Για το αστυνομικό μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα «Ο τελευταίος Άλυπος» (εκδ. Αρμός). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από τη σειρά «Klim» (2015).
Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας
Δεν έχω πεισθεί ότι «Ο τελευταίος Άλυπος» της Ελένης Γκίκα είναι μόνο ένα «αστυνομικό μυθιστόρημα», αλλά σε ένα εξώφυλλο έτσι κι αλλιώς δεν χωράνε πολλά. Γιατί πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό μυθιστόρημα όσο και ένα θαυμάσιο κοινωνικό δοκίμιο. Σε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα συναντάμε συχνά πολιτικά, πραγματολογικά, ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία, σε τούτο εδώ όμως παρά την αφθονία τους, οι διαχωριστικές γραμμές είναι μη διακριτές. Του αξίζουν ακόμα ανεξάρτητα ή εν συνδυασμώ οι υπότιτλοι: ψυχολογικό θρίλερ, δοκίμιο για τη φαυλότητα των τελευταίων δεκαετιών, η άλλη όψη της πρόσφατης Ιστορίας, ωδή στο μεγαλείο της παγκόσμιας γραφής, διακειμενικότητας έπος, ποιητικές ανιχνεύσεις στην πεζογραφία, και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής: επιδράσεις του μαγικού ρεαλισμού στη διαμόρφωση του ρεαλισμού.
[...] το βιβλίο είναι και ένα δοκίμιο για τις προδομένες επαναστάσεις, μέσα στο οποίο περιέχεται και μία μελέτη για την αυτοκτονία.
Ο Άλυπος, σε αντίθεση με το όνομά του είναι σκοτεινός, λυπημένος εσωτερικά όσο κι αν εξωτερικά είναι ψυχρός και δεν το δείχνει. Το βιβλίο θα μπορούσε να έχει εσωτερικό υπότιτλο: «το παιδί μιας προδομένης Επανάστασης» (βλ. τελ. σελ. 373). Γιατί το βιβλίο είναι και ένα δοκίμιο για τις προδομένες επαναστάσεις, μέσα στο οποίο περιέχεται και μία μελέτη για την αυτοκτονία.
Λαμπρό μανιφέστο διακειμενικότητας
Έπειτα από δεκαεπτά μυθιστορήματα, τέσσερις συλλογές με διηγήματα, έναν τόμο με συνεντεύξεις, έξι παραμύθια και δώδεκα ποιητικές συλλογές, ήτοι σαράντα βιβλία συνολικά, χώρια τα άρθρα, οι κριτικές και οι συνεντεύξεις, η Ελένη Γκίκα ανατρέπει τη συγκαταβατικότητα τού «και τι άλλο έχει να μας πει;», λέγοντάς τα όλα, λέγοντας τα αλλιώς, συνδέοντας τα πάντα μεταξύ τους σε ένα λαμπρό μανιφέστο διακειμενικότητας, μέσα στην αγκαλιά της μυθιστορίας, αποδεικνύοντας –χωρίς η ίδια λόγω της σεμνής και γήινης φύσης της ως άτομο ούτε στο ελάχιστο να το επιδιώκει– ότι διανύει μία περίοδο εξαιρετικής συγγραφικής γονιμότητας.
Το θαυμαστό είναι ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες που έχουν παρελάσει κάτω από τον αναγνωστικό της φακό, έχουν αφήσει πίσω ολοζώντανα ψήγματα της ουσίας τους σχηματίζοντας ένα άυλο, ψηφιδωτό σύστημα συντεταγμένων, μέσα στο οποίο το συγγραφικό υποκείμενο όχι μόνο κινείται, αλλά (ανα)πλάθεται διαρκώς.
Αυτούσια κείμενα μειζόνων συγγραφέων, ποιητών, στοχαστών, επαναστατών, ανθρώπων που έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν, ακόμα και πατερικά κείμενα –και μάλιστα με μεγάλη συχνότητα εμφάνισης αλλά και επανάληψής τους–, δένουν αρμονικότατα με τη μυθιστορία σε ένα φαύλο μεν αλλά συμπαγές κοινωνικο-πολιτικό-ψυχολογικό-πραγματολογικό-ιστορικό γίγνεσθαι και ταυτόχρονα αυτό δένεται τόσο καλά με εκείνα, ώστε να μην ξέρεις αν η πηγή είναι το ίδιο το κείμενο ή το «γεγονός» –έστω και το φαινόμενο– στο οποίο αναφέρεται, ή και τα δυο.
Το βιβλίο καταδεικνύει έτσι την άμεση όσο και ισχυρή σύνδεση μεταξύ Λογοτεχνίας και Κοινωνίας.
Οι επιλεκτικές, ουκ ολίγες επαναλήψεις (μεταφορές) πρωτότυπων κειμένων, ξενίζουν στην αρχή αλλά καθώς καλπάζεις προς το άγνωστο (κυριολεκτικά δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις παρακάτω), καταλαβαίνεις ότι έχουν τη σκοπιμότητά τους και η συγγραφέας σκόπιμα τα χρησιμοποιεί ως μάντρα για να συντονιστεί βαθιά ο αναγνώστης. Παίζουν τον ρόλο των «ομ!» που επαναλαμβάνουμε όσοι από εμάς κάνουμε γιόγκα, των ολόιδιων «ομ!» που ακούμε όταν οι παρά τον Πρωτοψάλτη ή τον Λαμπαδάριο κρατάνε το ίσο στο ψαλτήρι, στη μεγαλειώδη βυζαντινή μας μουσική. Σκοπός; Ο συντονισμός. Η σύνδεση. Γιατί όλα συνδέονται. Όπως και τα σπουδαία (γιατί είναι αυθεντικά, αληθινά, από ψυχής, άρα διαχρονικά) κείμενα που μας άφησαν παρακαταθήκη οι Μεγάλες Μορφές της Λογοτεχνίας. Αυτά συνδέονται με το τότε, και αυτό, μέσω της συμβολής της Λογοτεχνίας στη διαμόρφωση της Ατομικής και Συλλογικής Μνήμης, συνδέεται απευθείας με το τώρα αλλά και με το αύριο. Το βιβλίο καταδεικνύει έτσι την άμεση όσο και ισχυρή σύνδεση μεταξύ Λογοτεχνίας και Κοινωνίας.
Αστυνομικό μυθιστόρημα και δοκίμιο
Υπάρχουν όλα τα στοιχεία ενός μυθιστορήματος και μάλιστα αστυνομικού: η πλοκή, η συναρπαστική μετάβαση, η έκπληξη, ο μύθος, τα σκηνικά, ο προϊδεασμός, η ανατροπή, η σύμπλεξη. Υπάρχουν όμως και τα αίτια, οι αναλύσεις, οι εξηγήσεις, οι στάσεις ζωής, οι «αμαρτίες γονέων που παιδεύουν τέκνα», οι επιλογές μιας γενιάς και το πώς αυτές επηρεάζουν –ως καθορίζουν– την επόμενη, τα άφθονα πραγματολογικά και βιβλιογραφικά στοιχεία, οι φιλοσοφικές διασυνδέσεις, οι λογικές συνεπαγωγές, οι επισημάνσεις, και όλα τα απαιτούμενα συστατικά ενός δοκιμίου.
Από την Αποκάλυψη ως τον Ραφαηλίδη, από τον Μαρξ ως τον Καμί, από τον Σαίξπηρ ως τον Ποτιέ, από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων ως τον Καββαδία, από τον Ελυάρ ως τη Μαίρη Πόπινς, από τους Ψαλμούς του Δαυίδ ως τον Ντοστογιέφσκι, από το βιβλίο ως την εφημερίδα, από το χαρτί ως το διαδίκτυο, διανύονται λογοτεχνικές αποστάσεις οι οποίες μικραίνουν τα διανύσματα μεταξύ των ανθρώπων, μειώνουν την απόσταση μεταξύ Λόγου και Πράξης, μεταξύ Γραφής και Ζωής.
Η διάρθρωση γίνεται σε κεφάλαια, αποτελούμενα από μικρά έντιτλα κείμενα, με τίτλο (ευθέως ή πλαγίως) το όνομα του εκάστοτε συμπρωταγωνιστή. Ακολουθείται δηλαδή η δομή των επιμέρους συμπληρούμενων μικρότερων παζλ, τα οποία στη συνέχεια συνθέτουν το όλον. Αξιοσημείωτα: (α) Μια εκ των «ηρωίδων», «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας», επανέρχεται εδώ από προηγούμενο βιβλίο της συγγραφέως με τον ίδιο τίτλο (Εκδόσεις Καλέντη, 2011), με τη διαφορά ότι εκεί «ζούσαν» τρεις γυναίκες, έστω και φαινομενικά. (β) Στο βιβλίο κυριαρχεί ο αριθμός επτά. (γ) Η αφήγηση γίνεται βασικά από μηδενική εστίαση, με παραλλαγές-ενθέσεις και των υπολοίπων. (δ) Αρκετοί οι εγκιβωτισμοί. (ε) Έμμεσες πάντα οι αναφορές στον βασικό δράστη-ήρωα-θύμα.
Για να μη χαλάσω τη μαγεία της πρωτογενούς επαφής, δεν θα σταθώ σε τίποτε άλλο πλην της υπόγειας πλην έντονης παρουσίας της ποίησης στο μυθιστόρημα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση συχνά ομοιοκατάληκτης, κάτι που έχω ανιχνεύσει σε όλους τους σπουδαίους πεζογράφους μας (όπως λ.χ. κρουστάλλινους δεκαπεντασύλλαβους σε πεζογραφήματα του αείμνηστου Κώστα Ασημακόπουλου). Παραθέτω ένα από τα πάμπολλα δείγματα, χωρίζοντας με δική μου πρωτοβουλία και ευθύνη τις προτάσεις σε στίχους (σ. 148):
Αυτός ο κόσμος, αλήθεια,
πώς να προστατευθεί;
Χωρίς να το θέλω μικραίνω,
ξαναγίνομαι ένα απαγορευμένο μεσημέρι,
ξαφνικά,
το μικρό εκείνο ενοχικό παιδί.
Αλλά κάποιος πρέπει να μαζέψει τα συντρίμμια,
κάποιος θα πρέπει να βάλει τάξη
στο χάος του κόσμου,
σε όλον αυτό τον τρόμο,
τον φόβο,
τον πόνο,
σε όλη αυτή την οργή,
την ντροπή.
Είμαι περίεργος να δω αν οι επιτροπές Λογοτεχνικών Βραβείων της επόμενης χρονιάς θα αντιληφθούν τη συγγραφική μεγαλοφυΐα που απέδωσε ως καρπό ετούτο το βιβλίο. Μικρή σημασία έχει. Γιατί όπως λέει η ίδια η Γκίκα (σ. 120, το έχει ξαναπεί και στην Ποίησή της):
«Τα λάθη μας, οι παρεξηγήσεις, κι η Τέχνη η μοναδική που μας απόμεινε παρηγοριά».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Χοϊκά – Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια» (εκδ. Κοράλλι).