Για το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη «Εμμανουήλ και Αικατερίνη – Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο ένας πυλώνας λέγεται «γλώσσα», ο άλλος «ιστορική συνείδηση» κι ο τρίτος «λογοτεχνική γραφή». Με αυτούς η Ρέα Γαλανάκη πορεύτηκε στη συγγραφική της πορεία και τώρα, που επιχειρεί να γράψει τη βιογραφία των γονιών της, πάλι τα ίδια όπλα επιστρατεύει.
Η βιογραφία δύο ανθρώπων που συνιστούν το άμεσο παρελθόν μας στην ουσία εξυπηρετεί μια προσωπική ανάγκη να σκιαγραφήσουμε έμμεσα τη δική μας ιστορία και προϊστορία. Έτσι, ξεκινώντας από το Οροπέδιο Λασιθίου και τη Βιάννο και προχωρώντας στο Ηράκλειο, η Ρέα Γαλανάκη ιχνηλατεί τα χνάρια των δύο οικογενειών, των Γαλανάκηδων και των Παπαματθαιάκηδων. Οι πρόγονοι από τα δύο σόγια συνέκλιναν στο δικό της κατώφλι, αφού πρώτα χώνεψαν προσωπικά και ιστορικά δεδομένα, μηρύκασαν τις εξελίξεις της εποχής τους, συναναστράφηκαν με γνωστούς και αγνώστους, σπούδασαν, πολιτεύτηκαν, συμμετείχαν στο κρητικό και ευρύτερα ελληνικό γίγνεσθαι… Τα δύο ποτάμια που ενώθηκαν στη γέννησή της είχαν τη δική τους ιστορία και μαζί παρέσυραν τα φερτά υλικά του 20ού αιώνα και των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών του.
Ο πατέρας Εμμανουήλ, εκστράτευσε ως εθελοντής στη Μικρά Ασία το 1922, ενώ ακόμα δεν είχε αποφοιτήσει από την Ιατρική, επέζησε και γύρισε στην Κρήτη... Η μητέρα Αικατερίνη, που σπούδασε γιατρός στη Βιέννη γύρισε στην Κρήτη, όπου επιτάχτηκε από τη γερμανική αρχή στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου...
Από τη μια, ο πατέρας Εμμανουήλ, ο κύρης της συγγραφέως, που ήταν γιατρός ωτορινολαρυγγολόγος, ειδικά στα χωριά του Βιάννου, απ’ όπου καταγόταν. Εκστράτευσε ως εθελοντής στη Μικρά Ασία το 1922, ενώ ακόμα δεν είχε αποφοιτήσει από την Ιατρική, επέζησε και γύρισε στην Κρήτη, όπου αργότερα ξεκίνησε να γράφει τις εμπειρίες του σε άρθρα στη εφημερίδα «Πατρίδα». Ήταν μάλιστα σημαίνον στέλεχος της βενιζελικής παράταξης, πολιτευτής ο ίδιος. Από την άλλη, η μητέρα Αικατερίνη, που σπούδασε γιατρός στη Βιέννη, μια επιστημονική πρωτοπορία που δεν ήταν συνηθισμένη για γυναίκα της εποχής. Κι έπειτα γύρισε στην Κρήτη, όπου επιτάχτηκε από τη γερμανική αρχή στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου, μέχρι να «αποσπαστεί» στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της βιογράφησης, η ιστορικός Ρέα Γαλανάκη διεξάγει έρευνα και επιδιώκει να βρει μαρτυρίες από συγγενείς, γραπτά ή άλλα ντοκουμέντα, πηγές στο διαδίκτυο και ερευνητές που έχουν αναδείξει πτυχές της ιστορίας της Κρήτης, μέσα στις οποίες ταξίδεψαν κι οι πρόγονοί της. Έτσι, επίσημες κι ανεπίσημες φωνές, προφορικές καταθέσεις, τυχαίες συναντήσεις, φωτογραφίες και τεκμήρια συγκεντρώνονται, μέσα από τα οποία η συγγραφέας Γαλανάκη ανασυστήνει το «παραμύθι» της καταγωγής της, «ένα παραμύθι που δεν είναι παραμύθι». Η ιστορικός δίνει τη σκυτάλη στη συγγραφέα· έτσι παίζεται πέντε δεκαετίες τώρα το παιχνίδι.
Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι η βιογραφία τους αποτελεί και μία έμμεση αυτοβιογραφία της ίδιας της Ρέας Γαλανάκη, μέσω της καταγωγής, βιολογικής και πολιτισμικής, περιουσία που χτίστηκε από τους χρόνους των παππούδων και γιαγιάδων και ολοκληρώθηκε από τον πατέρα και τη μητέρα.
Αν ερμηνεύω σωστά το κείμενο, πρόκειται για μια προσπάθεια αποκατάστασης των δύο γονιών, με τους οποίους η νεαρή κόρη είχε συγκρουστεί σφοδρά στις επαναστατικές της διαφωνίες μαζί τους. Έτσι, μετά τη συμβολική πατροκτονία και λιγότερο μητροκτονία, που συνέβη παλιά, η τότε επαναστάτρια έρχεται στην ώριμη ηλικία της και βάζει τα γάντια της συγγραφέως, για να επαινέσει τον καθένα για όσα έκανε στη ζωή του, στην οικογένεια και στον τόπο του. Η καταξίωση διά της γραφής αποκαθιστά και τη διασαλευμένη σχέση που για χρόνια ταλαιπώρησαν τα δύο μέρη. Φυσικά, δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι η βιογραφία τους αποτελεί και μία έμμεση αυτοβιογραφία της ίδιας της Ρέας Γαλανάκη, μέσω της καταγωγής, βιολογικής και πολιτισμικής, περιουσία που χτίστηκε από τους χρόνους των παππούδων και γιαγιάδων και ολοκληρώθηκε από τον πατέρα και τη μητέρα. Η πεζογράφος είναι δέκτης μιας διττής κληρονομιάς και –άμεσα ή έμμεσα– έχει καθοριστεί από ό,τι προηγήθηκε της ζωής της.
Ο Εμμανουήλ Γαλανάκης, γιατρός και πολιτευτής των βενιζελικών στο Αρκαλοχώρι, Κρήτης, 1935 © Από το αρχείο της Ρέας Γαλανάκη. |
Το Εμμανουήλ και Αικατερίνη είναι γραμμένο με λέξεις, με σκέψεις, με ντοκουμέντα, με προφορικές μαρτυρίες και με ερμηνείες φωτογραφιών και άλλων γραπτών τεκμηρίων. Αλλά είναι γραμμένο και με τέσσερα είδη σιωπής: Αφενός, η σιωπή των παρελθόντων χρόνων που ακούσια εξάλειψαν στοιχεία και αφαίρεσαν από το σήμερα τη δυνατότητα να βρει ό,τι πιθανόν θα το ενδιέφερε. Αφετέρου, η σιωπή των ίδιων των ανθρώπων, που δεν θεωρούσαν σωστό να εκφράζουν δημόσια σκέψεις ή να εξομολογούνται πράγματα ειδικά στα παιδιά τους, με αποτέλεσμα η Ρέα Γαλανάκη να μην εισέπραξε όταν ήταν μικρή όλα όσα περνούσαν από τη ζωή ή τη σκέψη των γονιών της. Τρίτον, είναι οι σιωπές από τα ερωτήματα που δεν έθεσε η ίδια η βιογράφος-μυθιστοριογράφος στο παρελθόν, πιθανόν επειδή δεν την ενδιέφεραν οι συγκεκριμένες πτυχές, αν και ο αναγνώστης ίσως θα ήθελε να μάθει περισσότερες πληροφορίες. Τελευταία είναι η σκόπιμη αποσιώπηση στοιχείων από τη συγγραφέα, στοιχεία τα οποία φαίνεται να τα ξέρει, αλλά από διακριτικότητα ή σεβασμό δεν τα αποκαλύπτει.
Κλείνω με το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα: τι ενδιαφέρει τους αναγνώστες ο βίος ενός ωτορινολαρυγγολόγου στο Ηράκλειο και τη συζύγου του μικροβιολόγου; Θα ξεκινήσω με τη διαπίστωση ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι ιστορία, αλλά μυθιστόρημα ή, έστω, μυθιστορηματική βιογραφία. Έτσι, η αφήγηση, η ζεστή γλώσσα της συγγραφέως και το μεστό ύφος της κάνει αξιανάγνωστο το όλο εγχείρημα. Στην ουσία η τεκμηριωτική λογοτεχνία, στην οποία ανήκει το Εμμανουήλ και Αικατερίνη, δηλαδή η αναζήτηση πηγών και η ερμηνεία τους και μαζί η αποκάλυψη, έμμεση ή άμεση, της διαδικασίας γραφής του βιβλίου, σε ένα κράμα βιογραφίας και αυτοαναφορικής μυθοπλασίας, προκαλεί περιέργεια στον αναγνώστη. Και σ’ αυτό συμβάλλει φυσικά η δεξιοτεχνία της Ρέας Γαλανάκη, που μπορεί να δώσει ψυχή στα άψυχα.
Αντίστοιχα, γύρω από τη ζωή των δύο πρωταγωνιστών δεν περιπλέκονται μόνο οι πάμπολλοι συγγενείς από τα δύο σόγια, αλλά και η ιστορία της Κρήτης και ευρύτερα της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Τέλος, η βιογραφία γίνεται και μια τεθλασμένη αυτοβιογραφία, αφού οι πρόγονοι, κι ειδικά οι γονείς, καθορίζουν και τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε η ίδια η συγγραφέας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο μνήμες και μεταμνήμες πέρασαν στα μυθιστορήματά της, όπως λ.χ. στον κρητοκεντρικό Αιώνα των λαβυρίνθων.
Απαύγασμα ιστορικής ματιάς και λογοτεχνικής απόσταξης, το βιβλίο αποζημιώνει πολλαπλά τον αναγνώστη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσουμε για τη δική μας ζωή, που στα πρώτα της κυρίως χρόνια αρδεύεται από το ποτάμι τριών τουλάχιστον γενεών “γνωστών αγνώστων” προγόνων. Και αναρωτιέμαι γιατί με το πέρασμα του χρόνου επιμένουμε σ’ ένα ταξίδι νόστου όλο και πιο αποσπασματικού, που σχεδόν αδυνατεί να αποκτήσει μια γραμμική συνέχεια, ένα καθαρό συμπέρασμα ζωής. Το καθαρό συμπέρασμα ζωής, αν όχι και η γραμμική συνέχεια, είναι νομίζω και τα δύο ματαιοπονία, όπως καθετί το “απολύτως καθαρό” στο βίο, στην κοινωνία, στην Ιστορία».