Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Εκεί που έλεγα δεν θα φτάσω ποτέ, μετά από μια στροφή-φουρκέτα του επαρχιακού δρόμου, πίσω απ’ το βουνό, φάνηκε η θάλασσα. Σε πέντε λεπτά ήμουν στην παραλία. […]. Το μέρος είναι πέντε δρομάκια και μια μικρή παραλία με βότσαλο και πεντακάθαρα νερά. […]. Η μεγαλύτερη (…) βόλτα είναι εκατόν πενήντα μέτρα, όσο και η παραλία. […].
Στην παραλία υπάρχουν ταβέρνες, μία είναι η ταβέρνα του Παναγιώτη. Υπάρχουν και δύο τουλάχιστον μπαρ. Τον Ιούλιο του 2010, κάποια συγκεκριμένη νύχτα και κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στο ένα μπαρ η μουσική επιλογή ήταν Madredeus και στο άλλο Scorpions. Σ’ αυτό, το δεύτερο μπαρ, αυτή τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο της νύχτας στην οποία αναφερόμαστε, καθίσανε δυο φίλοι, αφού είχαν φάει πρωτύτερα, μαζί με τους γονείς του ενός, στην ταβέρνα του Παναγιώτη. Ο ένας από τους δύο φίλους ήταν ο αφηγητής της νουβέλας «Δύο νύχτες στο Σαράντι» - γιατί το Σαράντι της Βοιωτίας είναι ο παραλιακός οικισμός που ήδη περιγράψαμε. Ο αφηγητής της νουβέλας συμβαίνει να είναι συνονόματος του συγγραφέα Μίλτου Πασχαλίδη – που μέχρι τώρα τον γνωρίζαμε σαν τραγουδοποιό.
Αν όλα όσα αφορούν στο Σαράντι και στις ομορφιές του είναι ενδιαφέροντα, το συναρπαστικό στοιχείο της νουβέλας βρίσκεται στον χαρακτήρα του Νίκου Καλούμενου, πατέρα του Πέτρου, ο οποίος είναι ο κολλητός του αφηγητή.
Ο Νίκος Καλούμενος είναι ένας τύπος κοντά στα 80, κοντός, σκάρτο 1.65, λιπόσαρκος, με πρόσωπο σκαμμένο απ’ τις ρυτίδες, ψαρά κοντά μαλλιά κι ένα περιποιημένο γκρίζο μουστάκι λίγο μεγαλύτερο απ’ του Σαρλώ. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ακαδημία Πλάτωνος στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν μικροπωλητής κι η μάνα του καθαρίστρια. Στο Σαράντι βρέθηκε για πρώτη φορά το 1960, όταν η σύζυγός του Κική τον πήγε να γνωρίσει την περιοχή που γεννήθηκε, αφού η δική της οικογένεια ήταν από τη Μικρασία και ως προσφυγική τής έλαχε από το κράτος να ξεκινήσει καινούρια ζωή στα Χώστια.
Ο Νίκος Καλούμενος δεν έμαθε γράμματα. Δούλεψε πιτσιρικάς σαν μικροπωλητής και στη συνέχεια εργάστηκε σε χρωματοπωλείο. Συνταξιοδοτήθηκε ως υπεύθυνος πωλήσεων σε εργοστάσιο χρωμάτων. Στα νιάτα του έπαιξε ποδόσφαιρο στην ομάδα του «Πλάτωνα» και στη συνέχεια στα δεύτερα του «Παναθηναϊκού».
Ο τύπος αυτός είναι ο κεντρικός ήρωας της νουβέλας. Αγράμματος αλλά πανέξυπνος, διαόλου κάλτσα, κωλοπετσομένος!
Η αφήγηση ξεκινάει με την εμφάνιση του αφηγητή στο Σαράντι. Ο αφηγητής, ο Μίλτος, είναι μουσικός που πασχίζει να εκφραστεί και ως συγγραφέας. Φτάνει στο Σαράντι καλεσμένος από τον φίλο του Πέτρο Καλούμενο, προκειμένου να χαλαρώσει λίγες μέρες, με την ελπίδα να μπορέσει να ολοκληρώσει το βιβλίο που γράφει.
Στις δύο νύχτες που θα ζήσει στο Σαράντι ο Μίλτος θα δεχθεί έναν καταιγισμό πληροφοριών από τα έργα, τα έξεργα, τις ημέρες και τις νύχτες του Νίκου Καλούμενου, τόσο εντυπωσιακών, και ως περιεχόμενο ζωής αλλά και ως αφηγηματική εκφορά και τρόπου παραμυθητικού μαυλισμού, που ο Μίλτος θα μαγευτεί και, εκεί που παιδευόταν καιρό πολύ να ολοκληρώσει το βιβλίο που έγραφε, τώρα διαπιστώνει ότι του προσφέρεται ολοζώντανος ο πρωταγωνιστής μιας νέας ιστορίας, σαν από μηχανής θεός, και του δημιουργείται η βεβαιότητα ότι θα κατορθώσει τη συγγραφή ενός βιβλίου ως το τέλος.
Η πρώτη νύχτα εισάγεται με την εμβληματική αποστροφή του Νίκου Καλούμενου: Πνίγηκα τέσσερις φορές κι ακόμα ζω. Η αφήγηση αναπτύσσεται με κορμό την εξιστόρηση αυτών των τεσσάρων «πνιγμών».
Στη διάρκεια της δεύτερης νύχτας ο Νίκος Καλούμενος διηγείται τα της ποδοσφαιρικής του πορείας, το πώς γνώρισε τη γυναίκα του Κική, περιστατικά της στρατιωτικής του θητείας και της επαγγελματικής του ζωής καθώς και ιστορίες της νεανικής του συντροφιάς σχετικές με την αγάπη τους για το λαϊκό τραγούδι της μεταπολεμικής περιόδου και τους κορυφαίους ερμηνευτές του.
Ο αφηγητής αποδεικνύεται άξιος συνομιλητής του Νίκου Καλούμενου, δεδομένου του ότι είναι σε θέση να κατανοεί ποδοσφαιρικούς και μουσικούς όρους, να γνωρίζει πράγματα του ποδοσφαίρου και πρόσωπα της λαϊκής μουσικής, ποδοσφαιρικά μάλιστα είναι Αεκτζής. Συνυπολογίζοντας ότι ονομάζεται Μίλτος, μπορούμε βάσιμα να πιθανολογήσουμε πως ο μυθιστορηματικός αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Είναι γνωστή φυσικά η μουσική ταυτότητα του Μίλτου Πασχαλίδη και, για όσους ασχολούνται με τα ποδοσφαιρικά, είναι γνωστή και η αγάπη του για την ΑΕΚ.
Είπα λίγο πριν ότι μπορούμε να πιθανολογήσουμε ταύτιση μυθιστορηματικού αφηγητή και συγγραφέα, ακριβώς γιατί αυτή η σχέση πότε δεν ταυτίζεται αλλά παραμένει ασύμπτωτη, ακόμη και στην περίπτωση της αυτοβιογραφίας.
Ο Πασχαλίδης, λοιπόν, δημιουργεί δύο μυθιστορηματικούς κεντρικούς ήρωες ενδιαφέροντες. Τον Νίκο Καλούμενο και τον Μίλτο. Γύρω απ’ αυτούς τοποθετούνται, σε δεύτερο και τρίτο πλάνο, αλλά και εκτός πλάνου, ως αναφορά και αναδιήγηση, άλλα πρόσωπα εξίσου ενδιαφέροντα, όπως η Κική η γυναίκα του Καλούμενου, ο Πέτρος ο γιός της και η Κατερίνα, η κόρη του Πέτρου, η κυρία Κατερίνα και ο Γιωργάκης ο γιος της, η κυρά Μαρία, μάνα του Νίκου Καλούμενου, πρόσφυγας από τη Μικρασία, κουφή από το ένα αφτί, συνεπεία δάγκειου πυρετού, και άλλοι πολλοί και διάφοροι.
Για τον Νίκο Καλούμενο τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Αυτή είναι η αξιωματική επωδός σε κάθε περιστατικό της ζωής του που διηγείται. Όσο κι αν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως ένας από μηχανής θεός δίνει τη λύση σε όσα στραβά κι ανάποδα συμβαίνουν στη ζωή του Νίκου Καλούμενου, ο Μίλτος Πασχαλίδης, με τη φωνή του αφηγητή επισημαίνει κάπου: Τι λες τώρα σ’ έναν ογδοντάρη παραμυθά; […]. Προφανώς, δεν λες κουβέντα. Έτσι κι αλλιώς, όποια και να ‘ναι η αλήθεια –η πραγματική αιτία που σώθηκε δηλαδή- φυσική ή μεταφυσική, δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Κι όπως λένε κι οι Εγγλέζοι, ποτέ δεν πρέπει ν’ αφήνεις την αλήθεια να σου χαλάει μια ωραία ιστορία.
Εν τέλει ο Μίλτος Πασχαλίδης αποδεικνύεται, με το πρώτο του αφήγημα, ικανός να δημιουργεί ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Είναι καλός παρατηρητής και ξέρει να αξιοποιεί ό,τι βλέπει. Άλλωστε βάζει κάπου τον ήρωά του, στην ερώτηση του αφηγητή: Μόνος σου το σκέφτηκες ή το είδες κάπου; να απαντάει: Το είδα κάπου. Σημασία δεν έχει τι βλέπεις, σημασία έχει το πώς κοιτάς. Αυτό ακριβώς αποτελεί την θεμελιώδη αρχή της βιωματικής λογοτεχνίας. Αν ξέρεις να κοιτάς μπορείς να αυτονομήσεις το βίωμα και να το κάνεις λογοτεχνία.
Ο αφηγητής, από την άλλη, από τη στιγμή που θα τον συναρπάσει ο λόγος του Καλούμενου και θα αρχίσει να μορφοποιείται στη σκέψη του η ιδέα να κάνει βιβλίο όσα μπροστά στα μάτια και στ’ αφτιά του συντελούνται, λειτουργεί μαιευτικά και όταν η διήγηση στομώνει δίνει ζυγισμένες πάσες – ερωτήσεις και η ανέμη ξαναγυρίζει, ξετυλίγεται και πάλι η κόκκινη κλωστή.
Το βιβλίο διακρίνεται για τις αφηγηματικές του αρετές. Πυκνός λόγος, στακάτος, ευθύβολος. Στρωτή γλώσσα. Χιούμορ. Πέρασμα από τη ρεαλιστική περιγραφή στον τόπο της ενορατικής αφήγησης, που είναι ένα ακόμη βασικό σημείο αναφοράς της γραφής, μέσα από την ένταξη καταστάσεων που συμβαίνουν στο όνειρο. Στο σημείο, μάλιστα, που ο συγγραφέας περιγράφει ό,τι διαδραματίζεται στο υποσυνείδητο, σε κατάσταση ύπνου, η γραφή απογειώνεται.
Ο συγγραφέας ακόμη βάζει τον αφηγητή να ενεργοποιείται συνειρμικά σε μια διαδικασία μνημονικής επιστροφής στην παιδική ηλικία του, μέσα από διακειμενικές αναφορές στην ίδια τη λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα στο σημείο που ο Νίκος Καλούμενος διηγείται μιαν ιστορία στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, όπου με τους συνομηλίκους του σαλτάρουν στα γερμανικά αυτοκίνητα για να κλέψουν λάστιχα και ένας της παρέας εκτελείται και ο αφηγητής θέλει να βάλει τα κλάματα, γιατί, όπως μας πληροφορεί σε πρώτο πρόσωπο: Είναι η ίδια η περιγραφή που στοιχειώνει τα όνειρά μου από παιδί, ο βαθυκόκκινος ουρανός, στο κέντρο της Αθήνας λίγο πριν το τέλος του πολέμου, τα χαμίνια, το απότομο φρενάρισμα του τζιπ, ο συνοδηγός-εκτελεστής, λείπει μόνο η κραυγή «Ρέλτιχ Τούπακ» και η μούντζα, είναι σχεδόν αυτούσιο το φινάλε στο Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, της Άλκης Ζέη. Αυτό το καταραμένο υπέροχο βιβλίο που με ανάγκασε πολύ νωρίς να δεχτώ ότι δεν ζουν πάντα αυτοί καλά και μεις καλύτερα, γιατί κάποιοι από αυτούς δεν ζουν ούτε καν μέχρι την τελευταία σελίδα. Το πρώτο παραμύθι με λυπημένο τέλος της ιδιωτικής μου μυθολογίας.
Κι’ εδώ επισημαίνουμε ακόμη μια διακειμενική αναφορά, που τώρα έχει να κάνει ανάμεσα στον αφηγητή της νουβέλας και τον ίδιο το συγγραφέα της, ανάμεσα στους δύο Μιλτιάδηδες. Παραμύθι με λυπημένο τέλος είναι ο τίτλος του πρώτου γραπτού του Μίλτου Πασχαλίδη, που έγινε τραγούδι από τον ίδιο.
Ένα ακόμη συνειρμικό άλμα του αφηγητή στις μνήμες της παιδικής του ηλικίας, στις σελ. 85/86 του βιβλίου, είναι το ακόλουθο: Γύρω μου εικόνες από αλήθειες και ψέματα στροβιλίζονται αδιάκοπα, άλλες ασπρόμαυρες, άλλες έγχρωμες, πασχίζω να συγκρατήσω κάποιες, δεν είναι εύκολο, πάνω που με πιάνει ίλιγγος κάποιος πατάει το PAUSE. Ένα ξανθό παιδί στην όχθη ενός μικρού ποταμού στην Αυστρία, μια άσπρη μπάλα ποδοσφαίρου με τέσσερα κόκκινα εξάγωνα επιπλέει και παρασέρνεται απ’ τα ορμητικά νερά, η φίρμα του AJAX δεν έχει ακόμα ξεβάψει, είναι μια καινούργια μπάλα, σχεδόν αχρησιμοποίητη. Δεν χρειάζεται να πλησιάσω για να δω ότι κλαίει, ξέρω και το παιδί και την μπάλα, ξέρω και ποιος του την έκανε δώρο, είναι ο ίδιος που την πέταξε στο ποτάμι, τον έχω συγχωρέσει από χρόνια, μη λυπάσαι μπαμπά, δεν φταίει κανείς, αυτοί είναι αρχαίοι λογαριασμοί κλεισμένοι από καιρό. Έστω κι έτσι, είναι μια στενάχωρη εικόνα, ένα παιδί που κλαίει για μια χαμένη μπάλα, είναι ένα παιδί που μαθαίνει την απώλεια, πάει να πει: ένα παιδί που αναγκάζεται από νωρίς να παίξει το ρόλο του ενήλικου.
Έχουμε εδώ μια περιγραφή με έντονα στοιχεία αυτοαναφορικότητας του αφηγητή, κι αν κάνουμε τελεσίδικα την παραδοχή της ταύτισής του με τον συγγραφέα, μας παρέχονται πληροφορίες για πλευρές του βίου που αφορούν στον ίδιο το συγγραφέα.
Και πιο κάτω, στη σελ. 125, ο αφηγητής φέρνει στη σκέψη και στο μυαλό του ένα ντόμινο από συνειρμούς, με την ακόλουθη σειρά: Σαράντι, Προσφυγικά Αλεξάνδρας, Νέα Ιωνία, η θεία Λέλα, η Ευγενία, ο «Ακροβάτης», το κουαρτέτο του Θάνου στα «Παλιά καλοκαίρια», οι καινούργιοι στίχοι του Οδυσσέα, ο Αλέκος –έχουμε πολύ καιρό να μιλήσουμε, να θυμηθώ να τον πάρω αύριο τηλέφωνο-, η μάνα μου, ο θείος Τάκης, οι Κιτριές, ο Πέτρος. Και είναι σαν μας δίνει κλειδιά κωδίκων ώστε να ταυτοποιήσουμε τον αφηγητή με τον συγγραφέα, αφού, προφανώς Θάνος είναι ο Μικρούτσικος, Οδυσσέας είναι ο Ιωάννου, Κιτριές είναι ο τόπος που περνούσε ο Πασχαλίδης παιδί τα καλοκαίρια του και οι Αμπελόκηποι, πίσω από τα Προσφυγικά, η γειτονιά που μεγάλωσε στην Αθήνα.
Ενδιαφέρον ακόμη παρουσιάζει ο στόχος του συγγραφέα, που διατρέχει όλο το κείμενο, να υπονομεύσει την ρεαλιστική αναγνωστική πρόσληψη και να εμποδίσει τον αναγνώστη στο να θεωρήσει ότι αληθινά έτσι έγιναν τα πράγματα όπως γράφτηκαν και προπαντός από τους μυθιστορηματικούς ήρωες ως πραγματικά πρόσωπα.
Η επιλογή του Μίλτου Πασχαλίδη να προτάξει στην αφήγηση τους στίχους: Να ‘ναι η φωνή πεθαμένων φίλων μας / ή φωνογράφος; από τα Δεκαέξι χαικού του Σεφέρη, είναι δηλωτικοί της πρόθεσής του. Και σκέπτομαι, τώρα, πόσο κοντά βρίσκονται οι στίχοι αυτοί με εκείνους, του Σεφέρη και πάλι, που λένε πως είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας…
Ας συναριθμήσουμε, τέλος, κάτι ακόμη. Ο Πασχαλίδης λέει κάπου στο βιβλίο: οι άνθρωποι είναι οι ιστορίες τους. Μια ιστορία για τρεις άντρες και μια γυναίκα από διαφορετικούς κόσμους, είναι και τούτο το βιβλίο, μια ιστορίες για τις ιστορίες ανθρώπων που συναντήθηκαν για πρώτη φορά μαζί ένα απόγευμα και μέσα σε δυο νύχτες κατάφεραν κιόλας να φτιάξουν παρελθόν.
Μια ιστορία για τη ζωή και μια ελεγεία για την καλή παρέα.
Μίλτος Πασχαλίδης
Δύο νύχτες στο Σαράντι
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2010