Για τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Αρκουδέα «Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες» (εκδ. Καστανιώτη), και την ξεχωριστή θέση που έχει το στοιχείο του φανταστικού στα διηγήματα της συλλογής.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Με τις άκρες των δαχτύλων του τράβηξε από το ράφι το Ανθολόγιο του Σαίξπηρ, στην έκδοση με το σκληρό εξώφυλλο. Έτσι όπως το ανέσυρε, με αυτήν ακριβώς τη φορά, το έφερε πλαγιαστά και το εκσφενδόνισε με δύναμη προς την πλευρά του εισβολέα. Την επόμενη στιγμή ακούστηκε μια κραυγή, η κραυγή του, καθώς η κόχη του βιβλίου τον πέτυχε στον λαιμό και του έκοψε την ανάσα. Το όπλο εκπυρσοκρότησε και του έπεσε από τα χέρια. Η σφαίρα καρφώθηκε στο Ανθολόγιο κάνοντας μια αχνιστή τρύπα στο κέντρο, για να ακινητοποιηθεί στους στίχους από την “Τρικυμία”:
Πέντε οργιές βαθιά μες στα νερά
του πατέρα σου σβήσαν τα χνάρια
γίνανε κοράλλια τα οστά
τα μάτια του μαργαριτάρια».
Είναι λοιπόν όπλο η λογοτεχνία; Το τελευταίο (και ιδιότυπο) μυθιστόρημα του Κώστα Αρκουδέα είχε τον τίτλο Επικίνδυνοι συγγραφείς και η «υπόθεση εργασίας» του, καθώς παρέλαυναν στις σελίδες του κάθε λογής «επικίνδυνοι» συγγραφείς, ήταν αυτή ακριβώς: πως ναι, η λογοτεχνία είναι όπλο. Κι εδώ, με τρόπο μάλλον κωμικό (καθώς και κυριολεκτικό και σκληρόδετο μάλιστα) οπλίζει τα χέρια του Δήμου, ήρωα στην πρώτη και εκτενέστερη ιστορία που δίνει τον τίτλο της, Η νόσος της αδράνειας, στη συγκεντρωτική συλλογή διηγημάτων του Κώστα Αρκουδέα. Κι αυτός που αφοπλίζεται απ’ τον εκσφενδονισμένο Σαίξπηρ είναι ένας παράφρων ταξιτζής που ’χει εισβάλει στο διαμέρισμα του Δήμου, στο τρίτο μέρος του διηγήματος, που εδώ μεταβάλλεται σε μαύρη κωμωδία καταστάσεων, έχοντας ξεκινήσει μ’ ένα φαντασιώδες εύρημα: πως μια ανεξήγητη νόσος που προκαλεί παραίτηση, αδράνεια, έχει προσβάλει ένα μεγάλο κι ολοένα διογκούμενο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού, ανάμεσά τους και τη σύντροφο του Δήμου, τη Μάχη, μεταφράστρια στο επάγγελμα και φερέλπιν ποιήτρια. Τούτη η νόσος είναι ένα εύρημα του Κώστα Αρκουδέα, μια αυθαίρετη συγγραφική σύμβαση που παραμένει ανερμήνευτη, όπως η τύφλωση στο Περί τυφλότητος του Σαραμάγκου.
Το στοιχείο του φανταστικού εδώ συνυπάρχει με το κωμικό και με το ερωτικό στο τρίτο μέρος της ιστορίας, όπου απρόσμενα δίνεται μια λύση χάρη στη δύναμη του έρωτα – όμως είναι ένα στοιχείο που κυριαρχεί σε πολλά διηγήματα της συλλογής, ίσως τα μισά και περισσότερα, φανερώνοντας μια ιδιαίτερη σχέση του Κώστα Αρκουδέα με το λογοτεχνικό είδος του φανταστικού και μια αγάπη γι’ αυτό.
Είναι ένα στοιχείο που κυριαρχεί σε πολλά διηγήματα της συλλογής, ίσως τα μισά και περισσότερα, φανερώνοντας μια ιδιαίτερη σχέση του Κώστα Αρκουδέα με το λογοτεχνικό είδος του φανταστικού και μια αγάπη γι’ αυτό.
Στο μικρότερο σε έκταση διήγημα της συλλογής, μια μικροϊστορία με τίτλο «Πίστη στους μικρούς θεούς», δεκάδες μεγάπτερες φάλαινες ξεβράζονται στα ρηχά και ψυχομαχούν. Άνθρωποι μαζεύονται, κι αντί να τις σώσουν, διαφωνούν για το ποια είναι η εξήγηση του φαινομένου και βρίσκονται ν’ αλληλοσφάζονται. Είναι μια οικτρή εικόνα της ανθρώπινης ματαιότητας και τύφλωσης.
Και τούτη η ίδια εικόνα υπάρχει στο διήγημα «Ο Κάπρος και η εποχή του». Μες στη νύχτα χτυπά το τηλέφωνο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή κι ένας άγνωστος άντρας, που δηλώνει πως είναι χρονοταξιδιώτης, του περιγράφει ένα βαθύτατα ζοφερό μέλλον: έναν κόσμο όπου δεν έχουν θέση ο έρωτας και το συναίσθημα, παρά μόνο το σεξ.
«Οι σεξουαλικά ανώμαλοι και οι παιδεραστές λέγονται Rapers. Είναι λιγότεροι επικίνδυνοι. Βιάζουν αλλά δε σκοτώνουν. Πιο αποκρουστικοί είναι οι Splatters. Τ’ όνομά τους προέρχεται απ’ τον ήχο του αίματος που στάζει. Σάρκινοι ογκόλιθοι. Μποντιμπίλντερ με ξυρισμένα κεφάλια και τατουάζ σ’ όλο τους το κορμί. Διαλύουν τις κλειδαριές με πανίσχυρα ηλεκτρικά σιδεροπρίονα. Βιάζουν όσους βρίσκουν μπροστά τους και μετά τους κόβουν σε μικρά κομμάτια. Τις προάλλες ήταν οι Rapers που έπιασαν μέρα μεσημέρι έναν δεκαοχτάχρονο ντίλερ και του το ’καναν πάνω από είκοσι φορές μέσα σε μια ώρα. Ο νεαρός, όταν διαπίστωσε ότι δεν ήταν Splatters, έκανε σαν τρελός από τη χαρά του. Αναγκάστηκαν να τον σκοτώσουν για να το βουλώσει».
Στον αντίποδα, ωστόσο, αυτού του ζόφου και της απαισιοδοξίας, άλλες αναπάντεχες ιστορίες του Κώστα Αρκουδέα (αναπάντεχες, με την έννοια των Tales of the Unexpected του Roald Dahl) είναι πιο παιγνιώδεις:
Στην «Κλοπή του Μπιγκ Μπεν», αντιστρέφοντας ειρωνικά όλη την υπόθεση των κλεμμένων θησαυρών απ’ την Ακρόπολη, ο Κώστας Αρκουδέας στήνει μια ληστεία όπου μυστηριωδώς αφαιρούνται εν μία νυκτί τα τέσσερα ρολόγια απ’ το Μπιγκ Μπεν, με δράστη έναν Έλληνα, τον Θωμά Ελγινόπουλο.
Ο ταξιτζής τα χάνει, τούτη η σιγουριά του πελάτη, πως μπορεί να ικανοποιήσει οποιαδήποτε τελευταία επιθυμία του ετοιμοθάνατου, τον σπρώχνει να κάνει μέσα του μια επιτροχάδην αναδρομή στη ζωή του.
Στο «Ρίγος», που μ’ έναν τρόπο φέρνει στο νου το ταξίδι που φαντάζεται ο Patrick Leigh Fermor να κάνει το λάλημα των πετεινών από τα Κύθηρα ως τον Βερίγγειο Πορθμό και μέχρι το Ακρωτήριο Χορν, στη Μάνη του, ο μοναχός Βενάντσιο κρούει την καμπάνα και η δόνηση, ένα ρίγος, ταξιδεύει από κωδωνοστάσιο σε κωδωνοστάσιο, ώσπου χάνεται τούτο το ρίγος μες στο πέλαγος και οι κάτοικοι του Κροτόνε βλέπουν «να αντιφέγγει στη θάλασσα ένα ζαφειρένιο χρώμα, σαν να τη φώτιζε απ’ το βυθό το μάτι ενός Κύκλωπα. Έλυσαν τα καΐκια τους και σάλπαραν για να δουν από κοντά την πηγή του φωτός. Σαν όμως ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, το φως έσβησε κι απέμεινε ο αχός μιας σιωπής παράξενης, σχεδόν αποτρόπαιης».
Ο «Τρίτος πελάτης» ξεκινά παρελκυστικά, με το διάλογο ανάμεσα σ’ έναν οδηγό ταξί κι έναν νεαρό πελάτη, για το αν είναι ή δεν είναι ο Ντε Νίρο πρώτης τάξεως ηθοποιός κι ο Ντόναλντ Σάδερλαντ δευτεροκλασάτος, η παρέλκυση εξακολουθεί και με τον δεύτερο πελάτη, έναν λόγιο γέρο, που επιδίδεται σ’ έναν φιλοσοφικό μονόλογο περί Θεού, με τον ταξιτζή να τον ακούει μπαφιασμένος, αλλά στον τρίτο πελάτη το διήγημα βγάζει το προσωπείο του και φανερώνει το αληθινό του πρόσωπο: αυτός ο τρίτος πελάτης πηγαίνει στον Ευαγγελισμό να δει έναν άρρωστο και να εκπληρώσει την τελευταία του επιθυμία, όποια κι αν είναι. Ο ταξιτζής τα χάνει, τούτη η σιγουριά του πελάτη, πως μπορεί να ικανοποιήσει οποιαδήποτε τελευταία επιθυμία του ετοιμοθάνατου, τον σπρώχνει να κάνει μέσα του μια επιτροχάδην αναδρομή στη ζωή του. Ο άλλος τον ρωτά τότε ποια θα ’ταν η δική τελευταία επιθυμία, ο οδηγός του απαντά δισταχτικά και, ως εκ θαύματος, αυτό που ζητά πραγματοποιείται – αλλά με το τίμημα, βέβαια, που ’χει κάθε στερνή επιθυμία για να ’ναι στ’ αλήθεια στερνή.
Εξίσου σοβαρό και παιγνιώδες, συνάμα, με τον «Τρίτο πελάτη», είναι το διήγημα «Η λεπτομέρεια που σε κρατάει στη ζωή», όπου ένας φίλος του αφηγητή τού διηγείται πώς έκανε ένα εξωσωματικό χωροχρονικό ταξίδι παίρνοντας πεγιότ και πώς, χάρη σε μια μελλοντική λεπτομέρεια που του φανερώθηκε, έσωσε τη ζωή ενός άλλου φίλου.
Ο Κώστας Αρκουδέας μοιάζει ν’ αγαπά το φανταστικό σε πολλές από τις όψεις του, και μια άλλη όψη, αυτή του θαυμαστού και του μυθικού στα διηγήματα του Καλβίνο και του Μπόρχες, είναι κυρίαρχη στο «Θύμισέ μου τα όνειρά σου», όπου στην πόλη Ώρα η Γιουδίθ, μια «ιέρεια που ο όρκος τής απαγόρευε να ενωθεί με θνητό», σμίγει παρ’ όλα αυτά με τον βασιλιά κι από τ’ απαγορευμένο τούτο σμίξιμο γεννιέται ένα παιδί που φέρνει την καταστροφή της Ώρας…
«…ανόσιο τέκνο. Κόκκινα μαλλιά, φακίδες και σημάδια στο μηρό. Από δύο χρονών διέκρινε το ένα πράγμα από το άλλο. Παιδί ακόμα έδειχνε άντρας. Το έλκυαν οι αιματηρές τελετουργίες, αυτές που γίνονταν τη νύχτα κάτω από πυρσούς που έσταζαν. Μιλούσε στα πνεύματα της φύσης κι αυτά φτερούγιζαν γύρω του. Δαίμονες της γης, συλφίδες του αέρα, νηρηίδες του νερού, σαλαμάνδρες της φωτιάς. Είχε μαζί του έναν υπηρέτη, κομιστή κακών μαντάτων. Ήταν νάνος με ροδοκόκκινα μάγουλα και στόμα αφύσικα μεγάλο. Το ιερατείο του είχε πειθήνιο όργανό του τον ανήλικο ακόμα βασιλιά. Βαστούσαν όλη τη γνώση για λογαριασμό τους και χλεύαζαν όσους ζητούσαν να μάθουν την αλήθεια.
“Γιατί θέλετε να τη μάθετε;” έλεγε κοροϊδευτικά ο νάνος. “Πώς θα ’ταν η ζωή σας χωρίς μυστικά; Αφόρητη, πληκτική μέχρι θανάτου”».
*Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Αρκουδέα στις 7 Ιουνίου στο βιβλιοπωλείο Ιανός.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η επιστολική νουβέλα, την οποία συνέγραψε με την Ελένη Κοφτερού, «Άρης» (εκδ. Κίχλη).