έχει συνεννοηθεί με τον Σεριόζα, έναν υπάλληλο της σοβιετικής πρεσβείας στην Αθήνα με τον οποίο μυστικά συνεργάζεται, να λάβει βίζα από τη σοβιετική πρεσβεία στη Ρώμη για τη Μόσχα, προκειμένου να φτάσει στην Τασκένδη, στον Αχιλλέα. Η βίζα καθυστερεί. Η Ελένη μένει στην Ιταλία πολύν καιρό. Γνωρίζεται με τον Ζαν Πωλ, έναν Βέλγο ζωγράφο. Ερωτεύεται. Συνάπτει σχέση. Είναι τώρα η Δάφνη. Δίνει χώρο στην φιμωμένη επιθυμία της ψυχής και του σώματος. Κάποτε έρχεται η πολυπόθητη βίζα. Πηγαίνει στο Παρίσι απ’ όπου θα φύγει για τη Μόσχα. Στο Παρίσι την περιμένει η Μαρί Τερέζ, εκ μέρους του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Φτάνει στη Μόσχα κι από εκεί στην Τασκένδη. Ανταμώνει τον Αχιλλέα. Μένει έγκυος. Γεννάει μια κόρη, τη Δαφνούλα. Ο Αχιλλέας που ζει πλέον η Ελένη δεν είναι εκείνος που ονειρεύτηκε. Προτεραιότητα γι’ αυτόν είναι το Κόμμα κι όχι η Ελένη. Ούτε η ΕΣΣΔ είναι η κομμουνιστική κοινωνία που οραματίστηκε. Ούτε η κοινότητα των πολιτικών προσφύγων είναι αυτή που περίμενε. Η Ελένη απογοητεύεται από τις συνθήκες ζωής και διαβίωσης, από τις σχέσεις των ανθρώπων που σκιάζονται από την αλληλοϋπονόμευση και την ομαδοποίηση γύρω από τις κυρίαρχες τάσεις της κομματικής ιεραρχίας, κάθε φορά. Απογοητεύεται αντικρίζοντας πρώην περήφανους μαχητές του ΔΣΕ να έχουν μετατραπεί σε ανθρωπάκια. Τα χρόνια κυλάνε, με ό,τι κουβαλάνε στο πέρασμά τους, εκεί στην Τασκένδη. Θάνατος του Στάλιν, 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, αποσταλινοποίηση, εποχή Χρουτσιόφ, ωμοφαγικά γεγονότα στις κοινότητες των ελλήνων της Τασκένδης με την ανακαταγραφή και την πτώση του Ζαχαριάδη. Η Ελένη ζει τις εξελίξεις και την επίδρασή τους πάνω στους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Ζει την επίδραση των γεγονότων στον Αχιλλέα. Κάποτε μετακομίζουν στη Μόσχα. Στην Ελλάδα η πολιτική κατάσταση επιτρέπει δειλά ανοίγματα ανθρώπινης αντιμετώπισης των ηττημένων, δίνοντας ελπίδες επαναπατρισμού στους πρόσφυγες. Η Ελένη και η Δαφνούλα παίρνουν άδεια τρίμηνης παραμονής και έρχονται στην Αθήνα. Ο Αχιλλέας παραμένει στη Μόσχα. Είμαστε στις αρχές του 1967. Η Ελένη εξασφαλίζει ακόμη μια τρίμηνη άδεια. Ξαναγίνεται η Δάφνη. Ζει ανέμελα ό,τι έχει στερηθεί. Σε μιαν εκδρομή στους Δελφούς κάνει έρωτα μ’ ένα παλιό της γνώριμο. Λίγες μέρες πριν λήξει η άδεια παραμονής γίνεται η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Καταφέρνει και φεύγουν, μαζί με τη Δαφνούλα, στο Παρίσι. Εκεί ζει τα γεγονότα του Μάη 1968, την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα και τη διάσπαση του ΚΚΕ. Ο Αχιλλέας στέλνεται παράνομα στην χουντοκρατούμενη Αθήνα και μόλις φτάνει συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και ορίζεται η δίκη του.
Η Ελένη, πριν φύγει από την Ελλάδα, αμέσως με τη λήξη του εμφυλίου, αρχίζει να βλέπει πράγματα που γίνονται από το Κόμμα τα οποία δεν ερμηνεύονται αποτελεσματικά. Τρανό παράδειγμα η περίπτωση του Ανεμοδαρμένου ή Θησέα. Η Ελένη τον γνωρίζει από την Κατοχή. Είναι ανώτατο στέλεχος. Καθοδηγητής που συνεπαίρνει τις ψυχές. Τώρα έχει πιαστεί από την κρατική ασφάλεια η οποία επιχαίρει πως έδωσε καίριο χτύπημα στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Ο Ανεμοδαρμένος καταγγέλεται από το Κόμμα ως πράκτορας. Εκείνος εκτελείται. Δημοσιεύεται η φωτογραφία του πτώματός του. Το ΚΚΕ χαρακτηρίζει τη φωτογραφία πλαστή και την εκτέλεση ψεύτικη. Ισχυρίζεται ότι ο πράκτορας Ανεμοδαρμένος έχει φυγαδευτεί στις ΗΠΑ.
Για την Ελένη οι εκπλήξεις, σχετικά με το τι πραγματικά οικοδομείται στον υπαρκτό σοσιαλισμό, αρχίζουν από την ώρα που ο σοβιετικός πρόξενος στη Ρώμη που της δίνει τη βίζα, πληροφορούμενος πως εκείνη θα ταξιδέψει από το Παρίσι στη Μόσχα, της λέει: «Ωραία, θα σας βάλουν στη βίζα τρεις μέρες παραμονή στη Μόσχα, ώσπου να πάρετε το τρένο για την Τασκένδη». Η Ελένη δεν καταλαβαίνει. «Τι άδεια για τη Μόσχα, αφού θα έχω βίζα για τη Σοβιετική Ένωση;» Κι αφού είδε με τα μάτια της κι έζησε την καθημερινότητα στην Τασκένδη, όταν ο καθηγητής της των ρωσικών Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς, ένας παραγκωνισμένος καθηγητής πανεπιστημίου που εκδιώχθηκε από τη Μόσχα γιατί δεν απέρριπτε, όπως του εζητείτο, αριστούχους φοιτητές του που η στάση τους δεν ήταν αρεστή στο Κόμμα, όταν, λοιπόν, ο καθηγητής, με τον αέρα αισιοδοξίας που έπνευσε από το 20ο Συνέδριο, λέει στην Ελένη «Καταλαβαίνεις, τώρα θα γυρίσουν οι φίλοι μου!», «Από πού, Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς;», ρωτά η Ελένη. «Από τα στρατόπεδα», της αποκρίνεται. Η Ελένη σκέφτεται: «κι εμείς, άμα ακούγαμε καμιά τέτοια διάδοση, λέγαμε: “ψευτιές, ψευτιές, ψευτιές”».
Η Ελένη ζει τα τραγικά γεγονότα της Τασκένδης, το 1955, όταν οι εσωκομματικοί διαγκωνισμοί για τη νομή της κομματικής εξουσίας και για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών του σοβιετικού πολίτ μπιρό, οδήγησαν σε αιματοκύλισμα, σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά της γης, εκείνους που πριν λίγα χρόνια πολεμούσαν πλάι πλάι με τρύπιες αρβύλες, στη Μουργκάνα, στο Βίτσι, στο Γράμμο. Ας προσμετρήσουμε εδώ πως η Άλκη Ζέη εντάσσει στη μυθιστορηματική δράση τα γεγονότα της Τασκένδης το 1987, όταν ακόμη ελάχιστες αναφορές είχαν δοθεί στην ανάγνωση...
Η Ελένη λαμβάνει στην Τασκένδη ένα δέμα σταλμένο από τη Μόσχα, από τον παλιό της φίλο Σεριόζα –για τον οποίο τα αισθήματα αγάπης υπερβαίνουν εκείνα του έρωτα. Μέσα στο δέμα υπάρχουν και δύο τεράστια πακέτα βαμβάκι. Η Ελένη αναρωτιέται: «Πώς το μάντεψε ο Σεριόζα ότι μου ‘λειπε τόσο πολύ το βαμβάκι! Η Βάγια, με χίλια ζόρια, κατάφερνε να μου βρει λίγο από το νοσοκομείο όπου δουλεύει. Η μεγάλη μου απορία ήταν γιατί στην Τασκένδη, με τις απέραντες καλλιεργημένες εκτάσεις βαμβάκι, που την εποχή της συγκομιδής δεν φτάνανε οι μηχανές να το μαζέψουν, (…), δεν μπορούσες να βρεις στα φαρμακεία ούτε ένα πακέτο βαμβάκι. Ο Αχιλλέας δίνει την κλασσική απάντηση: “Φαίνεται χρειάζεται αλλού”. Ο Αντρέας, πάλι, εξηγεί διαφορετικά: “Είναι κι αυτό ένα από τα μυστήρια της σοβιετικής οικονομίας”».
Η Ελένη ζει τα τραγικά γεγονότα της Τασκένδης, το 1955, όταν οι εσωκομματικοί διαγκωνισμοί για τη νομή της κομματικής εξουσίας και για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών του σοβιετικού πολίτ μπιρό, οδήγησαν σε αιματοκύλισμα, σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά της γης, εκείνους που πριν λίγα χρόνια πολεμούσαν πλάι πλάι με τρύπιες αρβύλες, στη Μουργκάνα, στο Βίτσι, στο Γράμμο. Ας προσμετρήσουμε εδώ πως η Άλκη Ζέη εντάσσει στη μυθιστορηματική δράση τα γεγονότα της Τασκένδης το 1987, όταν ακόμη ελάχιστες αναφορές είχαν δοθεί στην ανάγνωση –κυρίως σε μορφή αναμνήσεων, γιατί στη λογοτεχνία δεν είχε σχεδόν ακόμη τίποτα εγκιβωτιστεί. Μονάχα ίσως ο Θωμάς Δρίτσιος είχε καταθέσει τη μαρτυρία του. Αργότερα, μετά το 1987, ακολούθησαν τα βιβλία μαρτυρίας και λογοτεχνικής διαχείρισης των γεγονότων, του Στέλιου Γιατρουδάκη, του Χρήστου Καινούργιου, του Γαβρίλη Λαμπάτου, του Γιώργου Αθανάσαινα, του Κώστα Τσιαντίνη, αλλά και του Μιχάλη Πιτένη, της Μαρούλας Κλιάφα, του Κώστα Ακρίβου, της Ελένης Σαραντίτη, του Δημήτρη Σαραντάκου, της Έλενας Χουζούρη, του Αλέξη Πάρνη.
Η Ελένη κάνει την τραγική διαπίστωση, στην Τασκένδη, για την δικαιοδοσία του Κόμματος να έχει λόγο και εξουσία πάνω στα ανθρώπινα συναισθήματα. Κάποτε δεν θ’ αντέξει και θα πει στον Αχιλλέα: «Μη μου λες χιλιοτριμμένα τσιτάτα. Ή θα μου μιλάς σαν άντρας μου ή σαν γραμματέας του κόμματος». Για να θα πάρει την απάντηση: «Το ένα δεν αναιρεί το άλλο».
Η κομματική πειθαρχία επιβάλει την τήρηση μιας ογκολιθικής ηθικής η οποία συνθλίβει τα συναισθήματα. Μια ηθική που οδηγεί τους ανθρώπους να φροντίζουν το φαίνεσθαι σε βάρος του είναι. Στο Παρίσι, στην εποχή της δικτατορίας, βρίσκεται στην παρέα των εμιγκρέδων και η Άννα, η οποία ανήκει ηλικιακά στην επόμενη γενιά, αυτή που θα ονομαστεί, αργότερα, γενιά του Πολυτεχνείου. Λέει η Άννα στην Ελένη: «Αυτή είναι η διαφορά της γενιάς μας. Εμείς κάνουμε έρωτα κι ας είμαστε στην παρανομία και δεν το κρύβουμε. Εσείς ή το κάνετε στα κρυφά ή γίνεστε οσιομάρτυρες, ανέραστες και κομπλεξικές και κάθεστε και κλαίτε ακόμα τον εκτελεσμένο ΕΠΟΝίτη που σας είχε πρωτοφιλήσει».
Ο Αχιλλέας είναι το πρότυπο του ενταγμένου με την ψυχή και με το σώμα στην ιδέα. Καλύτερα του ενταγμένου στον φορέα που ενεργεί στο όνομα της ιδέας. Στο κόμμα. Εμπιστεύεται τις αποφάσεις του κόμματος τυφλά. Ακόμα κι όταν βλέπει. «Αφού το λέει το κόμμα, έτσι είναι!» Όμως το κόμμα είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι, συχνά πυκνά, ενεργούν εξυπηρετώντας σκοπιμότητες και συμφέροντα. Μυριάδες ακολούθησαν τυφλά τη γραμμή του κόμματος στα χρόνια εκείνα. Για πολλούς ήταν επιλογή επιβίωσης. Όριζε τη στάση τους το συμφέρον. Για κάποιους άλλους η στάση τους υπαγορευόταν από την πίστη στην ιδέα. Αυτοί υπήρξαν τραγικά υποκείμενα της ιστορικής διαδρομής του κομμουνιστικού κινήματος. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αχιλλέας. Θα παραμείνει, ως το τέλος της μυθιστορηματικής πλοκής, με το αντάρτικο ψευδώνυμο. Αχιλλέας. Δεν θα μας δώσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του η συγγραφέας. Γιατί; Μα ακριβώς επειδή ο Αχιλλέας δεν επιθύμησε άλλη ζωή έξω από τη στράτευσή του στην ιδέα. Δεν θέλησε να έχει ποτέ άλλη ταυτότητα. Σαν τους οσιομάρτυρες μιας άλλης ορθοδοξίας που κανένα συναξάρι δεν αποτυπώνει το ονοματεπώνυμό τους.
Το ασκημένο μάτι της Άλκης Ζέη, εισχωρεί σε λεπτές πτυχές της ανθρώπινης συνείδησης, όπως, για παράδειγμα, στην αποτύπωση της απογοήτευσης που νιώθουν οι γάλλοι κομμουνιστές καθώς, αντικρίζοντας την Ελένη, συνειδητοποιούν ότι δεν επιβεβαιώνει με την εμφάνισή της, τη διάθεσή της και τη θέρμη της για ζωή, το μοντέλο που έχουν στο μυαλό τους για την αφοσιωμένη αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου, την ταγμένη γυναίκα που οφείλει να είναι πάνω από τα ανθρώπινα κι όχι να πατάει στη γη, ενώ τούτη εδώ δίνει χώρο στο κορμί της που θάλλει και μπουμπουκιάζει και σκάει ανθούς. Όσοι γνώριζαν την Ελένη απ’ την Αντίσταση, όταν έγινε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, και την συναντούν είτε στην Τασκένδη είτε στην Αθήνα είτε, αργότερα, στο Παρίσι, θεωρούν πως διατηρείται φρέσκια εξαιτίας του «μεγάλου έρωτά της για τον Αχιλλέα» ή εξαιτίας του «ρομαντικού μύθου που ενσαρκώνει». «Δεν γέρασες, γιατί έζησες το όνειρό μας εκεί που ήσουνα», της λένε οι παλιοί της σύντροφοι όταν επαναπατρίζεται με την τρίμηνη άδεια το 1966. Όμως την Ελένη έθρεψε η θέρμη της για τη ζωή και η θέλησή της να χαρεί με τη θηλυκή της υπόσταση. Αυτή της η δυνατότητα την έκανε να εξισορροπεί τη σχέση της με το κόμμα και ν’ αντιμετωπίζει κριτικά τις αποφάσεις του.
Το βιβλίο της Άλκης Ζέη δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, όσο κι αν δείχνει, σε πρώτη ανάγνωση. Άλλωστε η Ελένη αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα μέσα από τη δική της γωνία λήψης –πράγμα που, όπως λέει, δεν θα βοηθούσε κανέναν ιστορικό. Αν και η οπτική των υποκειμένων της ιστορικής εξέλιξης έχει, έτσι κι αλλιώς, ανεκτίμητη αξία για τον ιστορικό. Είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων που δρουν σε μια συγκεκριμένη, καθοριστική για την νεώτερη ιστορία μας, περίοδο. Έτσι, όπως προείπαμε, τα πραγματολογικά στοιχεία της αφήγησης είναι πολλά και δεν αφορούν μονάχα σε καταστάσεις και γεγονότα και χώρους και τόπους, αλλά και σε φυσικά πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλους σ’ εκείνη την ταραγμένη εποχή, τα οποία περνούν στη μυθιστορηματική δράση με ψευδώνυμα. Κι’ αν είναι εύκολο να ταυτοποιηθεί ο Ανεμοδαρμένος ή Θησέας με τον Νίκο Πλουμπίδη, δεν είναι τόσο εύκολο να ταυτοποιήσει κάποιος εκείνο το στέλεχος του κόμματος, έναν χαρακτηριστικό τύπο αριβίστα, που, από τον καιρό της Κατοχής, η Ελένη και η παρέα της έχουν παρονομάσει σε Λιοντάρι του Ντανφέρ. Ωστόσο ο συστηματικός μελετητής εκείνης της ταραγμένης τριακονταετίας μπορεί να συμπεράνει πως, μάλλον, πρόκειται για ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, τον Δημήτρη Βλαντά.
«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» είναι ένα μυθιστόρημα για εκείνους που οραματίστηκαν τη ζωή τους ως ένα έπος κι αυτή εξελίχθηκε σε δράμα και σε τραγική κωμωδία. Για εκείνους που υπήρξαν αληθινά κομπάρσοι πάνω στο «Τρένο της φρίκης», έτσι όπως μεταλλάχθηκε το τρένο της επανάστασης, με πρωταγωνιστές στις θέσεις των μηχανοδηγών, των κλειδούχων, των σταθμαρχών και των ελεγκτών τους αστέρες των ηγεσιών και της καθοδήγησης. Ένα «τραίνο φρίκης» ακινητοποιημένο πια στο σταθμό, όπως αυτό των κινηματογραφικών γυρισμάτων. Είναι ένα μυθιστόρημα για εκείνους που τις αποφάσεις για τη ζωή τους τις έπαιρναν τα γεγονότα και όχι οι ίδιοι. Για τη γενιά που δεν πρόλαβε να ζήσει. «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» είναι το μυθιστόρημα των ανθρώπων της αριστεράς που κύλησε η ζωή τους σαν ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά τους εν’ όσω πάλευαν για μια καλύτερη ζωή, για μια κοινωνία δικαιοσύνης. Είναι το μυθιστόρημα μιας γενιάς που της οφείλουμε, όπως και να ‘χει, το σεβασμό μας.
* Tο κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, στο βιβλιοπωλείο «Σύγχρονη Έκφραση», στη Λιβαδειά, την Δευτέρα 5/3/2012
Μεταίχμιο, 2011
Σελ. 399