Για τη νουβέλα της Διώνης Δημητριάδου «Θηρίο ή Θεός» (εκδ. ΑΩ). Κεντρική εικόνα: ο πίνακας του Francois Xavier Fabre «Oedipus and the Sphinx».
Γράφει η Χρύσα Φάντη
Στη νουβέλα με τον τίτλο Θηρίο ή Θεός, η Δημητριάδου διαπραγματεύεται τα υπαρξιακά και αναπάντητα ερωτήματα που έθετε και στα προηγούμενα έργα της (Παλίμψηστη του λύκου μου μορφή, Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος, Ο βιωμένος χρόνος, Λέξεις απόκρημνες, Δήμιου και δημιουργού 36 αγχόνες επί χάρτου, Ο ποιητής διάγει εσώκλειστος, κ.α), εδώ με λόγο περισσότερο αναλυτικό και σε κάποια σημεία αμιγώς δοκιμιακό. «Πώς γίνεται ό,τι έχω χάσει, πάλι μέσα μου να είναι, πάλι να το νιώθω σαν το πιο «δικό μου», μια απώλεια κερδισμένη; […] Κάποτε ήθελα να είμαι ολόκληρος μέσα στον κόσμο […]. Τώρα, όλο και πιο πολύ, θέλω να απομονωθώ».
Ο κεντρικός της ήρωας, ο –από πεποίθηση και με τη θέλησή του– «αποσυνάγωγος» Ευγένιος, πλαγίως πλην σαφώς, συνομιλεί με πάθος αλλά και την προσήκουσα αποστασιοποίηση, όχι μόνο με τον εαυτό του αλλά και με τα προηγούμενα έργα της συγγραφέως, και συνταιριάζοντας τα βήματά του με εκείνα του Οιδίποδα, ευθύς εξ αρχής παραδέχεται ότι αν θέλει να μιλήσει για τη ζωή του θα πρέπει να βγει από το προστατευτικό «κουκούλι»της, έχοντας πλήρη επίγνωση της θαλπωρής αλλά και της συσσωρευμένης πίκρας που κρύβει αυτό το κουκούλι.
Το «εγώ» στον κόσμο των ενστίκτων
Στην αντιπαράθεση του ορθού λόγου και του «εγώ» του πολιτισμού με το ιδιωτικό «εγώ» το οποίο κυβερνάται και διακατέχεται από τον κόσμο των ενστίκτων, διερωτάται πόσο δυνατό μπορεί να είναι αυτό το ένστικτο μέσα του, ώστε να μπορεί να βγαίνει στην επιφάνεια κάθε που ο προσωπικός του «λύκος» –θεός και δαίμονας μαζί–, ξυπνάει από τον επιβεβλημένο του λήθαργο. Πρόκειται για μια απορία και μια διερώτηση που συνεχίζουν να απασχολούν και να κατατρύχουν τον συγκεκριμένο ήρωα, όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα από τα λογοτεχνικά πρόσωπα (και «προσωπεία») της Δημητριάδου· πρόσωπα που έρχονται αντιμέτωπα με έναν κόσμο που όλο και περισσότερο μοιάζει ξένος και ακατανόητος, δημιουργοί που έχουν ενσυνείδητα επιλέξει τη μόνωση και τον αυτοπεριορισμό, έχουν ήδη ενστερνιστεί και παραδοθεί σε μια ζωή χωρίς δράση και σε μια καθημερινότητα που μοιάζει ανούσια και χωρίς την αίσθηση του οικείου.
Σκοπός του Ευγένιου (και πιθανό alter ego της Δημητριάδου), τι άλλο; Μέσ’ από αυτή τη στάση και θέαση, να γίνει κι αυτός «ένας δημιουργός των πιο τέλειων πλασμάτων».
Αναλύοντας και κρίνοντας τη θέση του Ευγένιου διαφορετικά και περισσότερο αποστασιοποιημένα, στην «ακινησία» του και σε διάσταση με αυτή την ακινησία, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής στην αφήγηση που έπεται της δικής του, θα αντιτάξει την πρόταση: «αν κάτι δεν γεννά ζωή, ζωή ας μη λογίζεται». Ωστόσο, είναι αυτή ακριβώς η ακινησία, είναι αυτή ακριβώς η ηθελημένη και μακρά απόσυρση, αναμονή και αποφυγή κάθε ανεπιθύμητου αντιπερισπασμού, χάρη στις οποίες ο Ευγένιος μπορεί να παρατηρεί και να κατανοεί εκείνα που τον ενδιαφέρουν και τα οποία περιμένουν τη δική του παρέμβαση για να ολοκληρωθούν, να πάρουν σάρκα και οστά και να γίνουν μύθος και ιστορία, βοηθώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο τον εμπνευστή τους να ξεφύγει, να βρει τον χώρο που επιθυμεί και να ισορροπήσει.
Σκοπός του Ευγένιου (και πιθανό alter ego της Δημητριάδου), τι άλλο; Μέσ’ από αυτή τη στάση και θέαση, να γίνει κι αυτός «ένας δημιουργός των πιο τέλειων πλασμάτων», αν και γνωρίζει ότι «άλλο τι θέλεις κι άλλο τι μπορείς στην ουσία να φτιάξεις». Ακίνητος, καρφωμένος στη θέση του, παρακολουθεί ένα κορίτσι που στέκεται για λίγο στη μέση του δρόμου και το οποίο αμέσως μετά, σαν να θυμάται κάτι ή σαν να θέλει να σταθμίσει καλύτερα την επόμενη κίνησή του, γυρίζει απότομα και αρχίζει να τρέχει. Κι είναι αυτή ακριβώς η κίνηση του κοριτσιού, η τόσο αντιφατική και φαινομενικά αλλοπρόσαλλη,που θα τροφοδοτήσει τη φαντασία του και θα του χαρίσει το έναυσμα για την επινόηση, πυροδοτώντας ταυτόχρονα και μια σειρά από στοχασμούς και αναστοχασμούς· σκέψεις ευρύτερες που ξεπερνούν κατά πολύ την αφορμή που τις γέννησε – το ίδιο, δηλαδή, το κορίτσι και την εικόνα του.
Στη νουβέλα της Δημητριάδου, ανάμεσα στα πρωτοπρόσωπα και τριτοπρόσωπα αφηγηματικά κείμενα, αρχίζουν πλέον να παρεμβάλλονται τμηματικά πέντε «δοκιμιακά σχεδιάσματα» με τον γενικό και επαναλαμβανόμενο τίτλο «Θηρίο ή θεός – ο χώρος ανάμεσα»,
Κάπου εδώ, στη νουβέλα της Δημητριάδου, ανάμεσα στα πρωτοπρόσωπα και τριτοπρόσωπα αφηγηματικά κείμενα, αρχίζουν πλέον να παρεμβάλλονται τμηματικά πέντε «δοκιμιακά σχεδιάσματα» με τον γενικό και επαναλαμβανόμενο τίτλο «Θηρίο ή θεός – ο χώρος ανάμεσα», όπου, με αφορμή και επίκεντρο πάντα τον Οιδίποδα του Σοφοκλή, οι φιλοσοφικές θέσεις και διαπιστώσεις του Ευγένιου – μεταξύ άλλων και η έννοια της τραγικής ειρωνείας η οποία, κατά τη γνώμη του και επί της ουσίας δεν αφορά τον Οιδίποδα, ούτε τον θεατή, αλλά τη συνύπαρξη αυτών των δύο (του Οιδίποδα και του θεατή) και την ταυτόχρονη (αλλά διαφορετική) βίωση απ’ αυτούς ενός και του αυτού, αφού ο θεατής γνωρίζει, την ίδια στιγμή που ο ήρωας αγνοεί αυτό που τον αφορά –, θα ανοίξουν μέσα του ένα παράθυρο αλλά και ένα επιπλέον ρήγμα, παράγοντας μιαν αλυσιδωτή σειρά σκέψεων και συναισθημάτων, που θα αγγίξουν την ίδια τη φύση της ύπαρξης και της δημιουργίας. Ταυτόχρονα, θα αναθερμάνουν τις σχέσεις και την επαφή του ήρωα με τον παλιό του φίλο, Γεράσιμο, με τον οποίο ο πρώτος, από τούδε και στο εξής θα έχει συχνές συναντήσεις και συζητήσεις.
Ο Ευγένιος αρχίζει να κρατά σημειώσεις σε μορφή ημερολογιακή και με τους ανάλογους τίτλους: «30 Απριλίου, εδώ που είμαι ακόμα», «2 Μαΐου, εδώ που είμαι ακόμα», κ.ο.κ.· κείμενα αυτοαναφορικά, ψυχαναλυτικά αλλά και καθαρά υπαρξιακά και φιλοσοφικά. Εκκινώντας από τον εαυτό του και τη σχέση του με τους άλλους, φτάνει να αναρωτιέται: «Κόλαση είναι, τελικά, οι άλλοι ή μήπως κόλαση είναι η απουσία των άλλων;» Έχει προηγηθεί ένας αγωνιώδης προβληματισμός ως προς τη σημασία και την αξία της επικοινωνίας και τον πόνο της απώλειας, πόνος που γίνεται ακόμη πιο αισθητός και χειροπιαστός για τον Ευγένιο εξ αιτίας της απουσίας μιας γυναίκας που ακούει στο όνομα «Ελένη».
Η χρηστικότητα των διαλόγων
Στο μεταξύ, παρά το βαρύ κλίμα της απώλειας, ενσωματωμένοι μέσα στην αφήγηση οι διάλογοι και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο φίλων ελαφραίνουν κάπως το βάρος του πένθους του, προσθέτοντας στα κείμενα τη χάρη, την αμεσότητα και τη ζωντάνια του προφορικού λόγου. Στο επίκεντρο των συζητήσεων μπαίνει η τωρινή ζωή του Ευγένιου, που γίνεται ακόμη πιο ερμητική μετά την απώλεια της Ελένης, αλλά και θέματα όπως αυτά που αφορούν τη τέχνη της φωτογραφίας σε σχέση με εκείνη της ηθοποιίας και σε ποιο βαθμό αυτές οι δύο τέχνες μοιάζουν ή αντίθετα, διαφοροποιούνται.
Ποια θα είναι, άραγε, η κατάληξη του Ευγένιου; «Στο παιχνίδι της ζωής που καλείται να παίξει φαίνεται σε κάθε ερώτηση η απάντηση να είναι: ο Άνθρωπος. Ή, μήπως, όχι;». Με το παρελθόν και τις μνήμες από την εποχή της νεότητας όλο και πιο πολύ να στοιχειώνουν τον ήρωά της, η Δημητριάδου, με το γνωστό, ώριμο και μεστό λόγο της αφήνει τα ερωτήματα ανοιχτά σε κάθε εκδοχή και τον αναγνώστη ελεύθερο να επιλέξει.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σε θολά νερά» (εκδ. Σμίλη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στην αρχή του φάνηκε σαν μια φωτίτσα τόση δα, για μια στιγμή, που δυνάμωνε και αδυνάτιζε κάθε τόσο. Την παρατηρούσε χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Κάποιος στο απέναντι μπαλκόνι έκανε το ίδιο. Απολάμβανε το τσιγάρο στα σκοτεινά. Συνήθισαν τα μάτια του και έβλεπε καλύτερα. Το νεαρό κορίτσι απέναντι καθόταν στραμμένο στο μέρος του και μάλλον τον κοίταζε. Της χαμογέλασε αλλά αμέσως σκέφτηκε το μάταιο του πράγματος, αφού μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατον να διακρίνει κανείς αυτή τη λεπτή απόχρωση συναισθήματος. Πολύ προσωπική υπόθεση έτσι κι αλλιώς το χαμόγελο και καθόλου κοινωνική, όπως ίσως πιστεύεται.»