Για τη συλλογή διηγημάτων του Σπύρου Λ. Βρεττού «Η ψίχα και άλλες ασπρόμαυρες ιστορίες» (εκδ. Μελάνι). Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της Sherrin Lim.
Γράφει ο Μιχάλης Πιτένης
«Το παρελθόν δεν αλλάζει, μόνο η ερμηνεία του. Έτσι μπόρεσα και κρατήθηκα στη ζωή, ερμηνεύοντας τα πράγματα, όπως με βόλευε. Αθώωνα, καταδίκαζα, χρησιμοποιούσα όπως ήθελα κάθε φορά τα στοιχεία, αναθεωρούσα και συνέχιζα». Τα λόγια αυτά της Αρετής, μιας από τους πρωταγωνιστές των ένδεκα διηγημάτων του Σπύρου Λ. Βρεττού, που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή «Η ψίχα και άλλες ασπρόμαυρες ιστορίες» (εκδόσεις Μελάνι), συνοψίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τον τρόπο με τον οποίο δρουν και πορεύονται και οι υπόλοιποι, είτε αντιμετωπίζοντας το παρελθόν τους είτε προσπαθώντας να διαχειριστούν το παρόν τους. Όπως τους βολεύει, ή όπως νομίζουν πως τους βολεύει. Άλλοι τα καταφέρνουν και άλλοι κερδίζουν απλώς κάποια παράταση. «Η φραντζόλα είναι φαγωμένη μέχρι μέσα βαθιά. Δεν έχει καθόλου ψίχα και είναι και η κόρα φαγωμένη και από τις δύο μεριές. Και είναι τούνελ αυτό…», κι έτσι φαίνεται να συμβαίνει με τους ήρωες του Βρεττού. Βαδίζουν διαρκώς και ασταμάτητα σ’ ένα τούνελ, παρόλο που βλέπουν πως οδηγεί σ’ αδιέξοδο.
Ασπρόμαυρες όντως οι ιστορίες που αφηγείται ο Βρεττός μέσα από τα διηγήματα του όχι μόνο γιατί τέτοιο είναι το φόντο πάνω στο οποίο εξελίσσονται, αλλά και γιατί οι χαρακτήρες τους φαίνεται να ταλαντεύονται συνέχεια από το ένα άκρο στο άλλο, από το άσπρο στο μαύρο σαν να μην υπάρχουν ενδιάμεσα χρώματα.
Η σωματική, η ψυχική και η πνευματική φθορά, οι αναμνήσεις που επιστρέφουν συνεχώς σαν εφιάλτες, τα απωθημένα, οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί, τα τραύματα που χάραξαν οι διάφορες σχέσεις, σχέσεις που άλλες ενώ έληξαν οριστικά κρατιούνται με νύχια και με δόντια και άλλες που ξέφτισαν τόσο που κρέμονται πια από μια λεπτή κλωστή· η ανάγκη για λίγη τρυφερότητα έστω και απατηλή, κίβδηλη, η αδυναμία της συμφιλίωσης μ’ αυτό που υπήρξαν οι γονείς και ο καθοριστικός ρόλος που εξακολουθούν να παίζουν πάντα στη ζωή των παιδιών τους παρόλο που έχουν φύγει εδώ και χρόνια, η ψευδαίσθηση πως μπορεί κάποιος ν’ αλλάξει εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη, να γίνει ένας άλλος, η προσπάθεια ξεριζωμένων μεταναστών να κρατηθούν ζωντανοί μετρώντας ξανά και ξανά τους νεκρούς που άφησαν πίσω τους, όλα ψηφίδες ενός μωσαϊκού που συνθέτει ο συγγραφέας δίνοντας το λόγο σε ήρωες σύγχρονους, οικείους και καθημερινούς, αναγνωρίσιμους αλλά και παντελώς άγνωστους ακόμα και αν κατοικούν μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, ή λίγο πιο μακριά, στη διπλανή πόρτα, ξένους που αν και έρχονται από μακριά θα μπορούσαν να είναι δικοί μας.
Χαρακτήρες που ταλαντεύονται από το ένα άκρο στο άλλο
Ασπρόμαυρες όντως οι ιστορίες που αφηγείται ο Βρεττός μέσα από τα διηγήματα του, όχι μόνο γιατί τέτοιο είναι το φόντο πάνω στο οποίο εξελίσσονται, αλλά και γιατί οι χαρακτήρες τους φαίνεται να ταλαντεύονται συνέχεια από το ένα άκρο στο άλλο, από το άσπρο στο μαύρο σαν να μην υπάρχουν ενδιάμεσα χρώματα. Κι αυτή η ταλάντευση δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο σε πρόσκαιρες ικανοποιήσεις που δεν λύνουν τίποτα, αλλά διαιωνίζουν καταστάσεις απ’ τις οποίες παλεύουν να ξεφύγουν ή να τις αλλάξουν.
Διαβάζοντας τα κείμενά του σου δημιουργείται η εντύπωση πως ξεφυλλίζεις ένα άλμπουμ με σημερινές εικόνες. Εικόνες απ’ αυτές που, συνήθως, δεν επιδιώκεις να δεις, το αντίθετο μάλιστα, καθώς μπορεί και να τις αποφεύγεις συνειδητά και συστηματικά, φοβούμενος μήπως νιώσεις ότι αφορούν δικούς σου ανθρώπους, ή ακόμα χειρότερα πως βρίσκεσαι απέναντι από έναν καθρέφτη. Έντεκα εικόνες δυνατές και έντονες, με τις οποίες δεν ξεμπερδεύεις με μια ανάγνωση, αλλά σε καλούν και σε τραβούν να επανέλθεις, ξεκλειδώνοντας και αποκωδικοποιώντας κάθε φορά και κάτι καινούργιο. Κάτι που ενδεχομένως να γνωρίζεις, ως μαρτυρία, πιθανότατα ως άκουσμα που άφησες πίσω σου τρέχοντας να προλάβεις κάποιες απ’ τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, είτε, ακόμα, και ως βίωμα που είπες να κρύψεις σε μια γωνιά για να το ξαναδείς και να το αξιολογήσεις την κατάλληλη ώρα που ή αργεί πολύ, ή δεν έρχεται ποτέ.
Η γραφή του Σπύρου Λ. Βρεττού, ενός καταξιωμένου ποιητή που εδώ επιλέγει να μιλήσει μέσω του πεζού λόγου, λιτή και στέρεη, χωρίς κάτι το περιττό και το επιτηδευμένο, συνθέτει κείμενα στα οποία περνά από την πρωτοπρόσωπη στην τριτοπρόσωπη αφήγηση προκειμένου να δώσει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για κάθε αφήγησή του, να σκιαγραφήσει με τέτοιο τρόπο τους ήρωες του έτσι ώστε να είναι ευδιάκριτοι, εμβαθύνοντας τόσο όσο είναι απαραίτητο για να λειτουργήσουν όλα αυτά σαν ερέθισμα για τον αναγνώστη, που έχει πλέον όλα όσα χρειάζεται για να δώσει εκείνος το πρόσωπο που θέλει στους χαρακτήρες, να ερμηνεύσει κάθε ιστορία κατά το δοκούν, κάνοντάς την τελικά δική του. Μήπως, αυτό δεν επιζητούμε, τελικά, όλοι όσοι γράφουμε και φιλοδοξούμε τα βιβλία μας να συνδεθούν με τους αναγνώστες τους;
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Γιαλάν Ντουνιάς» (εκδ. Γράφημα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Επειδή της είχε τάξει έναν παράδεισο που ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να της τον προσφέρει, εκτός κάποιων εξαιρέσεων που τις θυμόταν πολύ καλά, σαν έπρεπε να απολογείται στις κατηγορίες της γυναίκας του, ο κύριος Ηλίας είχε πάρει ξαφνικά την απόφαση- τώρα που τα χρόνια πέρασαν και η αναπόληση των στιγμών έφερνε στον νου το τάμα του παραδείσου- να την ταξιδέψει σε μέρη που θα μπορούσαν να ήταν ο πραγματικός Παράδεισος.
Το ήξερε πως το να εμφανίζει ως σπουδαία τα λίγα που είχε κάνει για τη σχέση τους, και τις εξαιρέσεις ως κανόνα, ήταν μεγάλο λάθος. Τώρα όμως, κάνοντας μια τέτοια μεγαλοπρεπή κίνηση αναζήτησης του Παραδείσου, πίστευε πως θα διόρθωνε τα λάθη μιας ζωής, πως θα αναπλήρωνε τα κενά που εξαιτίας του έχασκαν στα πίσω χρόνια.»