Της Παυλίνας Μάρβιν
«Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής άνοιξε ένα/ μικρό κατάστημα με ψιλικά/ πελάτες του είναι όλοι όσοι σ’ αυτό τον κόσμο/ τον βασάνισαν/ πελάτες του δ ε ν ε ί ν α ι όσοι αυτός βασάνισε·/ δικάστηκε/ κι έχει αθωωθεί.», γράφει ο Μίλτος Σαχτούρης, στην τελευταία σελίδα του τόμου των 542 σελίδων με τίτλο «ΓΡΑΠΤΑ ΓΙΩΡΓΟΥ Β. ΜΑΚΡΗ».
Το εξώφυλλο του μπλε τόμου κοσμεί τέμπερα του ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη: ένα κόκκινο ψάρι έχει στο στομάχι του μια μικρή γατούλα, έργο που, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, βασίστηκε σε ιδέα του ίδιου του ποιητή Μακρή. Το εισαγωγικό σημείωμα, οι σημειώσεις και η συνολική επιμέλεια του βιβλίου αποδίδονται στον Ε.Χ. Γονατά. Ποιoς είναι όμως, λοιπόν, ο μυστηριώδης αν όχι άγνωστος Γιώργος Μακρής, στην έκδοση των γραπτών του οποίου συμμετέχουν, υλικά και πνευματικά, με τόση φροντίδα, οι, συχνά πολύ λιγότερο αφανείς, φίλοι του;
Κάποιος που πιάνει στα χέρια του το εν λόγω βιβλίο το 2011 θα μπορούσε ίσως να θεωρήσει πως πρόκειται για περσόνα επινοημένη ίσως και από τον, κατά πολλούς, συγγραφέα του φανταστικού και του παράδοξου, Επαμεινώνδα Γονατά (παρ’ ότι ο τελευταίος δικαίως δήλωνε: «δεν είμαι ονειροποιός, ό,τι γράφω είναι βιωμένο…»), δεδομένου ότι ο Γιώργος Μακρής άφησε ελάχιστη γραπτή λογοτεχνική παρουσία με τη μορφή δημοσιεύσεων σε περιοδικά κατά τη διάρκεια της ζωής του (1923-1968), και δεν επεδίωξε ποτέ του να εκδόσει κανένα έργο του. Διατρέχοντας όμως κανείς τις σελίδες του βιβλίου, τα ποιήματα, τα ημερολογιακά σημειώματα, τα αφηγήματα, τις φωτογραφίες, την αλληλογραφία, τις μεταφράσεις του Γιώργου Μακρή και τα κείμενα που γράφουν γι’ αυτόν οι φίλοι του, δεν αφήνουν αμφιβολία πως πρόκειται για ένα πρόσωπο της διανόησης και της λογοτεχνίας με ψυχή που έζησε και ζει όχι μόνο στα δικά του έργα, αλλά στις συνειδήσεις και στα δημιουργήματα των ανθρώπων που συνάντησε.
«Την 31η Ιανουαρίου 1968 αυτοκτόνησε, πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε, ένας από τους πιο πνευματικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Λεγόταν Γιώργος Μακρής. Το όνομά του σήμερα, μπορεί να είναι εντελώς άγνωστο στους πιο πολλούς. Δεν άφησε σχεδόν τίποτα πίσω του που να προδίδει στους μεταγενέστερους την ύπαρξή του.(…) Γιατί ο Γιώργος Μακρής δεν έγραφε: μιλούσε. Πιστός στην πιο ελκυστική από όλες τις γοητείες του σωκρατισμού, ο Μακρής περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του ―ιδίως αυτές― σε ένα από τα τραπεζάκια της πλατείας κολωνακίου, θρονιασμένος σαν άστεφος βασιλιάς ανάμεσα στον όμιλο των μαθητών του, κάνοντας την καλύτερη δυνατή χρήση που μπορούσε να κάνει άνθρωπος της μεγαλύτερης θεϊκής δωρεάς του: του έναρθρου λόγου! Και τι δεν είχε να πει! (…)», σημειώνει γι’αυτόν, ο φίλος του και λογοτέχνης Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος και Ο Ε.Χ. Γονατάς, γράφει στην εισαγωγή του τόμου: «Σε μια σημείωσή μου για τον Γιώργο Μακρή, δημοσιευμένη τον Φεβρουάριο του 1980, βεβαίωνα πως τα γραπτά του έχουν ανεπανόρθωτα χαθεί. (…)Όταν ήρθε στο σπίτι μου (ο Α. Καρακάλος) και μου παρέδωσε θριαμβευτικά το μαγικό εκείνο τσουβάλι με τα χαρτιά του Μακρή, όσα είχε καταφέρει με μύριους κόπους να περισώσει, και μου ζήτησε ν’ αναλάβω τη φροντίδα της επεξεργασίας, της αποκατάστασης και ταξινόμησής τους για μια μελλοντική δημοσίευση, δέχθηκα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη την πρότασή του, θεωρώντας ότι θα εκπλήρωνα ένα χρέος στη μνήμη του φίλου μου· από την πρώτη όμως κιόλας στιγμή ένιωσα δισταγμό και αβεβαιότητα για το κατά πόσον όλα αυτά τα χαρτιά που ο Μακρής δεν τα προόριζε παρά μόνον για τον εαυτό του, ήταν επιτρεπτό να έρθουν, δίχως τη συγκατάθεσή του, στο φως της δημοσιότητας. (…) Η σκέψη όμως πως ο Μακρής τίποτε δεν κατέστρεψε, ούτε το παραμικρό χαρτάκι από τα γραπτά του, και ότι όλα του σχεδόν τα κείμενα, τουλάχιστον της πρώτης του νεότητας, που γνωρίζαμε και θυμόμαστε, βρέθηκαν φυλαγμένα και συγκεντρωμένα (…), τέλος η σκέψη ότι με τους δυο χαρακτηριστικούς αυτούς στίχους του: Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;/ Ποτέ δε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι, δεν προτρέπει βέβαια τους φίλους του ν’ αναλάβουν για λογαριασμό του μια προσπάθεια που ο ίδιος, με πικρή αυτογνωσία, δηλώνει πως δεν μπορεί και δεν θέλει ν’ αποτολμήσει, δεν φαίνεται όμως και να τους την απαγορεύει (…)».
Τα ποιήματα του Μακρή, μικρά και μεγάλα, συνήθως σε ελεύθερο στίχο, φανερώνουν έναν άνθρωπο θαυμαστής ευρυμάθειας, που αγάπησε πολλά αναγνώσματα, έγραψε όμως χρησιμοποιώντας την ουσία της σκέψης του Λ. Βόβεναργκ και τόσων άλλων: «…ποτέ δεν είμαστε τόσο αληθινοί, τόσο ζωντανοί, τόσο αυθεντικοί, όσο όταν γράφουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας». «Προσπάθεια να γίνει κανείς μαγεμένος», ήταν ο τίτλος ενός ποιήματος του Μακρή που δεν βρέθηκε στα χαρτιά του. Βρέθηκαν όμως άλλοι, πολλοί στίχοι, ειδικής ευαισθησίας, όπως εκείνοι των «Εραστών» του:
Με βήματα επίσημα κι αργά
Και καμπαρντίνα κουμπωμένη.
Με το μικρό στο τόπο πήγαιν’ έλα τους
Να νείρονται αγκαλιές ζεστές
Σκαλίζοντας τη γη με την ομπρέλα τους.
Εκείνο που σίγουρα ξεχωρίζει είναι μια ευθύτητα λόγου σχεδόν παιδική, χωρίς προσπάθεια να αποδείξει ο συγγραφέας λογιότητα ή ανάγκη ν’ αναγνωρισθεί ως ικανός λεξιπλάστης από τους ομότεχνούς του: «στο πάρκο έχω αποκτήσει ένα θίασο από παιδιά/ που λένε: «έχω βόλους , έχω σχολείο, έχω Μαριάννα». /Τα παιδιά είναι ζώα και τ’ αγαπώ..», γράφει ο Μακρής στο ποίημά του «Γυμνά ασημένια δέντρα», και σε άλλο, με τίτλο «Απλό απογευματινό διάλειμμα» διαβάζουμε: «Η μαμά μας δεν μας κατάλαβε ποτέ/ είναι μια ξένη./ κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας/ μας έλεγαν: «κοίτα τη θάλασσα/ κοίτα τα δέντρα/ και κοίτα το παιδάκι που γελάει».
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την ανατομία αυτής της ξεχωριστής προσωπικότητας, αλλά και μιας εποχής (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος, Ψυχρός Πόλεμος, Μεταπολεμική Ελλάδα), αλλά και μιας γενιάς ολόκληρης, είναι σίγουρα η επιστολογραφία του Μακρή. Πρόκειται για διόλου, μα διόλου τυπικά γράμματα, ιδίως προς τον πρώτο εξάδελφό και συνοδοιπόρο του Άγγελο Καρακάλο, τον συμμαθητή και φίλο του Ε. Χ. Γονατά, προς άλλους φίλους, φίλες, αλλά και προς τη μητέρα του, Δώρα Μακρή, με την οποία διατηρούσε μια συστηματική και ιδιατέρως προβληματική σχέση: «Όντας πάλι αυτό που είμαι, τι ιδέα θέλεις να έχω για μια ώριμη κυρία που γράφει τέτοιες ανοησίες στον υπερτεσσαρακοντούτη γιο της (…); Πρέπει να ομολογήσεις ότι, μ’ όλ αυτά, δεν συντελείς ούτε στην καλή νευρική κατάσταση, ούτε στην ψυχική υγεία του άλλου, έστω κι αν αυτή είναι η πρόθεσή σου, κυρίως μάλιστα όταν έχεις συνολικές αξιώσεις καθοδηγήσεως επί ψυχικών, πνευματικών, περιουσιακών, πολιτικών θεμάτων, όπου και την τύφλα σου δεν ξέρεις, και αλλοίμονο στον άλλον αν σ’ακούσει! (που δε τρελλάθηκε), εξαιρέσει ορισμένων κοινοτοπιών περί καπνίσματος κλπ, πιθανώς ορθών, αλλά που τις ξέρουν κι οι γάτες. Καλύτερα δεν είναι, ν’ αφήνεις τον άλλον ήσυχο; Τι να σου πω; Ας σου γράψω κι εγώ (για ποικιλία) δυο γνωμικά: «Κάνε το καλό και ρίχτο στο γυαλό». «Απ’ το Θεό χαρίσματα πολλά να μη ζητήσεις/ μάθε να είσαι μερακλής το βίο σου να ζήσεις». Έτη πολλά! (…).
Στις, εδώ δημοσιευμένες, μεταφράσεις του Μακρή, θα βρούμε ένα ποίημα του Άλντους Χάξλεϋ, ολόκληρη τη μετάφραση της Πέτρας του Ήλιου του Οκτάβιο Πας (το μοναδικό κείμενο που δημοσίευσε με την υπογραφή του όσο ζούσε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Πάλι), και το, σε πολύ προσωπικό ύφος, αφήγημα του Ζαν Μιρό «Εργάζομαι σαν ένας κηπουρός».
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου συγκεντρώνονται σημειώματα και μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του ποιητή γραμμένα ειδικά για τη συγκεκριμένη έκδοση από ανθρώπους που για χρόνια τον συναναστράφηκαν. Οι Αλέξης Ακριθάκης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Νάνος Βαλαωρίτης, Τάσος Δενέγρης, Άγγελος Καρακάλος, Claudie Marx, Τάκης Μαύρος, Κώστας Ταχτσής και Θ.Δ. Φραγκόπουλος, φωτίζουν διαφορετικές πλευρές της πορείας, του χαρακτήρα αλλά και της αυτοχειρίας («Πού πάτε κύριε Γιώργο; ―«Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως…»), του Γιώργου Μακρή, ειλικρινά, με αγάπη και φιλία, θα λέγαμε «χωρίς μοντάζ». Ο Τάσος Δενέγρης στο μικρό του κείμενο σχολιάζει τον φίλο του ως μοναδικό: «Έζησε χωρίς σπίτι, χωρίς επάγγελμα, χωρίς ακαδημαϊκές διακρίσεις, χωρίς γραπτό έργο, σε μια κοινωνία κυριαρχημένη από την ιδιοκτησία, το συμφέρον, τη ματαιοδοξία και τους νόθους τίτλους. Σαν τους Έλληνες της Κλασικής Εποχής σκόρπισε απλόχερα το πνεύμα του στη συζήτηση, με πολλαπλά περιεχόμενα κι απλοποιημένη μορφή. (…)Έντεκα μήνες μετά τη δικτατορία, τον φαντάζομαι πως έκανε αναγωγή σε παγκόσμια κλίμακα, και κατάλαβε τη σκοτεινή δεκαετία που ξημέρωνε για τον κόσμο ολόκληρο. Ίσως να είδε τον ρατσισμό που θα ξαναρχόταν, την καινούρια αμάθεια, την πείνα της Αφρικής, τα computers, τις Πολυεθνικές. Η απελπισία θα πρέπει να τον σκότισε, κι έτσι ανέβηκε στην ταράτσα κι από ’κει σκορπίστηκε στους ανέμους. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να προσθέσω.».
Ο τόμος, με τα τόσα διαφορετικά και πολλές φορές αντιφατικά δεδομένα, στοιχεία πτυχών όμως του ίδιου προσώπου, διαβάζεται σαν βιογραφία, σαν εργογραφία, σαν ποίημα και σαν μυθιστόρημα, γραμμένο από ένα και ταυτόχρονα από πολλά χέρια. Το βιβλίο ανοίγει, όπως και κλείνει, με ένα ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη: «έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους/ κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους/ όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά/ στους άγριους άρρωστους με τα φτερά/ στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς/ κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.».
Γιώργος Β. Μακρής: «Γραπτά»
Εκδόσεις της Εστίας (1986)
Εισαγωγικό σημείωμα - Σημειώσεις - Επιμέλεια: Ε. Χ. Γονατάς