
Για τη συλλογή διηγημάτων της Πολύνας Μπανά «Μικρές ρωγμές» (εκδ. Νίκας).
Γράφει ο Σπύρος Κιοσσές
Στο πρώτο της πεζογραφικό έργο (εξαιρώντας τα αφηγήματα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά και ανθολογίες), στη συλλογή διηγημάτων Μικρές ρωγμές, η Μπανά στρέφεται στην καθημερινότητα, εστιάζοντας σε ιστορίες ανθρώπων κυρίως της ελληνικής περιφέρειας τις οποίες καταγράφει με ρεαλιστική, φωτογραφική σχεδόν, πιστότητα. Η φόρμα της μικροαφήγησης ανταποκρίνεται απόλυτα στο θεματικό της ρεπερτόριο: μικρές ιστορίες της συγγραφέως για «μικρές ιστορίες» ανθρώπων της διπλανής πόρτας – μορφή και περιεχόμενο, δηλαδή, σε οργανική σύζευξη, αποχρώσα συνθήκη της λογοτεχνικής δημιουργίας. Πέρα από την ευρύτερη αυτή θεματική συνάφεια, τα δεκαεννέα διηγήματα της συλλογής συναθροίζονται γύρω από έξι επιμέρους άξονες με τους τίτλους: Η γυναικεία συνθήκη, Οικογένεια στο μικροσκόπιο, Τρέχουσα ηθική, Δίπτυχο «Μπουζούκια», Night Life και Η τέχνη στην επαρχία ευδοκιμεί. Οι συγκεκριμένοι τίτλοι δεν ορίζουν μόνο την ειδικότερη θεματική σύνδεση των ιστοριών που απαρτίζουν την εκάστοτε ενότητα, αλλά επίσης είτε συνιστούν ένα στοχευμένο σχόλιο είτε δίνουν τον συνολικό τόνο της αφήγησης.
Η αφηγηματική ανάπλαση του ατομικού βιώματος
Η λογοτεχνική αποτύπωση ή, μάλλον, η αφηγηματική ανάπλαση της καθημερινότητας και του ατομικού βιώματος αρδεύει, εν γένει, από μια βαθιά ρίζα της νεοελληνικής πεζογραφίας, όπως ιδιαίτερα εκφαίνεται στο έργο συγγραφέων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Κατά τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, «τοποθετημένη στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής, η ατομικότητα λαμβάνει στην πεζογραφία των νεότερων γενεών τις πλέον ετερογενείς μορφές και αποτυπώνεται στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα, χωρίς, ωστόσο, να μετατρέπει ποτέ την κοινωνία σε παρανάλωμα του κενού […] Ο κόσμος των καθημερινών σχέσεων δεν είναι […] ένα αλαλάζον κύμβαλον, μια παροδική λάμψη μέσα σε μια μόνιμη σκοτεινιά, ούτε μια άλλη λέξη για τη μονοτονία και την επανάληψη, αλλά ένα άθροισμα στιγμών προστιθέμενης αξίας, ένα έργο εν προόδω, μια ατομικά προσδιορισμένη συλλογικότητα που διαμορφώνεται λεπτό προς λεπτό και απαιτεί χρόνο και υπομονή μέχρι να φανεί το τελικό σύνολο, όπως συμβαίνει και με την ύφανση ενός πλεκτού» (Β. Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς – Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, εκδ. Πόλις).
Οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες «πλέκουν» την καθημερινότητα και τις ζωές τους με τα νήματα που τυγχάνει να διαθέτουν.
Δανειζόμενοι το παραπάνω σχήμα του Χατζηβασιλείου, και ειδικότερα την έννοια του «πλεκτού», θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τα διηγήματα της Μπανά, τόσο από την άποψη των ιστοριών όσο και από την άποψη της αφήγησής τους, ως μια διαδικασία «πλεξίματος» (συνώνυμου, εξάλλου, της ίδιας της έννοιας της πλοκής). Οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες «πλέκουν» την καθημερινότητα και τις ζωές τους με τα νήματα που τυγχάνει να διαθέτουν: τα νήματα που τους δόθηκαν/παραχωρήθηκαν από τους άλλους· τα νήματα που διεκδίκησαν και πάλεψαν σκληρά να αποκτήσουν· ή ακόμη και τα νήματα που «αγόρασαν», με την ευρεία έννοια μιας στυγνής συναλλαγής, συνήθως με δυσανάλογα βαρύ τίμημα.
Τα όποια νήματα, ωστόσο, όσο σφιχτά κι αν δια-πλέκονται σε ένδυμα ζωής, πάντα εμπεριέχουν κενά. Η Μπανά εστιάζει ακριβώς στις συγκεκριμένες ρωγμές· στα χάσματα· στις ασυνέχειες· στις ρήξεις. Στην ψυχική φθορά των χαρακτήρων· στην ανεπικοινωνία ακόμη και (ή κυρίως) μέσα στην οικογένεια· στην απόπειρα κάλυψης των ψυχοσυναισθηματικών αδιεξόδων του ατόμου μέσω εθιστικών συμπεριφορών, υποταγής σε υποκριτικές κοινωνικές συμβάσεις ή καταφυγής στο ψέμα. Τα «ρούχα», με άλλα λόγια, των χαρακτήρων που παρελαύνουν στα διηγήματα της συγγραφέως είναι άλλοτε ασφυχτικά στενά κι άλλοτε υπερβολικά μεγάλα, με αποτέλεσμα πάντως κοινό και στις δύο περιπτώσεις: να αντιλαμβάνονται την αναντιστοιχία μεταξύ του «έσω» και του «έξω» κόσμου τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποκρύψουν το ανοικονόμητο του βίου τους από τους άλλους – ενίοτε και από τον εαυτό. Και τα δύο, όμως, αποδεικνύονται μάλλον ακατόρθωτα.
[...] η συγγραφέας δεν κοιτά αφ’ υψηλού τους ήρωες και τις επιλογές τους, ακόμη κι αν διαφωνεί, όπως διαφαίνεται από τη λεπτή αφηγηματική ειρωνεία σε αρκετά σημεία των κειμένων.
Ένα σημαντικό στοιχείο που διατρέχει τις ιστορίες της συλλογής είναι το ζήτημα των έμφυλων σχέσεων, οι οποίες λαμβάνουν τη μορφή κάποτε εύθραυστης συνθηκολόγησης, κάποτε ψυχρού πολέμου, κάποτε ανοιχτής σύρραξης, ανάλογα με τη διάθεση και τις δυνάμεις των χαρακτήρων. Τα όπλα εκατέρωθεν πανάρχαια: χρήματα, κοινωνικό κύρος, προβολή, από τη μια, εξωτερική εμφάνιση, σαγήνη, παραπειστικός λόγος και συμπεριφορά, από την άλλη. Η συγγραφέας δεν στρατολογεί εμφανώς εαυτήν σε κάποια από τις δύο πλευρές. Προτιμά να παρουσιάσει και τις δύο όψεις των πραγμάτων, όπως φαίνεται σε διηγήματα που συνομιλούν μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ενότητα «Οικογένεια στο μικροσκόπιο», στο πλαίσιο της οποίας ο αναγνώστης βλέπει τα πράγματα αρχικά μέσα από την οπτική του φερέλπιδος νεαρού, έπειτα από αυτήν της επίδοξης νύφης, η οποία επιχειρεί να πιάσει στα δίχτυα τον «πολύφερνο γαμπρό» με δόλωμα τις ερωτικές της επιδόσεις, κατόπιν από το βλέμμα της μητέρας (πεθεράς) και τέλος από αυτό του πατέρα (πεθερού) (καθόλου τυχαία, η «πεθερά» είχε «τυλίξει» τον άντρα της χρησιμοποιώντας παρόμοια μέσα).
Η χρήση της μεταβλητής αυτής εστίασης, που υιοθετείται και σε άλλα διηγήματα της συλλογής, έχει ως αποτέλεσμα ο αναγνώστης να έχει πρόσβαση στα ίδια μυθοπλαστικά συμβάντα από διαφορετικές προοπτικές. Οι εσωτερικές, δηλαδή, αυτές δια-συνδέσεις των ιστοριών, μέσα από την εστίαση άλλων χαρακτήρων επιτρέπουν μια πολύπλευρη θέαση του μυθοπλαστικού κόσμου. Με τον τρόπο αυτό, δεν πριμοδοτείται μία όψη, και άρα μία υποκειμενική θέαση ή ερμηνεία της πραγματικότητας, αλλά προβάλλεται ακριβώς το γεγονός του πολυσχιδούς χαρακτήρα της· της πολλαπλότητας της αντίληψης και των συνακόλουθων «αληθειών» που σχηματίζονται γι’ αυτήν, καθώς «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Ίσως ακριβώς για τον λόγο αυτό η συγγραφέας δεν κοιτά αφ’ υψηλού τους ήρωες και τις επιλογές τους, ακόμη κι αν διαφωνεί, όπως διαφαίνεται από τη λεπτή αφηγηματική ειρωνεία σε αρκετά σημεία των κειμένων. Για τον ίδιο λόγο παρέχει σε όλους τους ήρωες την ευκαιρία «να πουν τη δική τους ιστορία», ή τουλάχιστον τη δική τους εκδοχή: τους δίνει, αφηγηματική φωνή, μία φωνή που, κατά κανόνα, δεν διαθέτουν στην καθημερινότητά τους, ακόμη κι αν από τα λεγόμενα της φωνής αυτής η ίδια τηρεί τις αποστάσεις της.
Κλείνοντας, αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά σε έναν άλλον «χαρακτήρα» των διηγημάτων της συλλογής: την επαρχιακή πόλη. Την επαρχία, με τους δικούς της ρυθμούς, τους δικούς της «αδυσώπητους» κοινωνικούς νόμους, τους χώρους και τα περιθώριά της. Με τα μπαράκια, τα ξενυχτάδικα, τα μπουζουξίδικα και τα στριπτιτζάδικά της. Η επαρχιακή πόλη, η οποία, όπως επισημαίνει η συγγραφέας στο τελευταίο διήγημά της, χωράει ένα σωρό «μυστικά», όλο το χάος της φαινομενικά τακτοποιημένης ζωής των κατοίκων της, όλη τη συναισθηματική χρεοκοπία, τη μοναξιά και τα ψυχολογικά αδιέξοδα που βράζουν κάτω από την εύθραυστη επιφάνεια. Η Μπανά, με λόγο πειστικό και με εικόνες κινηματογραφικές, καταγράφει τις μικρές ρωγμές της επιφάνειας αυτής – ή και τις προκαλεί με το βάρος της ευθύβολης γραφής της.
* Ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ είναι συγγραφέας και Αναπληρωτής Καθηγητής Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής στο Τμήμα Γλωσσικών & Διαπολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.. Τελευταίο του βιβλίο, «Τα πρωτοβρόχια» (εκδ. Μεταίχμιο).