Για το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Κοντιάδη «Η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο» (εκδ. Τόπος). Στην κεντρική εικόνα, ο Νίκος Μπελογιάννης.
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Τι άνθρωποι ήταν αυτοί που μετά την ήττα του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού εξακολουθούσαν να μάχονται για τις ιδέες τους, αντί να «βολευτούν» στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όπου αρχικά είχαν καταφύγει; Ήταν τρελοί που ήθελαν ν’ αλλάξουν ένα κόσμο που είχαν ήδη συγκροτήσει οι ισχυροί; Μπορεί το όραμα γι’ έναν καλύτερο κόσμο να γίνει τρέλα; Ή μάλλον, μπορεί να αποφύγει ένα τέτοιο όραμα να γίνει τρέλα;
Ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα
Ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης αναλαμβάνει ν’ απαντήσει σ’ αυτά τα ερωτήματα, χρησιμοποιώντας ένα άλλο μέσο απ’ αυτό που ξέραμε πως ο ίδιος χρησιμοποιεί στον δημόσιο λόγο του, τα δοκίμια και τα επιστημονικά βιβλία στα οποία μας έχει συνηθίσει. Γράφει ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, στο οποίο χρησιμοποιεί πολύ καλά τις πλούσιες ιστορικές πηγές που αναφέρονται στο τέλος του βιβλίου, σέβεται τα πρόσωπα της τραγωδίας και από τις δυο πλευρές, εικονογραφεί με γλαφυρή γραφή την τραγικότητα της εποχής, τα αδιέξοδα των ηρώων του, τις συνομιλίες στις οποίες προδίδονται αμφιβολίες για τα μέσα, όχι όμως και για τους σκοπούς τους, περιγράφει τον τρόπο που ο Μπάτσης και ο Μπελογιάννης αγαπούσαν τις συντρόφους τους ως ισότιμα άτομα με αυτούς, την αγωνία τους να γλυτώσουν αλλά και τη μη παράδοσή τους στη μοιρολατρία και στη μικροψυχία. Εκτός των μεγάλων στιγμών, όμως, αναδεικνύει και τις μικρότητες –δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς αυτές– των πρωταγωνιστών του.
Πιστεύω πως αυτό το μυθιστόρημα αποτελεί απάντηση τόσο στην καπηλεία του αγώνα του Νίκου Μπελογιάννη από το ΚΚΕ όσο και σ’ όλους αυτούς τους νεοαντιδραστικούς που αγανακτούν όταν ακούγεται καλός λόγος γι’ ανθρώπους που πολέμησαν τότε στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι εμφανίζουν ανθρώπους σαν τον Μπελογιάννη ως «εχθρούς» της δημοκρατίας. Κρίνουν δηλαδή μια εντελώς διαφορετική εποχή, που οι άνθρωποι είχαν άλλα βιώματα και αντιλήψεις, με τα κριτήρια του σήμερα. Είναι σαν αυτούς που τάσσονται γενικά και αόριστα κατά της βίας, ξεχνώντας πως χωρίς αυτήν η ανθρωπότητα δεν θα είχε περάσει από την προνεοτερικότητα στην νεοτερικότητα, από τον σκοταδισμό στον Διαφωτισμό, από τις μοναρχίες στις Δημοκρατίες. Ακόμα θα ζούσαμε στην εποχή της δουλείας και της αποικιοκρατίας. Αυτοί ερμηνεύουν το χθες με τα κριτήρια του σήμερα και κατηγορούν τους πρωταγωνιστές του Εμφυλίου με κριτήριο το πώς αντιλαμβανόμαστε σήμερα την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία.
Ο Κοντιάδης τιμά τον Μπελογιάννη και τους άλλους τρεις συντρόφους του, Μπάτση, Αργυριάδη, Καλούμενο, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά και τους θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου της μνήμης.
Ο Κοντιάδης δεν παρακολουθεί όλες αυτές τις ρηχές απόψεις ένθεν κακείθεν. Δεν παρακολουθεί «τους φίλους της δημοκρατίας» που καμία αίσθηση της ιστορίας δεν έχουν, αλλά δεν παρακολουθεί και τους «φίλους του Μπελογιάννη» που τον τοποθετούν στο βάθρο του αγίου και τίποτα μεμπτό δεν βρίσκουν στην ιδεολογία του. Ο Κοντιάδης τιμά τον Μπελογιάννη και τους άλλους τρεις συντρόφους του, τους Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενο, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά και τους θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου της μνήμης. Το ίδιο κάνει και για τους άλλους δυο, τη σύντροφό του Έλλη Ιωαννίδου (Παππά) και τον Τάκη Λαζαρίδη, που απέφυγαν τη θανατική ποινή, η πρώτη λόγω της εγκυμοσύνης της και ο δεύτερος επειδή ήταν ακόμη ανήλικος.
Ο Κοντιάδης δεν είναι αντικειμενικός με την έννοια της ουδετερότητας. Δεν είναι ουδέτερος, γιατί ζει και συμπάσχει με τους ήρωές του. Θέλει να επιζήσουν αν και ξέρει πολύ καλά πως δεν θα τα καταφέρουν. Θέλει, όπως και η κεντρώα εκδοχή του μετεμφυλιακού καθεστώτος υπό τον Πλαστήρα, η Ελλάδα να ήταν από τότε μια αστική δημοκρατία, αλλά ξέρει πως εκείνη την εποχή αυτό ήταν αδύνατον. Θέλει να είναι με τους «τρελούς που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο», αλλά την ίδια στιγμή ξέρει πολύ καλά πως στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου πλέον ο κόσμος δεν αλλάζει έτσι. Η Ευρώπη έχει εισέλθει στην εποχή που δεν χρειάζεται κάποιο αιματοκύλισμα για να αλλάξεις την κυβέρνησή σου (Καρλ Πόππερ). Η Ελλάδα όμως είναι ακόμη στον αστερισμό της μακριάς μετάβασής της προς αυτό τον κόσμο. Μετάβαση που θα κρατήσει ως το 1974, όπου και έπεσε το τελευταίο υπόλειμμα του μετεμφυλιακού κόσμου, η χούντα. Τελικά ο συγγραφέας είναι αντικειμενικός ως προς τα γεγονότα, αλλά υποκειμενικός όσον αφορά τα αισθήματά του για τους ήρωές του. Άλλωστε, λογοτεχνία μόνο με γεγονότα και χωρίς συναισθήματα και ηθικές δεσμεύσεις, δεν είναι στην ουσία της λογοτεχνία.
Όλα ξεκινούν από τον Δημήτρη Μπάτση
Καμία αναφορά σ’ αυτό το βιβλίο δεν θα είναι επιτυχημένη, αν δεν συμπεριλάβει τα ιστορικά δρώμενα. Το βιβλίο δεν ξεκινά με τον Νίκο Μπελογιάννη αλλά με τον Δημήτρη Μπάτση και τη σύντροφό του Λίλιαν Μπάτση. Ιδιαίτερη συγκινητική είναι η προσέγγιση της ζωής του Δημήτρη Μπάτση, γιου ναυάρχου, αστόπαιδου, διανοούμενου και συγγραφέα του πολύ σημαντικού για την εποχή του βιβλίου με τίτλο «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα». Βιβλίο αναφοράς ακόμη και σήμερα. Ο Μπάτσης ανέλαβε σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς να εκδώσει το περιοδικό «Ανταίος» και μέσω αυτού συνδέθηκε και με την Αριστερά της εποχής. Την ίδια στιγμή, ο συγγραφέας μάς εντάσσει στην ατμόσφαιρα εντός της οποίας λειτουργούν τα δύο κέντρα του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Αυτό που καθοδηγείτο από τον Νίκο Πλουμπίδη και αυτό που καθοδηγείτο από τους Κώστα Φιλίνη, Αντώνη Μπριλλάκη, Παναγιώτη Κατερίνη κ.ά., δηλαδή τους «τρελούς» της Μακρονήσου, και αργότερα από τον Λεωνίδα Τζεφρώνη. Ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στους άγριους μηχανισμούς δίωξης του εθνικού κράτους, στη Λευκή Τρομοκρατία, στον παραστρατιωτικό ΙΔΕΑ και στις παρεμβάσεις της αμερικανικής πρεσβείας, από τον ρόλο του σταθμάρχη της CIA, Τομ Καραμεσίνη έως τον περιβόητο Τζον Πιουρυφόι.
Οι ήρωες του Κοντιάδη δεν είναι υπεράνθρωποι, αλλά άνθρωποι που τρελαίνονταν στην ιδέα ενός καλύτερου κόσμου.
Ο Μπελογιάννης έρχεται για να ενοποιήσει αυτά τα κέντρα του ΚΚΕ ώστε να αντιμετωπίσουν την κρατική τρομοκρατία και για να μεταφέρει την «αυθεντική» γραμμή του κόμματος, την οποία δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και να εκφράσουν οι σύντροφοι/σσες που ζούσαν στην Ελλάδα. Συλλαμβάνεται και περνά από δυο δίκες, όπου στη δεύτερη αυτός και οι υπόλοιποι συνεργάτες του καταδικάζονται σε θάνατο. Αυτοί δεν είναι «άνθρωποι από ατσάλι». Είναι απλοί άνθρωποι με τις αδυναμίες τους, αλλά ήταν και τέτοιοι απλοί τρελοί άνθρωποι που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Ο Μπάτσης, για παράδειγμα, σπάει κάποια στιγμή και προσπαθεί να διαχωρίσει τη σχέση του από τους υπολοίπους. Όταν όμως ο διοικητής της Ασφάλειας, Πανόπουλος, του προτείνει να «ομολογήσει» πως ήταν υπεύθυνος σύνδεσμος του παράνομου ΚΚΕ με ανύπαρκτη οργάνωση αξιωματικών στην Αεροπορία και το Ναυτικό, αυτός αρνείται να οδηγήσει στον θάνατο αθώους ανθρώπους. Επέλεξε τον δικό του θάνατο, αν και υπεραγαπούσε τη ζωή, χωρίς να αναμένει καμία μεταθανάτια ανταμοιβή.
Οι ήρωες του Κοντιάδη δεν είναι υπεράνθρωποι, αλλά άνθρωποι που τρελαίνονταν στην ιδέα ενός καλύτερου κόσμου. Μα, θα με ρωτήσετε, καλύτερος κόσμος, με τον Στάλιν; Φυσικά και όχι. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι ακόμη και όταν επικαλούνταν τον Στάλιν, είχαν στο μυαλό τους ένα κόσμο που θα καταργείτο η διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων και όχι έναν κόσμο εκτελέσεων και στρατοπέδων σαν αυτών του Στάλιν. Είναι η πανουργία της ιστορίας, η οποία τόσο ωραία βγαίνει μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και είναι αυτή η πανουργία την οποία δεν καταλαβαίνουν τόσο οι υμνητές όσο και οι υβριστές του Μπελογιάννη. Δεν κατανοούν πως οι ήρωες του Κοντιάδη εκφράζονται μέσα από τα λόγια του Μπάτση, σύμφωνα με τα οποία «μούσα μας είναι η συνείδηση μας» (σ. 43).
Ένα βιβλίο φόρος τιμής
Ο Κοντιάδης με αυτό το βιβλίο του τιμά ανθρώπους που αγωνίστηκαν κατά των ναζί και έπεσαν για τις ιδέες τους. Ο Μπελογιάννης και οι άλλοι τρεις σύντροφοί του θα μπορούσαν να γίνουν πράκτορες του μετεμφυλιακού κράτους για να επιζήσουν. Δεν το έκαναν προς τιμήν τους και προς τιμή μιας αγνοούμενης πολιτικής συνείδησης σήμερα. Σε μια εποχή που κάποιοι αλλάζουν κόμματα σαν τα πουκάμισα, μόνο και μόνο γιατί κάποια άλλα τους υπόσχονται καλύτερο πλασάρισμα, σε μια εποχή που κυριαρχεί το μοντέλο της μεταπολιτικής και των πολιτικών χωρίς ιδέες, δεν είναι και λίγο κάποιοι με τόσο ωραίο τρόπο να μας θυμίζουν ανθρώπους που έδωσαν και τη ζωή τους για ιδέες και όχι για τη δόξα ή το χρήμα.
Την ίδια στιγμή είναι αλήθεια, και αυτή δεν βγαίνει από το βιβλίο, πως αν επικρατούσε ο Νίκος Μπελογιάννης και το κόμμα του η τύχη της Ελλάδας θα ήταν ίδια και ίσως και χειρότερη με αυτήν των λαών που υπέκυψαν στον σοβιετικό ολοκληρωτισμό. Μια χώρα που, όπως και οι υπόλοιπες της Ανατολικής Ευρώπης, αντί της εθνικής της ανεξαρτησίας όπως ήλπιζαν οι τέσσερεις εκτελεσμένοι, θα ήταν απόλυτα υποτελής στη Μόσχα και οι πολίτες της θα ζούσαν σε συνθήκες σκληρού ολοκληρωτισμού. Ο συγγραφέας, αν και ξέρει πολύ καλά, εκ των υστέρων βεβαίως, όπως όλοι μας, πού κατέληξε το όραμα των τεσσάρων, πού κατέληξε η τρέλα τους ν’ αλλάξουν τον κόσμο, δεν «μιζεριάζει». Δεν μένει σ’ αυτό. Μένει στην ουσία. Και αυτή είναι η αγάπη αυτών των ανθρώπων για έναν καλύτερο κόσμο. Βεβαίως, είχε δίκιο ο πνευματικός καθοδηγητής των τεσσάρων, ο Καρλ Μαρξ, όταν έγραφε πως οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όχι όμως όπως θέλουν αυτοί αλλά όπως οι σχέσεις μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας τους επιβάλλει. Και η αντικειμενική και υποκειμενική πραγματικότητα της εποχής ήταν πολύ σκληρή με τις ζωές ανθρώπων όπως ο Μπελογιάννης.
Είμαι σίγουρος πως αν ο Κοντιάδης έγραφε ένα δοκίμιο ιστορίας για τον Μπελογιάννη δεν θα παρέλειπε να αναφέρει πως ήταν υποστηρικτής του ολοκληρωτισμού της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Ένας αταλάντευτα στρατευμένος σε μια ιδεολογία που είχε χάσει κάθε παλιό της μήνυμα για ατομική χειραφέτηση. Ένα άνθρωπος που το 1943 ζητούσε την «παραδειγματική τιμωρία» (θάνατο δηλαδή) όσων από το 1943 είχαν γίνει ταγματασφαλίτες αλλά «και των συγγενικών τους προσώπων» (Παντελής Μούτουλας «Πελοπόννησος 1940- 1945» - Βιβλιόραμα). Ο Μπελογιάννης τότε τασσόταν υπέρ της περίφημης «αλληλέγγυας ευθύνης». Βεβαίως η κριτική του θα εκτεινόταν και στην ελλιπέστατη αστική δημοκρατία της εποχής. Ο Κοντιάδης όμως γράφει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα και εδώ το βάρος πέφτει στην ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα κι όχι στην κριτική του χθες με κριτήρια του σήμερα. Ο Κοντιάδης ανασυγκροτεί τη μνήμη του παρελθόντος μέσα από την ανασυγκρότηση των συναισθημάτων που αυτό γεννούσε στους πρωταγωνιστές του. Βιβλίο που σε μένα τουλάχιστον θύμισε το εμβληματικό έργο του Νίκου Δαββέττα «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).