Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Μπασκόζου «Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών» (εκδ. Μεταίχμιο) και το μυθιστόρημα της Άννας Δαμιανίδη «Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το ότι τα δύο μυθιστορήματα μοιάζουν και συνάμα στέκουν το ένα καθρέφτης απέναντι στο άλλο είναι μια εντύπωση που μου δημιουργήθηκε όταν τελείωσα και τα δύο, διαβάζοντάς τα σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Κι οι ομοιότητές τους εξηγούνται, εν μέρει, επειδή οι δύο συγγραφείς ανήκουν στην ίδια γενιά, καθώς ο μεν Γιάννης Μπασκόζος γεννήθηκε το 1952, η δε Άννα Δαμιανίδη το 1953. Κι οι δύο, λοιπόν, μεγάλωσαν στην Αθήνα της δεκαετίας του 1960 και η ενηλικίωσή τους έπεσε στα χρόνια της Χούντας.
Επομένως, τα δυο μυθιστορήματα είναι ωδές στη γενιά του Πολυτεχνείου, όχι όμως εστιάζοντας στην πλευρά των στρατευμένων και συνειδητοποιήμενων φοιτητών της εποχής, αλλά στη στάση των ημιπολιτικών ή ημιαπολίτικων νέων, οι οποίοι ωστόσο ψήνονται δίπλα ή ξώφαλτσα στις αντιδικτατορικές δράσεις και τα αιματηρά γεγονότα του 1974.
Από τη μία, οι νέοι του Γιάννη Μπασκόζου ζουν και συχνάζουν στο Παγκράτι στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και ιδρύουν μια μπάντα στα πρότυπα των ξένων συγκροτημάτων της εποχής. Η μπάντα, με το όνομα «Athens Pistols», είναι το σημείο συνάντησης διαφορετικών χαρακτήρων και στοχεύσεων, αφού άλλοι θέλουν να κάνουν καριέρα στη μουσική, άλλοι έρχονται για την παρέα κι άλλοι (κρυφο)κοιτάζουν τον έρωτα ως προτεραιότητα πάνω από τραγούδια και φιλίες.
Ο πρωταγωνιστής ονόματι Νούλης είναι ο μάνατζερ του συγκροτήματος, άρα εν μέρει μέσα κι εν μέρει έξω από αυτό, δεν έχει υψηλές προσδοκίες από τη σταδιοδρομία του στη μουσική, και συνάμα διαβάζει, για να περάσει στο Πανεπιστήμιο, πιστεύει πιο πολύ στη φιλία και επιζητεί την ωρίμαση μέσα από το σεξ με μια μεγαλύτερή του. Κινείται στα στέκια της περιοχής, κι έτσι αναβιώνεται η εποχή με τις καφετέριες και τους αγώνες κατς, τα πάρτι και τις συναυλίες του Σαββόπουλου, τις μικροεπαναστατικές ενέργειες και τις αντιχουντικές διαμαρτυρίες.
Απέναντι στην κυρίως ανδροπαρέα του Γιάννη Μπασκόζου, η Άννα Δαμιανίδη ορθώνει το δικό της κάτοπτρο, μια παρέα τεσσάρων κοριτσιών που περίπου την ίδια περίοδο τελειώνουν το Γυμνάσιο και προσβλέπουν, άλλη με περισσότερες κι άλλη με λιγότερες προσδοκίες, στην είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο.
Απέναντι στην κυρίως ανδροπαρέα του Γιάννη Μπασκόζου, η Άννα Δαμιανίδη ορθώνει το δικό της κάτοπτρο, μια παρέα τεσσάρων κοριτσιών που περίπου την ίδια περίοδο τελειώνουν το Γυμνάσιο και προσβλέπουν, άλλη με περισσότερες κι άλλη με λιγότερες προσδοκίες, στην είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο. Η αφήγηση μάλιστα διασπάται στα τέσσερα, ώστε καθεμιά να μπορέσει να εξιστορήσει τον κοινό παλμό από τη δική της σκοπιά, συχνά διαφωνώντας με τη ματιά των άλλων ή απλώς γνωρίζοντας όσα έπεσαν στη δική της αντίληψη και αγνοώντας άλλα. Αυτή η καλειδοσκοπική αφήγηση, στηριγμένη στην υποκειμενική οπτική γωνία της καθεμιάς, παίζει το παιχνίδι της γνώσης και της άγνοιας, τόσο για όσα συμβαίνουν στην κοριτσοπαρέα και στα φλερτ που τις περιβάλλουν όσο και όσα επισυμβαίνουν στην πολιτική ζωή της δικτατοροκρατούμενης Ελλάδας.
Στόχος τους είναι η σεξουαλική απελευθέρωση από τα δεσμά της παρθενίας αλλά και η είσοδος σε μια Σχολή· μέσα σ’ αυτό το αντικειμενικό πλαίσιο σιγοβράζουν καημοί και ανασφάλειες, μικροέρωτες και φιλίες, αμβλώσεις και διάβασμα, αγωνίες και χαρές.
Τα αγόρια και τα κορίτσια των δύο μυθιστορημάτων, που κινούνται στην ίδια πόλη και στο ίδιο ιστορικό συγκείμενο, δεν συναντιούνται στον χώρο και τον χρόνο, αλλά συναντιούνται ακούσια στον κοινό παρονομαστή της ενηλικίωσης. Κι οι δύο ομάδες λόγω ηλικίας έχουν κάποια ερεθίσματα από την οικογένεια ή τις παρέες για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση τις παραμονές του Πολυτεχνείου, αλλά ουσιαστικά ακολουθούν τις ατομικές (και ατομικιστικές) τους πορείες, με προσωπικούς στόχους, καθώς το μέλλον (μαζί με το φλέγον ατομικό παρόν) βρίσκεται σε προτεραιότητα μέσα στον ορίζοντά τους.
Τα αγόρια επιζητούν την αναγνώριση –με έναν από την ροκ μπάντα να παρακάμπτει τη φιλία προς όφελος της σταδιοδρομίας του–, τη σεξουαλική ωρίμαση, τη σταδιακή βίωση των πολιτικοκοινωνικών κραδασμών, που έρχονται χωρίς οι ίδιοι να είναι συνειδητοποιημένοι, αλλά ψηλαφητά επιχειρούν να συντονιστούν με την εποχή, σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Για τα κορίτσια κύριος στόχος είναι η ελευθερία, καθώς η πατριαρχική κοινωνία κι η καταπιεστική χούντα είναι πιο αυστηρές με αυτά, κι επιδιώκουν να την κατακτήσουν τόσο με την είσοδο σε μια Σχολή που θα τις απελευθερώσει από το σχολείο, το σπίτι και τους στενούς ορίζοντες, όσο και με τη διάβαση του κατωφλιού που λέγεται ερωτική πράξη, ώστε να περάσουν από την παιδικότητα στην ενηλικίωση.
Κι οι δύο παρέες δεν έχουν βαθιά πολιτική συνείδηση: τα αγόρια του Γιάννη Μπασκόζου ελάχιστα, ενώ κάποια κορίτσια από το βιβλίο της Άννας Δαμιανίδη φαίνονται πιο ενήμερα.
Κι οι δύο παρέες δεν έχουν βαθιά πολιτική συνείδηση: τα αγόρια του Γιάννη Μπασκόζου ελάχιστα, ενώ κάποια κορίτσια από το βιβλίο της Άννας Δαμιανίδη φαίνονται πιο ενήμερα. Ο Νούλης λ.χ., λίγο από νεανικό αναβρασμό, λίγο από περιέργεια, θέλει να πάει στο Πολυτεχνείο, αλλά δεν τα καταφέρνει, με αποτέλεσμα να μη ζήσει τις κρίσιμες μέρες, αναπνέοντας μόνο τις αναθυμιάσεις των πολιτικών εκρήξεων. Είναι το πρότυπο της αποτυχίας μιας μερίδας αυτής της γενιάς που δεν μπόρεσε να πετύχει ούτε ατομικά ούτε πολύ περισσότερο κοινωνικά (με αυτό το κριτήριο συνομιλεί με το Λάδι σε καμβά (2022) του Αλέξη Πανσέληνου). Τα κορίτσια, από την άλλη, εισπράττουν από διάφορες πηγές την πολιτική αύρα, και μόλις στο τέλος ανακαλύπτουν ότι συμβίωναν, ερωτοτροπούσαν και διαλέγονταν με άνδρες που είχαν ενεργή αντιδικτατορική δράση.
Και οι δύο συγγραφείς υποβάλλουν την αίσθηση ότι ζούμε την Ιστορία, αλλά δεν είμαστε όλοι ενεργοί τελεστές, αφού τις περισσότερες φορές ο ατομικός βίος ενσκήπτει γεμάτος με τις δικές του έγνοιες και δεν μας αφήνει να ξεχυθούμε στην κοινωνική και πολιτική κονίστρα. Αυτό δεν εκφράζεται ως μομφή, αλλά πιο πολύ ως φυσικός νόμος της Ιστορίας, καθώς οι ορίζοντες του καθενός φτάνουν μέχρι τη φιλία, το σεξ, τις σπουδές, αλλά όχι κατ’ ανάγκη στην πολιτική ενεργοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, τα γεγονότα περνάνε δίπλα μας και, είτε το θέλουμε είτε όχι, κολυμπάμε στα απόνερά τους.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).