Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μαλανδράκη «Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: φωτογραφία από το Σεράγεβο.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Λένε ότι ένας δημοσιογράφος πρέπει «να κρατάει απόσταση απ’ όλα και να παραμένει όσο πιο νηφάλιος γίνεται. Να μην εξοργίζεται και να μην μπαίνει στη θέση κανενός άλλου.» Όμως, πόσο ανθεκτικός μπορεί να είναι κανείς μπροστά στη φρίκη του πολέμου;
Και πόσο εύκολο είναι να συνεχίσει μετά τη ζωή του, όταν έχει δει πόλεις να καταστρέφονται, οικογένειες να ξεκληρίζονται και ανθρώπους να διαμελίζονται μπροστά στα μάτια του;
Ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα
Λίγους μήνες πριν κλείσει τα δεκαοκτώ, ο Χάρης Αλεξιάδης αρχίζει να ενδιαφέρεται για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο και να διαβάζει ό,τι πέφτει στα χέρια του. Θέλει να γίνει δημοσιογράφος, και τα καταφέρνει. Αρχικά, ασχολείται με το διεθνές ρεπορτάζ σε κάποια εφημερίδα και στη συνέχεια προσλαμβάνεται από ένα ιδιωτικό κανάλι της τηλεόρασης.
Όταν του προτείνουν να καλύψει τα γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, δέχεται να ταξιδέψει στο Σεράγεβο. Θεωρεί ότι το ταξίδι αυτό είναι η ευκαιρία της ζωής του, γιατί θα βρεθεί στην καρδιά των γεγονότων, εκεί όπου γράφεται η Ιστορία.
Παραμένοντας για μεγάλο διάστημα στο Σεράγεβο, το οποίο έχουν αποκλείσει οι σερβικές δυνάμεις, ο Χάρης, πέρα από τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει όσον αφορά το κρύο, την έλλειψη νερού και τις διακοπές ρεύματος, έρχεται αντιμέτωπος με την αληθινή εικόνα του πολέμου.
Παραμένοντας για μεγάλο διάστημα στο Σεράγεβο, το οποίο έχουν αποκλείσει οι σερβικές δυνάμεις, ο Χάρης, πέρα από τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει όσον αφορά το κρύο, την έλλειψη νερού και τις διακοπές ρεύματος, έρχεται αντιμέτωπος με την αληθινή εικόνα του πολέμου. Ένας άνθρωπος του δυτικού κόσμου που παρακολουθεί τις ειδήσεις από τον καναπέ του σπιτιού του, όση ενσυναίσθηση κι αν διαθέτει, είναι αδύνατο να καταλάβει τη φρίκη που βιώνουν οι εμπλεκόμενοι στον πόλεμο, ή εκείνοι που αποφάσισαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες και καταγραφείς του πολέμου αυτού.
Ο Χάρης βλέπει καθημερινά ανθρώπους να ζουν σε άθλιες συνθήκες, βλέπει τον φόβο, την αβεβαιότητα και την εξάντληση στα πρόσωπα των νέων, βλέπει τον διχασμό και το μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που μέχρι πριν λίγο καιρό συνυπήρχαν ειρηνικά. Βλέπει γνωστούς του να χάνουν ξαφνικά τη ζωή τους. Βλέπει να διαπράττονται εγκλήματα πολέμου και οι πολιτικοί ηγέτες να μην προσπαθούν να βρουν μια λύση. Βλέπει την κοινή γνώμη στη χώρα του και στην Ευρώπη να συνηθίζει στην εικόνα των καθημερινών επιθέσεων και στον θάνατο αθώων ανθρώπων.
Εικόνες και ήχοι της φρίκης
Κάνει καθημερινά ρεπορτάζ μπροστά σε βομβαρδισμένα κτήρια, αντιλαμβάνεται τις σφαίρες που σφυρίζουν περνώντας δίπλα του, ακούει τον θόρυβο των αμέτρητων βιβλίων που γίνονται στάχτη στο φλεγόμενο κτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Σε κάθε σπίτι, και παντού γύρω του, ακούει βογκητά, λυγμούς, αναφιλητά. Μια ποικιλία των ήχων του ανθρώπινου πόνου.
Αγωνίζεται να μην καταρρεύσει. Μετά όμως έρχεται η επίθεση στην αγορά του Μαρκάλε, ένα γεγονός, την έκταση και τη φρίκη του οποίου, αδυνατεί να συλλάβει ο νους του. Διαμελισμένα σώματα, φωνές, τραυματίες που ζητούν βοήθεια, νεκροί ανάμεσα στους πάγκους με τα τρόφιμα, ζωντανοί με κενό βλέμμα, πιτσιλιές από αίμα παντού. Κι εκείνος τα βλέπει όλα αυτά και συνειδητοποιεί πόσο ανήμπορος είναι ο ίδιος αλλά και κάθε απλός άνθρωπος μπροστά στον πόλεμο.
Επιστροφή στην ελαφρότητα
Μετά από την επίθεση στην αγορά του Μαρκάλε ο Χάρης ζητά να επιστρέψει στην Αθήνα. Περνά μια μεγάλη περίοδο απραξίας, και στη συνέχεια, του προτείνουν να ασχοληθεί με τις ψυχαγωγικές εκπομπές. Το μουσικό τηλεπαιχνίδι που παρουσιάζει λέγεται Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ, και σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Σύντομα γίνεται διάσημος.
Η ζωή του αλλάζει, κι εκείνος την απολαμβάνει. Του αρέσει να βρίσκεται στο πλατό. Επιδιώκει τη δημοσιότητα, την ένταση, την κίνηση, την αδρεναλίνη. Κυνηγάει το χρήμα, το σεξ, τις γνωριμίες, κι ό,τι άλλο θεωρεί ότι συνιστά ζωή. Θέλει να νιώθει το σώμα του γεμάτο ενέργεια. «Θέλει να είναι συνέχεια έξω και να συμμετέχει σε όλα.» Η εκπομπή του προσφέρει διασκέδαση στους θεατές και την βιώνει κι εκείνος μαζί τους. Η διασκέδαση είναι το αντίθετο του πόνου, είναι χαρά, είναι ζωή. Μόνο αυτό έχει σημασία.
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης γεννήθηκε το 1996 στα Χανιά και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, αλλά και της Σχολής Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Λυκούργου Σταυράκου. Εργάζεται στο Τμήμα Μυθοπλασίας της ΕΡΤ. Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Patriot (Πόλις, 2019), τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα (εξ ημισείας). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. |
Έχοντας βιώσει τον θάνατο της αδελφής του σε πολύ μικρή ηλικία, και έχοντας δει από κοντά τον θάνατο τόσων ανθρώπων στο Σεράγεβο, ξέρει ότι η απόσταση που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο είναι μηδαμινή. Προσπαθεί λοιπόν να ζήσει ό,τι μπορεί και μάλιστα να το ζήσει στον μέγιστο βαθμό. Και πάντα με τη μουσική στη διαπασών. Όταν ακούει δυνατά μουσική είναι σαν να αφήνει πίσω το παρελθόν, σαν να ξεχνάει τον ήχο από τις βόμβες και τις χειροβομβίδες, τα κλάματα και τα βογκητά των ζωντανών, τον ήχο από το φτυάρι που σκάβει το χώμα για την ταφή των νεκρών.
Η μουσική λειτουργεί γι’ αυτόν σαν ένα προστατευτικό περίβλημα, που δεν επιτρέππει να περάσουν οι μνήμες και τα συναισθήματα. Η μουσική τον παρηγορεί, καλύπτει τον πόνο και την απόγνωση. Υπάρχει μόνο η μουσική κι εκείνος. Ζωντανοί και οι δύο.
Ο ήρωας του Μαλανδράκη βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, γιατί η στασιμότητα γι’ αυτόν ισοδυναμεί με θάνατο. Προσπαθεί να εξισορροπήσει τη φρίκη του πολέμου με τη μουσική και τη διασκέδαση. Είναι ο δικός του τρόπος άμυνας απέναντι σε ό,τι είναι πάνω από τις δυνάμεις του, σε ό,τι δεν μπορεί και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί. Μέχρι που ένα πρόβλημα υγείας τον αναγκάζει να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο, να αντιμετωπίσει το παρελθόν και να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές του.
Ανάμεσα σε ημερολόγιο και δημοσιογραφική καταγραφή
Το βιβλίο είναι κάτι ανάμεσα σε ημερολόγιο και δημοσιογραφική καταγραφή, όπου, σε κάθε κεφάλαιο, αναφέρεται ο τόπος και η χρονική περίοδος των γεγονότων που εξιστορούνται, και η αφήγηση γίνεται σε γ’ πρόσωπο. Ο αφηγητής, απλά και ρεαλιστικά, μάς περιγράφει στιγμές από τη ζωή του Χάρη, σαν σκηνές από κινηματογραφική ταινία, οι οποίες είναι μικρής έκτασης, ίσως γιατί και το τόσο είναι αρκετό, ίσως γιατί το περισσότερο θα βάρυνε πολύ το κείμενο.
Η αφήγηση μεταπηδά διαρκώς από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν, κι αυτή η συνεχής επιστροφή στο χτες κλιμακώνει την ένταση και το συναισθηματικό φορτίο που καλείται να σηκώσει ο ήρωας.
Η αφήγηση μεταπηδά διαρκώς από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν, κι αυτή η συνεχής επιστροφή στο χτες κλιμακώνει την ένταση και το συναισθηματικό φορτίο που καλείται να σηκώσει ο ήρωας. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η χρήση των χρόνων που επιλέγει ο συγγραφέας. Στην αφήγηση γεγονότων πιο γενικών, που αφορούν πολλούς, χρησιμοποιεί παρελθοντικό χρόνο. Όταν όμως περιγράφει πράγματα τα οποία έζησε ο Χάρης και τον σημάδεψαν, ο χρόνος γίνεται ενεστώτας, γιατί τα γεγονότα αυτά ο Χάρης τα κουβαλάει και πάντα θα τα κουβαλάει στο παρόν του, όσο κι αν προσπαθεί για το αντίθετο.
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης επιλέγει ενδιαφέροντα θέματα και τα αναπτύσσει με γραφή ζωντανή και ανεπιτήδευτη.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όλοι τους είχαν τη δυνατότητα να δουλεύουν σε μεγάλα άνετα γραφεία, με μια κούπα ζεστό γαλλικό καφέ συνεχώς δίπλα τους, και στα διαλείμματα να τρώνε στο αγαπημένο τους εστιατόριο. Επέλεξαν όμως να είναι εδώ. Ο επαγγελματικός του ενθουσιασμός τον έχει εγκαταλείψει. Δεν κρυφοκοιτάζει πια τις ζωντανές συνδέσεις του CNN στο πάρκινγκ, κι η αντοχή του στο κρύο έχει μειωθεί. Κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί, χωρίς ν’ αναζητά νόημα σ’ όσα συμβαίνουν γύρω του, ετοιμάζει σχεδόν μηχανικά τα σπικάζ του για λεηλατημένα κομβόι βυτιοφόρων, για παραλυμένα νοσοκομεία και χειρουργικές επεμβάσεις χωρίς αποστειρωμένα εργαλεία, για τους ντόπιους που διασχίζουν χιλιόμετρα μέχρι το Μπίστρικ για να ξεδιψάσουν, και για όσους, μην μπορώντας να μετακινηθούν τόσο μακριά, σβήνουν τη δίψα τους σε μολυσμένα πηγάδια.»