Για το αστυνομικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Σίμου «Πάρε ανάσα» (εκδ. Μεταίχμιο). Φωτογραφία © Jeremy Bishop / Unsplash
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Καιρό είχα να διαβάσω ένα τόσο καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Όχι μόνο επειδή ο ένας φόνος διαδέχεται τον άλλο, με αποτέλεσμα πάνω στην αλυσιδωτή τους ακολουθία να χτίζεται το αναμενόμενο σασπένς. Ούτε μόνο επειδή μέσα στον γρίφο για την ανεύρεση του δολοφόνου εντοιχίζεται το κοινωνικό θέμα, αυτό των ναρκωτικών φαινομενικά, ενώ ουσιαστικά της αναβίωσης των τραυμάτων, όπως κάνει πλέον κάθε σοβαρή αστυνομική ιστορία που σέβεται τον εαυτό της. Ναι, και για όλα αυτά, αλλά κυρίως επειδή ο νεαρός συγγραφέας καταφέρνει να πλάσει μια θριλερική ατμόσφαιρα, χωρίς ακρότητες, αλλά με όλο το ψυχολογικό φορτίο που χρειάζεται.
Ο Δημήτρης Σίμος (γεννημένος το 1987) έχει ήδη τη δική του ιστορία στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Δηλώνει θαυμαστής του Ζωρζ Σιμενόν και του Ιζζό, αγαπώντας ιδιαίτερα το μεσογειακό νουάρ. Σ’ αυτό το πλαίσιο ξεκινά το 2016 με Τα βατράχια, συνεχίζει το 2018 με Τα τυφλά ψάρια και προχωρά με έμφαση στα ψυχολογικά θρίλερ, όπως το Σώσε με το 2020. Τα μυθιστορήματά του κουβαλάνε τη βαριά ατμόσφαιρα των χαρακτήρων του, που ασφυκτιούν λόγω του σκοτεινού παρελθόντος τους.
Η υπόθεση στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Πάρε ανάσα στηρίζεται αφηγηματικά σε ένα τρίποδο οπτικών γωνιών, οι οποίες εναλλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Ο αστυνόμος Λάζος, που τίθεται επικεφαλής των ερευνών· η Σίλβια Κώτσου, δύτρια στις μυδοκαλλιέργειες της Χαλάστρας, η οποία στη συνείδηση του αναγνώστη δεν μπορεί να καταταχθεί εύκολα, αφού μπορεί να είναι πιθανό θύμα ή πιθανός θύτης· και τέλος ο μπαλαντέρ για μεγάλο διάστημα του μυθιστορήματος, η έφηβη κόρη της Φοίβη. Πάνω σ’ αυτόν τον τρίποδα στήνεται η μηχανή, η οποία ξεκινά από τον δολοφονημένο δικηγόρο Παπαπέτρου και συνεχίζει με την ιδιοκτήτρα του τοπικού μπαρ «Χίμαιρα» Νάντια Λαρούδη και τέλος την αδελφή της.
Ο ψυχολογικός παλμός που δονεί το κείμενο και φτάνει σε κύματα ως τον αναγνώστη απορρέει από τα ποικίλα τραύματα των πρωταγωνιστών.
Ο ψυχολογικός παλμός που δονεί το κείμενο και φτάνει σε κύματα ως τον αναγνώστη απορρέει από τα ποικίλα τραύματα των πρωταγωνιστών. Έτσι, η κύρια αφήγηση, που χαρτογραφεί το παρόν, στίζεται από πυορροούσες πληγές, οι οποίες όμως έρχονται από το παρελθόν, αποκαλύπτονται σταδιακά και δρομολογούν πορείες και συμπεριφορές. Αυτός ο παλμός στηρίζεται επιπλέον στο ταυτοτικό στίγμα κάθε χαρακτήρα, που ορίζεται με δομιστικό τρόπο: ο καθένας καθορίζεται από τους άλλους. Η στάση του συγκαλύπτει κι ενίοτε αποκαλύπτει μυστικά, τα οποία τον συνδέουν με καθένα από τα άλλα πρόσωπα. Διαπροσωπικές σχέσεις, δυαδικές αντιθέσεις, διπολικές εντάσεις, σκιές και ψέματα διαποτίζουν το πλέγμα των χαρακτήρων, καθένας από τους οποίους μισεί και αγαπά τους άλλους με έναν σκοτεινό, αβυσσαλέο και ύποπτο τρόπο.
Στην ουσία καθένας παίζει τον δικό του ρόλο σε ένα ζωντανό θέατρο, ενώ η έννοια της αναπαράστασης κυριαρχεί. Η Σίλβια Κώτσου είχε στήσει ένα προσοδοφόρο θεατρικό δρώμενο, το οποίο με τη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών και την αναβίωση του παρελθόντος φέρνει κάθε πελάτη σε επαφή με μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής του. Με άλλα λόγια, οι «νυχτοβάτες», όπως λέγονται, (ανα)βιώνουν ένα παρελθόν γεγονός της ζωής τους μέσω του κατασκευασμένου σκηνικού που στήνει η Σίλβια και των ναρκωτικών που τους προμηθεύουν σε ένα είδος ψυχοθεραπείας. Όμως αυτή η δοσοληψία δεν αργεί να κλονιστεί και κάποιος νυχτοβάτης αρχίζει να ζητά πράγματα πέρα από τα συμφωνηθέντα. Η παρεμβαλλόμενη έννοια της θεατρικής αναπαράστασης είναι ο τρόπος με τον οποίον κάθε πρόσωπο συσκοτίζει τη στάση και τα κίνητρά του, αλλά και το μέσο με το οποίο ο συγγραφέας παραπλανά τον αναγνώστη, ώστε αυτός να μην μπορεί να αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στον ένοχο και τον αθώο.
Πόσο επικίνδυνη είναι τελικά η επάνοδος στο παρελθόν; Αν κάποιος έβρισκε τρόπο να ξαναζήσει τη στιγμή, της χαράς ή της θλίψης, θα έβγαινε ανακουφισμένος σε ένα είδος κάθαρσης ή θα βουτούσε ακόμα πιο βαθιά στο ντελίριο μιας αθεράπευτης πληγής; Πάνω σ’ αυτό το ψυχολογικό ερώτημα τα όρια μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος διαρρηγνύονται, η αυταπάτη σκεπάζει τη λογική, η εξάρτηση είναι τόσο μεγάλη και η τραγική αναβίωση τόσο οδυνηρή, ώστε ο φόνος να φαντάζει μια προσωπική λύτρωση. Όποιος διαβεί το όριο του χρόνου και επανασυνδεθεί με τον προηγούμενο εαυτό του δεν θα μπορέσει να γλιτώσει από τη δίνη της ψυχικής του μανίας.
Τελικά, το εν λόγω μυθιστόρημα δεν καταξιώνεται από το τέλος του, παρόλο που όντως εκπλήσσει. Ούτε από το κοινωνικό θέμα που θίγει, αφού μάλλον δεν είναι τόσο βαθύ. Αλλά, περισσότερο, από το βαρύ φορτίο ψυχολογικής έντασης, τη βαριά ατμόσφαιρα που νοτίζει τα πάντα, την υποβόσκουσα καταιγίδα που περνάει στον αναγνώστη και τον ηλεκτρίζει, ειδικά σε ορισμένα σημεία του κειμένου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο άντρας μου πέφτει στο γκαζόν, ενώ τώρα βλέπω έναν ξένο στον κήπο μας. Φορά μαύρη κουκούλα.
Η μάνα μου εμφανίζεται δίπλα του. Κρατά όπλο.
“Φύγε” ουρλιάζει και πυροβολεί παντού με το περίστροφο.
Τα μάτια μου στην πισίνα. Είναι άδεια. Τώρα έχει μείνει μόνο ο παφλασμός να θυμίζει πως πριν από λίγα δευτερόλεπτα οι κόρες μου έπαιζαν με το στρώμα τους και τον αδελφό μου».