Για τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Κολέλη «Κομμένες γλώσσες» (εκδ. ΚΨΜ).
Γράφει η Φοίβη Ρίζου
Οι Κομμένες γλώσσες (εκδ. ΚΨΜ) είναι ένα καθηλωτικό ανάγνωσμα. Σημαδεύει ανεξίτηλα την ψυχή, προβληματίζει, ευαισθητοποιεί και εξοργίζει. Λειτουργεί ως ζοφερός καθρέφτης της εποχής του, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα και απαιτεί επίμονα μια αντίδραση. Πρόκειται για μια συλλογή εννιά διηγημάτων, επίκαιρου κοινωνικού ρεαλισμού, με ποικίλα λογοτεχνικά χαρίσματα, που πετυχαίνει να αποτυπώσει αβάσταχτα παραστατικά το «τέρας» που κρύβουμε μέσα μας ως κοινωνίες και ως άνθρωποι, να απεικονίσει τη δυστοπική αλλά δυστυχώς ακραία ρεαλιστική μορφή του απάνθρωπου κόσμου μας, αυτή που συνήθως μένει αθέατη είτε γιατί αποκρύπτεται είτε γιατί εμείς συστηματικά, όταν τη συναντούμε, εθελοτυφλούμε, αδιαφορούμε, συμβιβαζόμαστε ή απέχουμε.
Ο τίτλος λειτουργεί δισυπόστατα. Από τη μία πλευρά έχει ένα χαρακτήρα συγχρονικό, είναι μια συγκεκαλυμμένη επίκριση, ένα αποτύπωμα της σύγχρονης πραγματικότητας: στον κόσμο που ζούμε είναι πασιφανώς οι γλώσσες μας κομμένες. Ακόμη κι αν γράφονται και λέγονται τόσο πολλά (ενδεικτικό παράδειγμα ο όγκος που διακινείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) η πραγματική επικοινωνία φθίνει και εξαφανίζεται, ο λόγος γίνεται επικριτικός και πολωτικός, οι γλώσσες μας είναι κομμένες γιατί κραυγάζουν άναρθρα χωρίς ίχνος έλλογου λόγου.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο τίτλος λειτουργεί σαν πρόβλεψη, σαν μια βαθιά δυσοίωνη, αυτοεκπληρούμενη προφητεία: ο αναγνώστης που θα ταξιδέψει στον κόσμο των «Κομμένων γλωσσών», στο τέλος θα μείνει κυριολεκτικά άναυδος, μουγγός, με τη γλώσσα του κομμένη. Γιατί θα έχει κοιτάξει διαυγώς και κατάματα το «τέρας».
Τοξικές οικογένειες
Στις Κομμένες γλώσσες τοξικές οικογένειες μεγαλώνουν «άρρωστους» ενήλικες με αυταρχισμό, αδιαφορία ή ευνουχιστική υπερπροστασία, η παιδεία απομυθοποιείται και αποτυγχάνει, οι ταξικοί ανταγωνισμοί δημιουργούν απύθμενα ρήγματα στην ούτως ή άλλως σαθρή κοινωνική δομή, η ποίηση δεν έχει κανένα νόημα και όλα είναι αριθμοί. Οι παθογένειες της σύγχρονης κοινωνίας πρωταγωνιστούν ορίζοντας την πορεία της αφήγησης, παθογένειες που τρεμοπαίζουν ακατάσχετα στις παρυφές των ιστοριών, διογκώνοντας σε δυσβάσταχτο βαθμό την δυστοπική εικόνα την κοινωνίας που –δυστυχώς– αναγνωρίζουμε ως δική μας: ο κόσμος του Κολέλη –ο κόσμος μας– επιστρατεύει κάθε μορφή ρατσισμού και διακρίσεων, αλλοτριώνει ψυχές και χαρακτήρες, θυσιάζει τα πάντα για τον εύκολο πλουτισμό, προτάσσει ως αξίες την ύλη και το «φαίνεσθαι», και δεν φανερώνει σχεδόν κανένα ιδανικό, καμία ανθρωπιστική ευαισθησία, ούτε καν για το θεαθήναι.
Οι Κομμένες γλώσσες ξεγυμνώνουν προκλητικά αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε κι αυτό που είναι οι άλλοι δίπλα μας: άνθρωποι με μοναδικό ιδανικό το συμφέρον, με επίπλαστα προσωπεία, σύνδρομα καταδίωξης και εσωτερική σύγχυση, αποστασιοποιημένοι μα έρμαια χυδαίων παθών, σε τοξικές σχέσεις συνεξάρτησης και την άρρωστη εγωπάθεια του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;». Ένας κόσμος τόσο ερεβώδης, που ζέχνει φόβο και γεννά τη βία. Αυτός ο κόσμος μοιάζει απλός μα είναι πολύ σύνθετος, γεμάτος οξύμωρα και αντιφάσεις.
Το πρώτο οξύμωρο αφορά τους ήρωες του έργου. Οι ήρωες του Κολέλη είναι ποικιλοτρόπως αντιφατικοί και παράδοξοι. Πρώτο παράδοξο, το πλήθος τους: είναι πολλοί, απρόσμενα πολλοί για μόλις εννέα διηγήματα. Δίπλα στους κεντρικούς ήρωες παρατρέχουν φίλοι, συγγενείς, γείτονες, υπάλληλοι, γνωστοί και άγνωστοι, δευτεραγωνιστές ή κομπάρσοι. Κι αν η αφηγηματική αυτή πολυκοσμία θα μπορούσε να καθησυχάζει ως κοινωνικότητα, στις «Κομμένες γλώσσες» επιβεβαιώνεται η ρήση του Ζαν-Πωλ Σαρτρ: «η κόλαση είναι οι άλλοι».
Οι απότομες αλλαγές εστίασης από πρόσωπο σε πρόσωπο σε κάποιες περιπτώσεις, οι εναλλαγές μεταξύ οπτικής γωνίας και ρυθμών αφήγησης, υπογραμμίζουν εντονότερα την αίσθηση του αποσυντονισμού που περιρρέει διαρκώς το έργο αλλά συγκαλύπτεται επιτυχώς πίσω από την άτονη αφηγηματική διάθεση.
Δεύτερο παράδοξο η ταυτότητά τους: αυτοί οι «άλλοι» μοιάζουν εν πολλοίς με ανθρώπους που γνωρίζουμε. Μοιάζουν «φυσιολογικοί» κι όμως είναι τελικά ακραίοι: ένα μικρό κλικ μετατρέπει τους καθ’ όλα αναμενόμενους αυτούς ανθρώπους σε χυδαία, εγκληματικά όντα, απάνθρωπα και απανθρωποποιημένα.
Τρίτο παράδοξο η ψυχολογία τους: είναι πρόσωπα με ασύνδετες ψυχολογικές εκφάνσεις: ανάλγητοι, αποστασιοποιημένοι, αδιάφοροι, νεκροί ήδη ψυχικά πριν ακόμη πεθάνουν ή σκοτώσουν. Κι, όμως, την επιφανειακή αυτή αναλγησία τη διαλύουν πάθη τέτοιας έντασης που σοκάρουν, χωρίς όμως να διασπούν την ψυχική τους ατονία. Παράδοξο και το συναισθηματικό αποτύπωμα των ηρώων στον αναγνώστη. Αυτούς τους ήρωες περισσότερο τους οικτίρουμε παρά τους μισούμε, γιατί νιώθουμε ότι είναι προβληματικά παράγωγα μιας κοινωνίας μέσα στην οποία μοιράζουμε από κοινού τις ζωές μας.
Το δεύτερο οξύμωρο στο έργο είναι η ίδια η γραφή και το αποτύπωμά της: η γραφή είναι στεγνά αναφορική, περιγράφει και αφηγείται χωρίς πάθη, αλλά πετυχαίνει να προκαλέσει την εμβύθιση του αναγνώστη πολύ αποτελεσματικότερα από οποιαδήποτε συναισθηματικότερη γλωσσικά προσέγγιση. Οι απότομες αλλαγές εστίασης από πρόσωπο σε πρόσωπο σε κάποιες περιπτώσεις, οι εναλλαγές μεταξύ οπτικής γωνίας και ρυθμών αφήγησης, υπογραμμίζουν εντονότερα την αίσθηση του αποσυντονισμού που περιρρέει διαρκώς το έργο αλλά συγκαλύπτεται επιτυχώς πίσω από την άτονη αφηγηματική διάθεση.
O Παναγιώτης Κολέλης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απέκτησε το μεταπτυχιακό του στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση· ωστόσο, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρθρογραφεί σταθερά σχετικά με το βιβλίο, το θέατρο και την πολιτική. Οι «Κομμένες γλώσσες» είναι το τρίτο του βιβλίο. |
Σκληρό περιεχόμενο
Στα πέντε εκ των διηγημάτων η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη κι έτσι επιτυγχάνεται για τον αναγνώστη η αναγκαία αποστασιοποίηση που θα του επιτρέψει να αντιμετωπίσει το σκληρό περιεχόμενο. Όμως, και στα τέσσερα διηγήματα όπου επιλέγεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το κλίμα δεν διαφέρει: οι ήρωες αποτυπώνουν την ίδια τους τη ζωή συμμετέχοντας σε αυτή σε πρώτο πρόσωπο, αλλά η συναισθηματική τους απόσταση από τα ίδια τα γεγονότα μέσα στα οποία δρουν και τα οποία θέτουν σε κίνηση, αγγίζει τα όρια της αφηγηματικής αναισθησίας ακόμη και στις ακραίες στιγμές της κορύφωσης του δράματός τους.
Όσο ακραία συναισθηματικά κι αν είναι φορτισμένες οι ιστορίες του βιβλίου από άποψη περιεχομένου, τόσο απαθής στέκεται η αφηγηματική σκοπιά, με την ψυχρή αντικειμενικότητα ενός fly-on-the-wall ντοκιμαντέρ. Η αποστασιοποιημένη γλώσσα επιτρέπει στον αναγνώστη να προσπελάσει τη δυσωδία του κόσμου που αποτυπώνεται και εντείνει την αναγνωστική ανταπόκριση, υπενθυμίζοντας διαρκώς και υπογείως την συναισθηματική νοσηρότητα του κόσμου των Κομμένων γλωσσών.
Στις Κομμένες γλώσσες το παράλογο δεν κρύβεται σε υπερρεαλιστικές τεχνικές γραφής, αλλά στην ίδια την ταυτότητα του κόσμου που περιγράφεται.
Τρίτο κατά σειρά οξύμωρο συναντάται στην σχέση του πραγματικού με το ασύλληπτο μέσα στις ιστορίες του βιβλίου. Στις Κομμένες γλώσσες το παράλογο δεν κρύβεται σε υπερρεαλιστικές τεχνικές γραφής, αλλά στην ίδια την ταυτότητα του κόσμου που περιγράφεται. Παράλογος είναι ο κόσμος, η κοινωνία, οι ήρωες και οι δράσεις τους, ενώ η γραφή τούς ακολουθεί σαν αντικειμενικός ρεαλιστικός καθρέφτης.
Νατουραλισμός που σοκάρει
Ένας ρεαλισμός, όμως, που ξεφεύγει από το κοινό και το αυτονόητο, και διεισδύει βαθιά στον πυρήνα ενός βασανιστικού νατουραλισμού που σοκάρει. Δεν σοκάρει επειδή ξεφεύγει από την ρεαλιστική πραγματικότητα και μπαίνει στη σφαίρα του παράλογου. Παράλογο δεν είναι δυστυχώς τίποτα στον σκοτεινό κόσμο των «Κομμένων γλωσσών», απλώς όλα είναι υπερβολικά.
Κάθε ιστορία συμπυκνώνει αποπνικτικά πολλαπλές ρεαλιστικές εικόνες και δράσεις εξαχρείωσης, τόσες που κανονικά θα περίμενε κανείς να τις αντιμετωπίσει σε μικρές δόσεις, μοιρασμένες σε διάφορες ιστορίες. Η στατιστική πύκνωσή τους φαντάζει εξωπραγματική, αλλά δεν αποδιοργανώνει την ρεαλιστική ματιά της αφήγησης.
Όσα περιγράφονται στις Κομμένες γλώσσες συμβαίνουν, έχουν συμβεί ή μπορούν πραγματικά να συμβούν. Το γεγονός ότι συμβαίνουν όλα και ταυτόχρονα, αυτό είναι η νατουραλιστική υπερβολή που οδηγεί τον αναγνώστη να αντιμετωπίσει την ιστορία ως παράλογη. Κι είναι αναγκαίο να την αντιμετωπίσει έτσι, γιατί σε περίπτωση που την εκλάβει ως υπαρκτό κοινωνικό ρεαλισμό και την αποδεχθεί ως ισορροπημένη αλήθεια, τότε ο αναγνώστης δεν έχει καμία ελπίδα να απομακρυνθεί από τις «Κομμένες γλώσσες» αλώβητος. «Ούτε να κλαψουρίζεις, ούτε να εξοργίζεσαι. Φρόντισε να καταλάβεις», επισημαίνει η ρήση του Μπαρούχ Σπινόζα που «κοσμεί» ως εν είδει προμετωπίδας το εσώφυλλο της συλλογής. Μόνο αν καταλάβουμε, θα σταθούμε ικανοί να βελτιώσουμε τον κόσμο.
* Η ΦΟΙΒΗ ΡΙΖΟΥ είναι φιλόλογος.