Για τις νουβέλες «Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους» (εκδ. Διόπτρα) του Γιάννη Δενδρινού, «Μερκάντο» (εκδ. Εστία) της Μαρίας Μαμαλίγκα και «Του κανενός» (εκδ. Μωβ Σκίουρος) της Ερατώς Ιωάννου.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η νουβέλα, μονίμως συντεθλιμμένη μεταξύ μυθιστορήματος και διηγήματος, φέτος, νομίζω, έχει την τιμητική της. Και γενικότερα τα τελευταία χρόνια ανθίζει, σταδιακά όλο και περισσότερο, προσπαθώντας να λειτουργήσει σαν χρυσή τομή ανάμεσα στο μικρό, ακαριαίο και περιεκτικό του διηγήματος και στο πολύπλοκο και πολυδιάστατο του μυθιστορήματος.
Έτσι, μέσα στην ενδιάμεση έκταση, η νουβέλα μπορεί να ορθώσει ατμόσφαιρα, πλοκή, χαρακτήρες, γλωσσική λεπτοβελονιά, σύγχρονη ματιά κ.ά. Μοιάζει να θέλει να τεντωθεί πάνω από τα όρια της μικρής φόρμας, αφού το διήγημα δεν είναι σε θέση να χωρέσει ό,τι ο συγγραφέας έχει στον νου, αλλά κι από την άλλη να μην προτίθεται να επεκταθεί στις πολυδαίδαλες διαστάσεις της μεγάλης φόρμας.
Γράφει χαρακτηριστικά και καίρια ο Γκέοργκ Λούκατς: «Η νουβέλα δεν έχει διόλου την αξίωση να απεικονίσει το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας, ούτε καν κι εκείνη την ολότητα που πηγάζει από τη θεώρηση ενός βασικού και επίκαιρου προβλήματος. Η αλήθεια της στηρίζεται στο ότι, μέσα σε μια κοινωνία που έχει φτάσει σ’ ένα κάποιο βαθμό ανάπτυξης, είναι δυνατό να υπάρξει μια ιδιαίτερη περίπτωση –ασυνήθιστη τις πιο πολλές φορές– και χάρη σ’ αυτή και μόνο τη δυνατότητα, η περίπτωση τούτη είναι χαρακτηριστική για την εν λόγω κοινωνία». (Γκέορκ Λούκατς Σολζενιτσιν, Χάινε: Πρωτοποριακοί, μτφρ. Μπ. Κολώνιας, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1971, σελ. 9-14).
Η πρώτη νουβέλα που θα συζητήσω είναι το Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους (εκδ. Διόπτρα) του Γιάννη Δενδρινού, ο οποίος επαναφέρει μέσω ενός μυστηρίου τις πληγές του Εμφυλίου, χαραγμένες πάνω στο δέρμα των συμμετεχόντων.
Το μυστήριο που ρίχνει λάδι στη μυθοπλαστική φωτιά αφορά στη Γαλάτεια, ένα δεκάχρονο κορίτσι το οποίο εμφανίζεται ξαφνικά στο νησί το 1949 και οι προύχοντες το δίνουν για υιοθεσία στην καπετάνισσα Θεανώ. Ποια είναι αυτή η κοπέλα, από πού έρχεται και γιατί δεν μιλάει; Από την άλλη, διάφορα μικρά ανεξήγητα συμβάντα ακούγονται σαν σκόρπιες τουφεκιές εδώ κι εκεί, όλα ασήμαντες (;) πληροφορίες στις μαρτυρίες δύο προσώπων, του Ορέστη και της Φωτεινής, οι οποίοι δίνουν κατάθεση στην αστυνομία στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Επομένως, από την αρχή αλλά και συντωχρόνω ο Γ. Δενδρινός θέτει ερωτήματα, αφήνει ίχνη αστυνομικής πλοκής και εμπλέκει την Ιστορία, ειδικά του Εμφυλίου κι αργότερα της Δικτατορίας, στο μυθοπλαστικό υφάδι του. Ο αναγνώστης θέλγεται από αυτές τις ενδείξεις, που δίνονται σταγόνα σταγόνα, και από την ατμόσφαιρα, υφασμένη από το κλίμα του νησιού και τις ασαφείς, ακριβείς μεν αλλά όχι πάντα κατατοπιστικές, αφηγήσεις των δύο μαρτύρων. Το απρόσμενο με το οποίο ξεκινά η νουβέλα βρίσκεται στο κέντρο μιας ευρύτερης ιστορικής αναζήτησης, την οποία ξεδιπλώνουν σταδιακά ο Ορέστης, παιδικός φίλος της Γαλάτειας, γιος κομμουνιστή, και η Φωτεινή, που αποκαλύπτεται ότι είναι η κόρη της, παιδί από το γάμο της μητέρας της με τον φιλοχουντικό Σκαρλάτο.
Το Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους σημαίνει, όταν ο αναγνώστης μάθει τις αιτίες και τα πραγματικά γεγονότα, ότι ο ατομικός βίος συνδέεται αναπόδραστα με τον κοινωνικό και ότι η Ιστορία αφήνει ουλές σε όσους την έχουν ζήσει, ακόμα και χωρίς αυτοί να φταίνε.
Το Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους σημαίνει, όταν ο αναγνώστης μάθει τις αιτίες και τα πραγματικά γεγονότα, ότι ο ατομικός βίος συνδέεται αναπόδραστα με τον κοινωνικό και ότι η Ιστορία αφήνει ουλές σε όσους την έχουν ζήσει, ακόμα και χωρίς αυτοί να φταίνε. Κι έπειτα αυτοί αναγκάζονται από τη ζωή να αναγνωρίσουν τα τραύματά τους, να ψηλαφήσουν το καυτό σίδερο που τα προκάλεσε και να τα χειριστούν, τόσο ψυχολογικά όσο και πρακτικά.
Πάλι μια ιστορία από τον Εμφύλιο, πάλι μια αυτοθυσία για να σωθεί το μικρό κορίτσι, που τελικά δεν γλιτώνει την οδύνη, πάλι μια ατομική πληγή στις μυλόπετρες της Ιστορίας;
Ωστόσο, ο συγγραφέας κερδίζει το μικρό του στοίχημα, επειδή δομικά απλώνει τα κομμάτια του παζλ ώστε να συντηρήσει το μυστήριο και τελικά να δώσει απαντήσεις, αλλά και συναισθηματικά δεν αρνείται στα κενά που μένουν αναπάντητα ώστε να εκλύσουν συγκίνηση.
Ραντεβού με την ιστορία δίνει και η Μαρία Μαμαλίγκα με το Μερκάντο (εκδ. Εστία), που αναφέρεται στην παρουσία (και απουσία) των Εβραίων της Ρόδου.
Η πρωταγωνίστρια Ντέφνε Ανσάλ βρίσκει την ντροπή και τη λύτρωση στο πρόσωπο του μορφωτικού ακολούθου του τουρκικού προξενείου στο νησί, τον οποίο ερωτεύεται· ντροπή γιατί μια Εβραιοπούλα δεν μπορεί να σπιλώνει το όνομά της και την οικογένειά της, φτιάχνοντάς τα με αλλόθρησκο και μένοντας έγκυος από αυτόν, και λύτρωση γιατί έτσι –άθελά της βέβαια– βγάζει τουρκικό διαβατήριο κι, όταν ο σύντροφός της σκοτώνεται από βόμβα στο προξενείο, εκείνη περνά με καΐκι στα απέναντι παράλια μιας χώρας που τήρησε ουδετερότητα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η εικόνα του Εβραίου στα ελληνικά γράμματα έχει μια μακρά παράδοση, όπως έχει εμφώνως δείξει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο Ο άλλος εν διωγμώ, ενώ από το 1945 και μετά το στερεότυπο που προϋπήρχε μεταλλάσσεται, καθώς το Ολοκαύτωμα ανέδειξε τον απολυτο όλεθρο σε έναν περιπλανώμενο και αδικούμενο λαό. Η Μ. Μαμαλίγκα μιλάει για την ιδιαίτερη πατρίδα της και με κέντρο την ηρωίδα της –σε διπλή αφήγηση, μία τριτοπρόσωπη πανοραμική και μία πρωτοπρόσωπη, ημερολογιακή και προσωπική– αναπλάθει τη ζωή των Εβραίων της Ρόδου, των Ροντεσλίς.
Το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων αποτελούσε το 1943 μια πολυπολιτισμική κοινωνία, από τη μια με την Τουρκερία (τουρκική συνοικία) κι, από την άλλη, την Τζουντερία (εβραϊκή συνοικία) μέσα στην παλιά πόλη και την Γκρεγκάια (ελληνική συνοικία) έξω από τα τείχη της, με τους Ιταλούς να διοικούν την περιοχή και να αφήνουν το στίγμα τους, αλλά και με τους Γερμανούς να πατάνε την σκληρή μπότα τους προς το τέλος του πολέμου.
Οι διάλογοι στα λαντίνο και τα χωρία από την Παλαιά Διαθήκη, το χαμηλότονο ύφος, το ύφος οδύνης αλλά και εγκαρτέρησης, η προσωπική ματιά αλλά και η πιο διευρυμένη οπτική γωνία μεταφέρουν στον αναγνώστη τον παλμό των ανθρώπων που άκοντες διέλυσαν τους δεσμούς με τη γη τους και την Ελλάδα, που αγαπούσαν, βρίσκοντας τον θάνατο ή μια νέα ζωή σε άλλες ατραπούς.
Φυσικά το κέντρο του φακού εστιάζει στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των Εβραίων, όχι με ωμό λαογραφικό τρόπο, αλλά εντάσσοντας όλα αυτά στη ροή της ιστορίας. Η φιλήσυχη και φτωχή τους ζωή εξαερώνεται νομοτελειακά με τη μεταφορά και την εξόντωσή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, λίγο αφότου η Ντέφνε προλαβαίνει να φυγαδευτεί στην Τουρκία, με αποτέλεσμα να νιώθει συνάμα ανακούφιση αλλά και ενοχή, που σώθηκε. Η πρωταγωνίστρια εξαγόρασε τον επικείμενο –και γι’ αυτήν– θάνατο με έναν (απρεπή) έρωτα, ο οποίος φυσικά δεν είχε καμία ιδιοτέλεια, όσο κι αν της εξασφάλισε τη δίοδο προς τη σωτηρία. Από τη Μαρμαρίδα καταλήγει στην Πόλη, γνωρίζει ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον καθηγητή Άουερμπαχ, εντάσσεται στην Αριστερά, κι αναζητεί τους χαμένους συγγενείς της, βρίσκοντας εντέλει μόνο τη θεία της Χάνα, που ζει πλέον στο Ισραήλ.
Σε 115 σελίδες η συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει τόσο τη ζωή της Ντέφνε όσο και ευρύτερα τα μικρά και τα μεγάλα της εβραϊκής κοινότητας της Ρόδου. Οι διάλογοι στα λαντίνο και τα χωρία από την Παλαιά Διαθήκη, το χαμηλότονο ύφος, το ύφος οδύνης αλλά και εγκαρτέρησης, η προσωπική ματιά αλλά και η πιο διευρυμένη οπτική γωνία μεταφέρουν στον αναγνώστη τον παλμό των ανθρώπων που άκοντες διέλυσαν τους δεσμούς με τη γη τους και την Ελλάδα, που αγαπούσαν, βρίσκοντας τον θάνατο ή μια νέα ζωή σε άλλες ατραπούς.
Η τελευταία νουβέλα Του κανενός (εκδ. Ο Μωβ Σκίουρος), ενώ έχει ιστορικογενή χαρακτήρα, περνάει πλησίστια στον χώρο της αλληγορίας. Προέρχεται από μια Κύπρια συγγραφέα, την Ερατώ Ιωάννου. Όλοι ξέρουμε ότι οι Κύπριοι λογοτέχνες, τραυματικά και εμμονικά, κινούνται συχνότατα γύρω από την Κόκκινη γραμμή που χωρίζει το ελληνοκυπριακό με το παράνομο τουρκοκυπριακό κομμάτι του νησιού.
Εδώ, η αφηγήτρια, ο Σαλίφου και ο Γαβριήλ βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο ενδιάμεσο κομμάτι, ούτε από εδώ ούτε από εκεί, στη λωρίδα που ελέγχουν οι κυανόκρανοι του Ο.Η.Ε., με αποτέλεσμα να μην μπορούν να μετακινηθούν ούτε προς την ελληνοκυπριακή πλευρά ούτε προς την τουρκοκυπριακή. Ζουν στην επικράτεια του Κανενός, τοπικά ανένταχτοι και ιστορικά απροσδιόριστοι. Φαίνεται να είναι πρόσφυγες ή μετανάστες, που ξεχωριστά ο καθένας βρέθηκαν εκεί μετά από δύσκολα ταξίδια στην Ευρώπη, αλλά συνάμα μετέωροι στη μη-Ευρώπη, ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ψευδοκράτος. Η παραμονή σ’ αυτήν τη ζώνη, ενώ είναι ουσιαστικά κενή, κουβαλά το παρόν και το παρελθόν σαν μια αξεδιάλυτη ενότητα, μολονότι δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτα για την προηγούμενη ζωή των τριών συμβιούντων.
Η αφηγήτρια αντιπροσωπεύει την τραγικότητα του «ανάμεσα». Ζει μια ζωή που θα μπορούσε να είναι κανονική αλλά δεν είναι, ή μια ζωή που δεν είναι κανονική αλλά μοιάζει.
Η αφηγήτρια αντιπροσωπεύει την τραγικότητα του «ανάμεσα». Ζει μια ζωή που θα μπορούσε να είναι κανονική αλλά δεν είναι, ή μια ζωή που δεν είναι κανονική αλλά μοιάζει. Διαβιώνει ανάμεσα στον Γαβριήλ, ο οποίος δρα σαν να πρόκειται να μείνει για πάντα εκεί, και στον Σαλίφου, που δρα σαν να μη πρόκειται να μείνει ούτε μια μέρα ακόμα, ασφυκτιώντας μεταξύ των γραμμών. Έτσι, η νουβέλα ζωντανεύει την ποιητική του ρευστού ενδιάμεσου, του απροσδιόριστου συνόρου, που προκαλεί μεγαλύτερη σύγχυση σε όποιον το ζει, μεγαλύτερη από τη μία ή την άλλη λύση.
Και όλο αυτό –δεν το ξεχνάμε– συνδεόμενο με τη νεκρή ζώνη της Λευκωσίας, υποδεικνύει την τραγικότητα των Κυπρίων, που ζουν κι αυτοί ανάμεσα σε μια κανονική ζωή και την ανατροπή της, ανάμεσα σε μια υπαρκτή διχοτόμηση και σε μια νοσταλγημένη ενιαία νήσο· όπως η γριά λύκαινα, μια γηραιά δηλαδή κυρία με την οποία η αφηγήτρια επικοινωνεί βλεμματικά, η οποία μένει εξόριστη λίγα μέτρα από το (παλιό) σπίτι της, στη μία γραμμή της διαίρεσης, ενώ πριν ζούσε στην άλλη. Ο Αττίλας του 1974 αφήνει την Κύπρο στο ανάμεσα, σε μια αμήχανη ζωή, που δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε μπρος ούτε πίσω, στη ζώνη του κανενός.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).