Για το βιβλίο της Νάγιας Δαλακούρα «Ο χορός του αετού» (εκδ. Κλειδάριθμος).
Γράφει η Λεύκη Σαραντινού
Την Κομοτηναία συγγραφέα Νάγια Δαλακούρα τη γνωρίσαμε με Το Λιμάνι των χαμένων γυναικών, την αγαπήσαμε με τη Θράσσα και την καταξιώσαμε στο θυμικό μας ως μία από τις πιο αξιόλογες λογοτεχνικές φωνές στην Ελλάδα του σήμερα με Το λουλούδι της θάλασσας. Η συγγραφέας εξακολουθεί να μας εκπλήσσει ευχάριστα και με το νέο της πόνημα που τιτλοφορείται Ο χορός του αετού (εκδ. Κλειδάριθμος). Πρόκειται για ένα βιβλίο που μας μιλάει για τη ζωή και τα έθιμα των Σαρακατσάνων στον εικοστό αιώνα μέσω μίας φανταστικής και συναρπαστικής μυθιστορίας.
«Στην αρχή οι άνθρωποι είναι δώρα. Φτιαγμένοι από αγάπη και ιστορίες. Στη συνέχεια οι άνθρωποι μετατρέπονται σε κορνίζες. Φτιαγμένοι από σοβαρά βλέμματα σε σέπια. Καταλήγουν πολύτιμο υλικό στο αναμνηστικό λεύκωμα κάποιου συλλόγου, σπάνιες φωτογραφίες που τους αποτυπώνουν στη σιωπή μιας άλλης εποχής. Αν είναι τυχεροί, τους συνδέουν με τον τόπο και τον χρόνο. Οι άτυχοι καταλήγουν άχρονοι και άτοποι».
Στα τσελιγκάτα των Σαρακατσάνων της Ξάνθης
Επικεντρωμένη και πάλι στον ίδιο τον άνθρωπο, τα συναισθήματά του, τις βαθύτερες και πιο μύχιες σκέψεις του, τις κρυφές επιθυμίες και τα πιστεύω του, η Δαλακούρα αυτή τη φορά τοποθετεί δίπλα στην Παναγιώτα, τη Σαρακατσάνα πρωταγωνίστριά της, έναν άντρα κεντρικό ήρωα, τον Γιάννη Κοντούλη, έναν «μαλιαρό» δάσκαλο, οπαδό της δημοτικής, ο οποίος στέλνεται από την πολιτεία για να διδάξει στα παιδιά των Σαρακατσάνων στα τσελιγκάτα τους, στη Χαϊντού του νομού Ξάνθης, εν έτει 1926.
Οι Σαρακατσαναίοι έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, αφού τη θεωρούσαν απαραίτητη προκειμένου να μπορούν να εκτελούν τις μαθηματικές πράξεις που συνεπάγονταν οι εμπορικές δοσοληψίες τους σχετικά με τα ζώα τους.
Εκείνη την εποχή, η διαμάχη μεταξύ των οπαδών της δημοτικής και των συντηρητικών καθαρευουσιάνων βρίσκεται στο απόγειό της, συχνά δε οι οπαδοί της δημοτικής ταυτίζονταν με τους κομμουνιστές, θεωρούμενοι, κατά συνέπεια, και ως ανατρεπτικά στοιχεία της κοινωνίας. Έχοντας, λοιπόν, ως Ευαγγέλιό του το Ταξίδι μου του Γιάννη Ψυχάρη, αυτό το άτυπο μανιφέστο του δημοτικισμού, ο Γιάννης, ως δάσκαλος προοδευτικός και ρηξικέλευθος για την εποχή του, θα προσπαθήσει να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση του στα έξυπνα και συνεργάσιμα παιδιά των Σαρακατσαναίων, χωρίς τη χρήση βέργας, αλλά με όπλο του μονάχα την αγάπη του για την ίδια τη γνώση, τα παιδιά και τη δουλειά του. Εκεί θα γνωρίσει την Παναγιώτα, μία νεαρή μαθήτρια ορφανή από μητέρα με προσωπικότητα κάπως ανατρεπτική και διαφορετική από τις υπόλοιπες γυναίκες της φυλής της.
Οι Σαρακατσαναίοι έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, αφού τη θεωρούσαν απαραίτητη προκειμένου να μπορούν να εκτελούν τις μαθηματικές πράξεις που συνεπάγονταν οι εμπορικές δοσοληψίες τους σχετικά με τα ζώα τους. Το σχολείο στις κοινότητες αυτές λειτουργούσε, κατ’ εξαίρεση, τα καλοκαίρια. Λαός κτηνοτροφικός, ζούσε στα ορεινά κατά τη διάρκεια του θέρους και ξεχειμώνιαζε μετακινούμενος χαμηλά, στα «χειμαδιά», στους πρόποδες των βουνών. Ήταν, επομένως, μία φυλή νομάδων μέχρι και τα μέσα του εικοστού αιώνα, όταν ο πόλεμος και η βουλγαρική κατοχή άλλαξε τα δεδομένα στον τρόπο ζωής τους. Η θέση που είχαν οι γυναίκες μέσα στους κόλπους της φυλής, κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτη ήταν, αφού αυτές περνούσαν από την εξουσία του πατέρα σε εκείνη των συζύγων τους.
Ο δάσκαλος και η Παναγιώτα θα δεθούν μεταξύ τους με έναν άτυπο δεσμό.
Επομένως, οποιαδήποτε κοπέλα αισθανόταν κάπως διαφορετική από τις υπόλοιπες –όπως η Παναγιώτα που, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες γυναίκες θα επιλέξει να κεντήσει έναν αετό και όχι τα συνήθη γεωμετρικά σχέδια στην παναούλα (ποδιά) της– ήταν καταδικασμένη να καταπνίξει τις βαθύτερες επιθυμίες της και να υποταχθεί στην ανδρική βούληση. Ο δάσκαλος και η Παναγιώτα θα δεθούν μεταξύ τους με έναν άτυπο δεσμό. Υπονοείται ένας λανθάνων ερωτισμός μεταξύ τους, ο οποίος όμως δεν αφορά μονάχα την Παναγιώτα και τον δάσκαλο, αλλά και τη σχεδόν ερωτική σχέση που διατηρεί η Παναγιώτα με το υπέροχο φυσικό περιβάλλον της ορεινής Ροδόπης. Όταν ο δάσκαλος θα αναγκαστεί να φύγει τον Οκτώβρη η νεαρή Σαρακατσάνα θα πέσει σε μελαγχολία, θα υποταχθεί όμως στη μοίρα της και θα αναγκαστεί να συνεχίσει τη ζωή της.
Οι δύο ήρωες θα συναντηθούν ξανά το 1941, στα τσελιγκάτα των Σαρακατσάνων στη Δράμα ετούτη τη φορά, όταν οι βουλγαρικές ωμότητες των κατακτητών στην περιοχή θα είναι ο κανόνας και ο δάσκαλος θα προσχωρήσει στην Εθνική Αντίσταση. Τότε ο απαγορευμένος έρωτάς τους θα ανθήσει, με απρόβλεπτες συνέπειες για τους ίδιους, συνέπειες που θα εξιστορήσει με μαεστρία η συγγραφέας.
Στη σημερινή εποχή, εν έτει 2010, μία γυναίκα χαζεύει τις παναούλες των Σαρακατσάνων στο Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων στις Σέρρες. Την προσοχή της τραβά μία παναούλα διαφορετική από τις υπόλοιπες, με έναν αετό κεντημένο επάνω της. Δεν αποκλείεται η γυναίκα αυτή να είναι η ίδια η συγγραφέας και από την επίσκεψή της αυτή να εμπνεύστηκε και την υπόθεση για τη συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, έναν φόρο τιμής στους προγόνους της και την Σαρακατσάνα γιαγιά της που άκουγε στο ίδιο όνομα με τη συγγραφέα και με την πρωταγωνίστρια του βιβλίου.
Η Δαλακούρα, με αφορμή την όμορφη μυθιστορία που δημιουργεί, μας εξιστορεί τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα της τόσο ξεχωριστής αυτής φυλής καθώς και την εγκατάλειψη του νομαδικού τρόπου ζωής τους στα μέσα του εικοστού αιώνα. Δεν περιορίζεται όμως σε αυτό, αλλά επιδιώκει να αποκαλύψει στους αναγνώστες της ποιοι ακριβώς ήταν οι πραγματικοί άνθρωποι πίσω από τα συγκεκριμένα έθιμα, τις πρακτικές και τις παραδόσεις. Η λατρεία της συγγραφέως και το πάθος της τόσο για τη φυλή της, για τη γνώση και τη διαδικασία της γραφής και την ίδια τη λογοτεχνία, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο και την υπέροχη φύση της ορεινής Ροδόπης, της πατρίδας της, είναι εμφανής σε κάθε σελίδα του βιβλίου της. Και η Δαλακούρα αποδεικνύει και πάλι, μέσα από το τέταρτο αυτό συγγραφικό πόνημά της και την λυρικότατη πρόζα της, πως είναι μία συγγραφέας την οποία πάντοτε θα κατατάσσουμε ψηλά στις αναγνωστικές προτιμήσεις μας.
*Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφο... σκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).