Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Αλμπάτη «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (εκδ. Νήσος). Στην κεντρική εικόνα, ο περίφημος πίνακας του Γκόγια Νο 39, όπου αναγράφεται η φράση: «Ηρωικό κατόρθωμα! Με νεκρούς!»
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
To πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Μιχάλη Αλμπάτη Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος, ανήκει, κατά τη γνώμη μου, αρκετά εμφανώς, σε μια ιδιότυπη νεοελληνική εκδοχή του γκροτέσκου ρεαλισμού. Η αφήγηση δεν υφαίνεται παραμυθητικά, οι χαρακτήρες δεν είναι καλοί ή κακοί, αλλά είναι πολύπλευρα ανθρώπινοι και σφαιρικοί. Η διήγηση του Αλμπάτη δεν στοχεύει σε ηθικούς διδακτισμούς, παρότι καταφεύγει σε ορισμένα κεφάλαια εκεί, αλλά στην κριτική της επαρχιωτικής νοοτροπίας, της κοινωνικής υποκρισίας, του κληρικαρισμού και πολλών ακόμα φαινομένων.
Πέραν της προϊστορίας του Αλμπάτη με την ιστορική φαντασία και μια ροπή στο στρεβλωμένα και σκόπιμα υπερβολικό (βλέπε Ο κώλος της Άννας) το μυθιστόρημα αναπτύσσεται με αρκετά μοτίβα υπερτονισμένου νατουραλισμού, ενός ακραιφνούς βιολογισμού όπου η σωματικότητα έχει δύο όψεις, αυτή της χυμώδους ακμής και της ανθώδους νεότητας και παράλληλα αυτή της παρηκμασμένης γηραιότητας, των σκεβρών σωμάτων. Από τη μία τη γέννηση και από την άλλη τον θάνατο. Αυτό ειναι φανερό σε όλο το κείμενο μα το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ανευρίσκεται στο κεφάλαιο όπου διετελείται ο γάμος του πεθαμένου με την ζωντανή εγκυμονούσα νύφη. Εκεί βλέπουμε ξεκάθαρα τον συμβολισμό της γέννησης μέσα από τον θάνατο. Αλλά και αλλού, σε ένα ιδιαιτέρως συγκινητικό χωρίο, όπου ο Φανούρης νιώθει κυριευμένος από τον έρωτά του για την Ελίζα και εύχεται να μπορούσε να αγκαλιάσει ολόκληρη την ύπαρξή της, αχρονικά, να μπορούσε να την αγκαλιάσει σε όλες τις εκδοχές της, όταν ήταν ακόμα μικρο παιδί ή μετά, όταν θα ήταν πια μια από τις γερασμενες και ανηδόνιστες φιγούρες που συναντά στις κηδείες.
Η επιλογή της εποχής δεν είναι τυχαία, αλλά διακριβώνει την συμβολιστική επίστρωση του βιβλίου με την αναφορά στις αρχαίες δοξασίες για την άνοιξη, μια εποχή θανάτου και αναγέννησης της φύσης, που γιορτάζεται ακόμα και σήμερα, υπό τη θρησκευτική κουρτίνα του χριστιανικού και εβραϊκού Πάσχα.
Οι θάνατοι, διαβάζουμε, σταμάτησαν τον χειμώνα ενώ συνέβαιναν πολλαχώς την άνοιξη. Η επιλογή της εποχής δεν είναι τυχαία, αλλά διακριβώνει την συμβολιστική επίστρωση του βιβλίου με την αναφορά στις αρχαίες δοξασίες για την άνοιξη, μια εποχή θανάτου και αναγέννησης της φύσης, που γιορτάζεται ακόμα και σήμερα, υπό τη θρησκευτική κουρτίνα του χριστιανικού και εβραϊκού Πάσχα.
Το βιβλίο δεν αφορά, συνεπώς, το θάνατο αλλά αποτελεί ένα δονκιχωτικό (σαν άλλος Δον Κιχώτης και Πάντσο, οι δύο κεντρικοί ήρωες εξερευνούν την μεταπολεμική Κρήτη) coming of age μυθιστόρημα, μια επαρχιακή εποποιία ενηλικίωσης που εναλλάσσεται σε είδος ανά τα κεφάλαια, καθώς το εύρημα των πολλαπλών νεκρικών αφηγήσεων δίνει στον Αλμπάτη τη δυνατότητα να εντάξει διαφορετικό χαρακτήρα αφήγησης σε κάθε κεφάλαιο (π.χ. μυστηρίου, αστυνομικού, τρόμου, πολεμικού, ερωτικού κλπ).
Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε το 1973 στο Ζαρό, στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Από τα δεκαοχτώ του ζει στο Ηράκλειο. Το 2018 δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα Ο κώλος της Άννας, εκδ. Απόπειρα και το 2019 το Κάρτα ελεύθερης πρόσβασης. Το διήγημά του Ο άνδρας που έκλαιγε έχει συμπεριληφθεί στη συλλογή Παράξενες μέρες στο Ηράκλειο, εκδ. Παράξενες Μέρες, 2018. |
Ο θάνατος στο βιβλίο δεν σχετίζεται με ένα οντολογικό ζήτημα, αλλά αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο που επηρεάζει κυρίως τους ζωντανούς. Υφίσταται μάλιστα μια σταδιακή απο-ιεροποίηση, μοτίβο που έχει υπάρξει ξανά στα κείμενα του Αλμπάτη, η αποκαθαίρεση δηλαδή της ιερότητας ορισμένων συμβόλων και συμβάντων. Αυτό τον υποβιβάζει με τέτοιο τρόπο που σταματά να έχει εκφοβιστικό χαρακτήρα για τους χαρακτήρες του κειμένου και καταλήγει μια κατάφαση προς τη ζωή, που έρχεται κυρίως από τα λόγια και τις διηγήσεις των νεκρών, παρόλο που το βιβλίο τελειώνει μάλλον απαισιόδοξα.
Φαντάζει σχεδόν χαϊντεγκεριανή αυτή η σύλληψη και η ξεκάθαρη συμβουλή που απαυγάζει ο συγκερασμός από τα νεκρικά λόγια, δηλαδή να ζούμε τη ζωή μας με την βεβαιότητα του θανάτου, σαν να είμαστε ήδη νεκροί. Θεωρώ όμως πως δεν έχει τόσο υπαρξιστικό, όσο μυστικιστικό χαρακτήρα και ταιριάζει περισσότερο στην γελαστική κουλτούρα της αναγέννησης, σε ένα προνεωτερικό στάδιο όπου το άστυ και τα ψυχολογικά συμπλέγματα που επιφέρει δεν είναι ακόμα παρόντα αλλά ο άνθρωπος καλείται να πάρει αποφάσεις για το πώς θα ζήσει τη ζωή του με βάση την αλήθεια προς τον εαυτό του.
«Ο υποβιβασμός σκάβει τον σωματικό τάφο για μια νέα γέννηση» διαβάζουμε στη μελέτη του Μπαχτίν για τον Ραμπελαί «για αυτό δεν έχει καταστροφική σημασία αλλά θετική». Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε χωρία στο κείμενο του Αλμπάτη όπως αυτό του νεκρού γαμπρού, όπου μπροστά στα μάτια του αναγνώστη επιτελούνται τρία μυστήρια και τρεις σταθμοί της ζωής, του γάμου, της κηδείας και της γέννησης (και ονοματοδοσίας σύμφωνα με τη θέληση του νεκρού πατέρα); Ο γάμος της εγκυμονούσας με το πτώμα γίνεται παρωδιακά, εξευτελίζει τη σοβαροφάνεια του «ιερού» μυστηρίου του γάμου, όπως ακριβώς γινόταν και στις γιορτές των Τρελών κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.
Σε άλλα χωρία το κείμενο θυμίζει την ελαφρά πορνογραφία του Απολιναίρ, με κάθε φιλοσοφικό ή πολιτικό υπονοούμενο που δύναται αυτή να λάβει, αλλά κυρίως λόγω των φραστικών ομοιοτήτων.
Ο ερωτισμός στον Αλμπάτη δεν είναι πορνογραφικός ούτε έχει αυτό το χαρακτήρα, ήδη από τον Κώλο της Άννας ή την Κάρτα ελεύθερης πρόσβασης. Στον Κώλο της Άννας είναι παρωδιακός και επιτελεί τον χαρακτήρα μιας αποκαθαίρεσης της σεβάσμιας θρησκευτικότητας με την ιεροποίηση των οπισθίων μιας υπηρέτριας, στην Κάρτα Ελεύθερης Πρόβασης είναι ένας ερωτισμός πολιτικός που εξερευνά τις σεξουαλικές ισορροπίες τη σύγχρονη εποχή και στο παρόν μυθιστόρημα είναι ένας ερωτισμός αυστηρά ειρωνικός και βαθιά σωματικός, αγκαλιάζοντας με ευχαρίστηση και φιλολογική ευκρίνεια το χυδαίο. Αυτό γίνεται φανερό στα χωρία όπου αναλύονται περιγραφικά οι μέθοδοι αυνανισμού του Φανούρη. Σε άλλα χωρία το κείμενο θυμίζει την ελαφρά πορνογραφία του Απολιναίρ, με κάθε φιλοσοφικό ή πολιτικό υπονοούμενο που δύναται αυτή να λάβει, αλλά κυρίως λόγω των φραστικών ομοιοτήτων. Έτσι γίνεται λόγος για μαλαπέρδες, όφεις και άλλους χαρακτηρισμούς που μπορεί κανείς να βρει σε αυτά τα έργα. Φυσικά ανευρίσκονται και πιο λογοτεχνικές αφηγήσεις («το πέος του ορθωνόταν σε μια βουβά κραυγάζουσα στύση»).
Σε σχέση με το ύφος που ποικιλοτρόπως σχολιάστηκε πρέπει να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις. Πρώτα από όλα αποτελεί χαρακτηριστικό του Αλμπάτη σε όλα του τα μέχρι τώρα εκδοθέντα βιβλία, τουλάχιστον αυτά που έχουν πέσει στα χέρια μου. Στον Κώλο της Άννας ο λυρισμός, η μετατόπιση του ρήματος, το εσκεμμένα σκωπτικό και αποστασιοποιημένο ύφος δοκιμίου –ή, κατά περιπτώσεις, σάτιρας– βρίσκει την τέλεια ενσάρκωσή του και δένει αρμονικά με το θέμα. Στην Καρτα Ελεύθερης Πρόσβασης δεν είναι τόσο συνεπές, αλλά ταιριάζει επίσης με την διήγηση του απαγορευμένου, μιας ιστορίας που έχει στοιχεία μιας αφήγησης του αλλόκοσμου. Στο παρόν μυθιστόρημα η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να το συναντήσω, όχι γιατί δεν ταιριάζει θεματικά, αλλά γιατί δεν το είχα θεωρήσει απαραιτήτως ειδοποιό στοιχείο της αφηγηματικότητας του συγγραφέα. Δυστυχώς όμως δεν είναι αυστηρά συνεπές. Υπάρχουν χωρία του κειμένου που ακολουθούν ακατάπαυστα αυτή τη μέθοδο και άλλα που την εγκαταλείπουν εντελώς.
Παρόλα αυτά, πρόκειται αναμφίβολα για την πιο ώριμη έως τώρα δουλειά του συγγραφέα, που αποδεικνύει περίτρανα πως ο Μιχάλης Αλμπάτης είναι εξίσου καλός στη μεγάλη φόρμα.
Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και είναι δίκαιο το ότι αποτέλεσε εκδοτικό γεγονός.