Για το μυθιστόρημα του Δημήτρη (Τάκη) Φραγκούλη «Ένα κομμάτι χαρτί» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Κεντρική εικόνα: © Roman Kraft (Unsplash).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Το μόνο που αλλάζει είναι το παρελθόν, όλες οι άλλες χρονικές σημάνσεις του βίου είτε δεν έχουν έρθει ακόμη για να τις εκτιμήσουμε είτε αναπτύσσονται σε παρόντα χρόνο, επομένως χρειάζονται μια απόσταση για να εκτιμηθούν. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με εκείνο το παρελθόν που θάλλει μέσα μας αδιαμόρφωτο ακόμη, τραυματικό, γεμάτο μυστικές κρύπτες που χρειάζεται να διαβείς (με τον απαραίτητο ψυχικό οβολό που πρέπει να καταβάλλεις) για να φτιάσεις σε μια στιγμή λύτρωσης;
Οι ήρωες στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Φραγκούλη Ένα κομμάτι χαρτί που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια περνούν μέσα από αυτή τη μέγγενη του χρόνου που πέρασε, αντιλαμβανόμενοι πως αυτή η μορφή καταλλαγής θα προκύψει μόνο από τη σύγκρουση και την κατά μέτωπο αντιμετώπιση των σκιών που όριζαν για χρόνια τις ζωές τους.
Ο Φραγκούλης αποφασίζει να μας παρουσιάσει αυτό το χειρόγραφο, ενόσω ο συγγραφέας του το συμπληρώνει σιγά σιγά.
Ένας επιμελητής εκδόσεων, ο Νίκος, δέχεται μεταξύ άλλων κειμένων προς έκδοση κι ένα εν εξελίξει χειρόγραφο από έναν αποστολέα που θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του. Υπό άλλες συνθήκες ο φόρτος εργασίας του θα τον υποχρέωνε να αφήσει κατά μέρος τούτο το ανολοκλήρωτο χειρόγραφο και να προσπεράσει. Κι όμως, η ιστορία του αγνώστου όχι μόνο τον ρουφάει, αλλά τον οδηγεί, με απρόβλεπτο τρόπο, σε κάτι ολότελα δικό του. Σαν τα κομμάτια της ιστορίας να ταιριάζουν με κάποια δικά του (από χρόνια αποσιωπημένα ή μηδέποτε εκτεθειμένα στο φως).
Ο Φραγκούλης αποφασίζει να μας παρουσιάσει αυτό το χειρόγραφο, ενόσω ο συγγραφέας του το συμπληρώνει σιγά σιγά. Κάτι τέτοιο σου δίνει την αίσθηση πως πρόκειται να διαβάσεις ένα εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα μέσα στο συνολικό corpus του μυθιστορήματος. Ωστόσο, όπως θα αποδειχθεί στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, αυτό το χειρόγραφο καταλαμβάνει σημαντικό χώρο, γίνεται η κύρια σπίθα για να εξελιχθεί η πλοκή του κυρίως έργου.
Ενας πλάνης όχι από ενδιαφέρον για την περιπέτεια, αλλά ως κλασικό υποχείριο της συγκυρίας, ένας άνθρωπος του οποίου η ζωή τέμνεται εγκάρσια από τη μοίρα.
Η ιστορία του ανώνυμου αποστολέα εκτυλίσσεται τη δύσκολη δεκαετία του ’40 με το σίδερο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να χαράσσει τους ήρωες και τον ακόλουθο Εμφύλιο Πόλεμο να τους αποτελειώνει. Είναι μια ιστορία συνεχών απωλειών, ματαιώσεων, τύψεων, κυνηγητού και τελμάτωσης σε μια ζωή που δεν προχωράει. Ο ήρωας αυτής της ιστορίας αναγκάζεται να φύγει από τον Αθήνα για το Μεγάλο Χωριό, να χάσει τους γονείς του, να ζήσει με έναν θείο του (που δεν ήταν τελικά θείος του), να βιώσει την αδελφοκτόνο τραχύτητα εκείνων των καιρών, να αναγκαστεί να φύγει για το βουνό ως αντάρτης και στη συνέχεια να αναχωρήσει μια και καλή από την Ελλάδα με προορισμό την Ιταλία και όπως μαθαίνουμε στο τέλος για την Ουρουγουάη. Ενας πλάνης όχι από ενδιαφέρον για την περιπέτεια, αλλά ως κλασικό υποχείριο της συγκυρίας, ένας άνθρωπος του οποίου η ζωή τέμνεται εγκάρσια από τη μοίρα.
Πίσω στο Μεγάλο Χωριό αφήνει έγκυο τη μεγάλη του αγάπη, τη Μαριώ, τον τόπο του, την προσμονή κάθε ελπίδας και ρίχνεται στο άγνωστο και τον κίνδυνο του χαμού. Θα έρθει αντιμέτωπος πολλές φορές με τον θάνατο. Θα ζήσει τις σκληρές στιγμές που αναλογούν σε κάθε άνθρωπο εκείνης της εποχής που τάχθηκε με την πλευρά των ανταρτών όχι λόγω ιδεολογικής τοποθέτησης, αλλά διότι έτσι τα έφερε η ζυγαριά.
Αυτός ο άνθρωπος, ο Νικολό όπως θα μάθουμε ότι λέγεται, θα επιστρέψει έπειτα από τριανταεπτά χρόνια στην πατρίδα για να λύσει –επιτέλους– τους κάβους με το παρελθόν. Να πετάξει από πάνω του το σκληρό δέρμα των ενοχών, να ζητήσει συγχώρεση, αλλά και να απαιτήσει εκδίκηση από εκείνους που μετέτρεψαν τη ζωή του σε αγρό αίματος και αδικίας. Πάνω από όλα να γνωρίσει τον γιο του, να του εξηγήσει και να αναμετρηθεί ενώπιος ενωπίω με τα δικά του κρίματα.
Ο Δημήτρης (Τάκης) Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του επιμορφωτικού ιδρύματος ΚΕΜΕΑ και το 1988 ίδρυσε τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, τις οποίες εξακολουθεί να διευθύνει. Κατά καιρούς αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το Ένα κομμάτι χαρτί είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. |
Το θέμα του Εμφυλίου Πολέμου και των δεινών που άφησε στο πέρασμά του στην ελληνική κοινωνία έχει εκτεθεί επί μακρόν από την ημεδαπή λογοτεχνία. Ακόμη και στις μέρες μας (καίτοι έχουν περάσει τόσες δεκαετίες από τότε και, θαρρείς, πως όλα έχουν πια γραφτεί) το θέμα εξακολουθεί να είναι ενεργό.
Τούτο σημαίνει πως πρέπει να αρματωθεί κανείς με μια μορφή καινοτομίας (αν υπάρχει) ώστε να καταφέρει να γράψει για κάτι τόσο προφανές με διαφορετικό τρόπο. Ο Φραγκούλης ακολουθεί την οδό του λυρισμού (ακόμη και σε στιγμές άγριες και βίαιες) με αποτέλεσμα να αφοπλίζει εν μέρει τον ζόφο, θέλοντας προφανώς να καταδείξει το ψυχολογικό και συναισθηματικό αποτύπωμα που αφήνει στις ψυχές των ανθρώπων η μαυρίλα του Εμφυλίου.
Το μυθιστόρημα, παρά τον ψυχολογικό παράγοντα, είναι γεμάτο από γεγονότα.
Η προσπάθεια έχει λογικό και συγγραφικό έρεισμα, έστω και αν κάποιες φορές αυτός ο λυρισμός δημιουργεί μια αντι-συνθήκη που δεν βοηθάει στην πλοκή να εξελιχθεί. Το μυθιστόρημα, παρά τον ψυχολογικό παράγοντα, είναι γεμάτο από γεγονότα. Στις περιπτώσεις που ο λυρισμός αναλαμβάνει να ενδύσει την ιστορία, καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι σε κατάσταση αναμονής. Πρόκειται για παύσεις που άλλοτε είναι απόλυτα χρήσιμες κι άλλοτε δεν επιτρέπουν στα γεγονότα να εξελιχθούν. Από την άλλη, δεν γίνεται να μην πιστώσεις στον Φραγκούλη το γεγονός ότι αποφάσισε να διηγηθεί μια ιστορία ενηλικίωσης (στην ουσία), τραυμάτων, πολιτικών αλλαγών και οικογενειακών δραμάτων, σε μια μεγάλη αφήγηση που θέλει το χρόνο και το χώρο της.
Το τέλος είναι πικρό, εν μέρει αδικαίωτο για την προσπάθεια των πρωταγωνιστών (κυρίως του Νίκου και του Νικολό), αλλά ποιος είπε ότι η ζωή δικαιώνει πάντα τις προσπάθειές μας; Όλα τα μυστήρια βρίσκουν τη λύση τους, αυτοί που έπρεπε να πληρώσουν δέχθηκαν τα επίχειρα, εκείνοι που όφειλαν να ξέρουν έμαθαν, αλλά ο χρόνος είναι αμείλικτος. Μια απουσία τριανταεπτά ετών δεν μπορεί να καλυφθεί μέσα σε λίγες στιγμές ή με δραστικές αποφάσεις που ανακινήθηκαν εκ των υστέρων και με μεγάλη καθυστέρηση. Η απουσία γονικής μέριμνας δεν επουλώνεται, ο έρωτας που πήγε στράφι δεν ξαναμαντάρεται, αυτοί που προκάλεσαν το κακό ακόμη κι αν πληρώσουν, είναι πια αργά για να δεχθεί το θύμα μια κάποια δικαίωση.
Ο Νικολό συναντάει έναν τρελό στο Μεγάλο Χωριό που του λέει όλη την αλήθεια, τον κάνει να θυμηθεί και να σχίσει, εντέλει, το πέπλο που κάλυπτε ένα σημαντικό μέρος του παρελθόντος του. Έχεις την αίσθηση πως με κάποιο τρόπο όλα μπήκαν στη θέση τους, έστω και στραβά. Όπως μάς το κάνει πολλές φορές η σκληρή πραγματικότητα.
Άνθρωπος των εκδόσεων ο Δημήτρης Φραγκούλης (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να περάσει στην όχθη των συγγραφέων. Το πρώτο του μυθιστόρημα έχει πολλές αρετές, αλλά και το άγχος του πρωτοεμφανιζόμενου να τα πει όλα. Όλα συγγνωστά και συγγραφικώς αναμενόμενα. Αν αξίζει να διαβάσει κανείς αυτό το μυθιστόρημα; Ναι, διότι υπάρχει ένα καταστάλαγμα ανθρωπιάς που, πέραν των όποιων τεχνικών, διαλάμπει και σε κυκλώνει.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πήρα κατεύθυνση προς τον Βορρά με την ελπίδα να συναντήσω κάποιο μονοπάτι. Η απόφασή μου όμως αυτή δεν άργησε ν’ αποδειχθεί ολέθρια. Είχα βρεθεί να περπατώ σε ένα απόκρημνο έδαφος που ούτε τολμούσα να κοιτάξω προς τα κάτω –ήταν σχεδόν γκρεμός– και την ίδια στιγμή πάλευα να αποφύγω την άγρια βλάστηση. Το ντρίλινο παντελόνι μου άρχισε να σκίζεται χωρίς να μπορεί να με προστατεύψει από τα σκλήθρα που μου τρυπούσαν τις γάμπες και η κίνησή μου γινόταν απελπιστικά αργή. Ενώ τα πόδια μου έπρεπε να ανιχνεύουν προσεκτικά το έδαφος, για να μην γλιστρήσω, τα χέρια μου δεν είχαν καμία άλλη δυνατότητα παρά μόνο να κρατούν γερά τους κορμούς ή τα χοντρά κλαδιά των δέντρων που διαρκώς με περιστοίχιζαν, έτσι ώστε να μπορώ να ισορροπώ.»