Για το βιβλίο του Κυριάκου Χαρίτου «Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου» (εκδ. Στερέωμα). Κεντρική εικόνα: Ο Woody Allen από την ταινία του «Love and death» / «Ο ειρηνοποιός» (1975).
Του Διονύση Μαρίνου
Ο μέγας διαιρέτης. Ο ατελεύτητος του τέλους. Το αόρατο χέρι που κυκλοφορεί πάνω από το κεφάλι ενός εκάστου από το πρώτο του κιόλας κλάμα. Αυτός που μπορεί να κερδίσει τον Αντώνιο Μπλοκ σε μια καθοριστική παρτίδα σκάκι (βλ. Η Έβδομη Σφραγίδα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν) και να τον αναγκάσει να αποχωρήσει από τη σκηνή. Ο πιο πιστός «συνοδοιπόρος» του ανθρώπου που μπορεί να καθυστερήσει κάποιες φορές, αλλά ποτέ δεν θα αργήσει να έρθει. Όπως και να ονομάσει κανείς τον θάνατο, με όποια χρώματα κι αν τον ντύσει, το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό: το αναπαλλοτρίωτο θνήσκειν του θνητού πλάσματος.
Υποθέτουμε πως ο θάνατος είναι ένας, ομοούσιος και αδιαίρετος. Κυκλοφορεί αενάως τριγύρω μας, είναι η γερτή σκεπή της ανάσας μας και ενίοτε –δηλαδή, κάθε μέρα– αποφασίζει ποιους καρπούς θα τρυγήσει από το δέντρο της ζωής. Για κάθε γέννηση υπάρχει και ένας θάνατος, έτσι ώστε να διατηρείται η τρεμάμενη ισορροπία της ύπαρξης.
Κι όμως, αν αφαιρέσει κανείς από τη σκέψη του τον άφατο πόνο του χαμού (όσο μπορεί να το κάνει ένας άνθρωπος), αν παρατηρήσει μακροσκοπικά το φαινόμενο της αιώνιας απουσίας, ακόμη και με μια δόση κυνικότητας και πραγματισμού, θα κατανοήσει πως όλοι οι θάνατοι δεν είναι ίδιοι. Ίσως διότι ούτε όλες οι γεννήσεις είναι ίδιες. Κάθε θάνατος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, δημιουργεί το δικό του «μικροκλίμα» μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Διατηρεί τα προσωπικά του χαρακτηριστικά.
Τον φαντάζεσαι να κάνει καθημερινά βάρδια, να χτυπάει κάρτα, να είναι ένας σταχανοβίτης, να φοράει καμπαρντίνα, να χτυπάει πόρτες, να κάθεται στο προσκέφαλο του μελλοθάνατου, να συνομιλεί μαζί του. Εντέλει, να είναι ένας εργάτης που δεν κινδυνεύει να μείνει ποτέ άνεργος, αλλά ούτε να έχει το δικαίωμα να πάρει σύνταξη.
Μπορεί για κάθε θνητό να υπάρχει ένας θάνατος, που σημαίνει ότι αποκτάει προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά. Είναι ένας ιδιωτικός θάνατος που απλώς (πόσο απλώς, άραγε;) συγκαταριθμείται στο σύνολο των υπόλοιπων θανάτων της ημέρας, του μήνα, του έτους. Η απόλυτη αριθμητική των θανάτων, κάτι που το ζήσαμε εντόνως την περίοδο της πανδημίας, δίνει ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα, αλλά δεν μας λέει τίποτα για την ιδιοσυστασία του κάθε θανάτου.
Τι μας προσφέρει, λοιπόν, η Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου του Κυριάκου Χαρίτου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα; Απάντηση: την άλλη οπτική του φαινομένου. Δεν εξετάζει το επέκεινα, δεν κατατρίβεται με τη θρησκευτική ενατένιση του μετά της ζωής. Δεν ολοφύρεται για το αναντίρρητο αποτέλεσμα της πλήρους και ολοσχερούς εξαφάνισης του όντος από τη στιγμή που θα το ακουμπήσει στο μέτωπο το μαύρο χέρι. Δεν ενδιαφέρεται καν για τον οβολό του βαρκάρη που θα περάσει τον αποθανόντα στην αντίπερα όχθη.
Αυτό που πράττει ο Χαρίτος είναι να κοιτάξει κατάματα τον θάνατο και να τον αναλύσει ωσάν να είναι ένα υπάρχον πρόσωπο, ένας άγνωστος Χ της ανθρώπινης εξίσωσης που δίχως αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει λύση. Τον κοιτάζει αντικειμενικά, του προσφέρει το δικαίωμα της εκλογίκευσης και μάλιστα σε κάτι που δεν επιδέχεται λογικής, δεν υπάρχει εξήγηση ή που και αν υπάρχει, αυτή την γνωρίζουν μόνο όσοι διάβηκαν τον Ρουβίκωνα. Φευ, ως τώρα δεν βρέθηκε ούτε ένας να μας πληροφορήσει γιατί τελειώνει η ζήση μας, γιατί όλος αυτός ο πόνος και τι μέλλει να μας συμβεί στη συνέχεια.
Ο Χαρίτος εκκινεί από μια δική του παραδοχή που μέσα στην αυθαιρεσία της λειτουργεί ουσιαστικά στη δόμηση του βιβλίου του. Το ποιος ζει και το ποιος πεθαίνει είναι αποτέλεσμα μιας τυχαιότητας, μιας ζαριάς, μιας κληρωτίδας που στήνεται καθημερινά. Υπάρχει η κληρωτίδα Α και η κληρωτίδα Β, τις οποίες διαχειρίζονται οι Ιέρειες. Φημολογείται πως είναι αδελφές και αυτό που κάνουν καθημερινά είναι η μια να ρίχνει έναν κλήρο υπέρ της γέννησης και η άλλη υπέρ του θανάτου. Βέβαια, πολλές φορές το πράγμα μπερδεύεται με αποτέλεσμα η τυχαιότητα να παίρνει δραματικές αποχρώσεις.
Ο Κυριάκος Χαρίτος γεννήθηκε στη Χαλκίδα και μεγάλωσε στην Αυστραλία. Σπούδασε στην Αθήνα και την Αγγλία. Έχει γράψει παιδικά βιβλία και ένα έργο ποίησης. |
Αυτή η παραμυθία της βιωτής και της εκδημίας, προφανώς και δεν λειαίνει την αγωνία μας, ούτε μας προσφέρει μια κάποιου είδους εγγύηση, αλλά μας βάζει στο παιχνίδι που παίζεται και θα παίζεται αενάως. Μέχρι το τέλος του κόσμου. Είναι, λοιπόν, όλοι οι θάνατοι ίδιοι επειδή το αποτέλεσμα είναι το… αυτό; Ο Χαρίτος λέει «όχι». Αίφνης, μας «αποκαλύπτει» σαράντα καταγραφές και όπως λέει στο επιλογικό σημείωμά του, θα συνεχίσει να το κάνει, καθώς πέραν των καταγεγραμμένων ξεχωριστών θανάτων, υπάρχουν κάμποσοι άλλοι που είναι κρυμμένοι και άμποτε θα βγουν στο φως.
Υπάρχουν θάνατοι ηρωικοί, θάνατοι αστείοι, θάνατοι που έρχονται εξ αμελείας, θάνατοι λυτρωτικοί, θάνατοι άστοχοι, θάνατοι από ομορφιά έως και θάνατοι ευγενικοί. Σπάνια βλέπεις τον θάνατο ως μια φυσιογνωμία που φέρει κάτι οικείο (μέσα στην αν-οικειότητά του). Τον φαντάζεσαι να κάνει καθημερινά βάρδια, να χτυπάει κάρτα, να είναι ένας σταχανοβίτης, να φοράει καμπαρντίνα, να χτυπάει πόρτες, να κάθεται στο προσκέφαλο του μελλοθάνατου, να συνομιλεί μαζί του. Εντέλει, να είναι ένας εργάτης που δεν κινδυνεύει να μείνει ποτέ άνεργος, αλλά ούτε να έχει το δικαίωμα να πάρει σύνταξη.
Η εγκυκλοπαίδεια του Χαρίτου είναι εικονοκλαστική, παράδοξη, αλλά, το ουσιαστικότερο, παιγνιώδης. Φαντάζει αδύνατο να γελάσεις διαβάζοντας για τον Mr. Death, κι όμως σε τούτο το βιβλίο δίδονται πολλές αφορμές να σκάσεις χαμόγελο, να δοκιμάσεις τη σπάνια εκδήλωση γέλιου διαβάζοντας για κάτι που αργά ή γρήγορα θα σε βρει.
Αποδεικνύεται πως η αντι-ζωή έχει κι αυτή τα λαγαρά σημεία της. Δεν είναι όλα μαύρα κι άραχλα όσο φαίνονται. Τι αν τελικά όλοι θα αποχωρήσουμε; Τι κι αν το πεπερασμένο της ζωής μας είναι το μέγα δράμα που βιώνουμε από την αρχή της κούρσας; Τι κι αν οι υπαρξιακές αναρωτήσεις μοιάζουν –κάποιες φορές– με μυλόπετρες που μας συνθλίβουν;
Τίποτα από όλα αυτά δεν μας απαγορεύει να στοχαζόμαστε περί του τέλους με όρους παιχνιδιού. Ας μην ξεχνάμε τον Κώστα Αξελό που έλεγε πως και εμείς οι άνθρωποι είμαστε παίκτες, παίγνια και εκπαιζόμενοι από τον κόσμο. Γιατί όχι και από τις Ιέρειες που καθορίζουν την αρχή και το τέλος του δρόμου μας; Οι αθεράπευτα αισιόδοξοι, αυτοί που ακόμη και στο τέλος βλέπουν μια δυνητική αρχή, μπορούν από τώρα να αρχίσουν να τραγουδούν το “Death is not the end” (αν γίνεται έτσι όπως το τραγούδησαν από κοινό ο Σέιν ΜακΓκόουαν με τον Νικ Κέιβ).
Όσο για εμάς τους υπόλοιπους, τους περισσότερο σκεπτικιστές, αυτούς που αποζητούν μια εξήγηση, μια ιδιότυπη ανάλυση, ένα παράδοξο σχόλιο, το βιβλίο του Χαρίτου θα γίνει καλός σύντροφος μας (εν όπλοις) στο καθημερινό διακύβευμα: ζωή, θάνατος ή οίστρος της ζωής μπρος στο φόβο του θανάτου;
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Θάνατος Αστοχίας
(Mors Ex Erratum)
«Ο συγκεκριμένος θάνατος, όπως μαρτυρά και το όνομά του, είναι προϊόν μιας ιδιαίτερα βλοσυρής αποτυχίας. Μια λάθος καλωδίωση, θα μπορούσε κανείς να πει, σε εκείνον τον τηλεφωνικό πίνακα/ταμπλό όπου εκατομμύρια καλώδια/βύσματα κουμπώνονται και ξεκουμπώνονται στο διηνεκές, επιτρέποντας τη μεταφορά του μηνύματος του θανάτου. Βεβαίως εδώ, εκείνο που επιτυγχάνει τη σύνδεση είναι το «σφάλμα». Στην κατηγορία αυτή μιλάμε ξεκάθαρα για δύο βασικές διακλαδώσεις:
Α) Αυτογκόλ. Εδώ τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Δεν πρόκειται για Αναζήτηση ή για Άλλη Ευθύνη (βλέπε παρακάτω). Δεν πρέπει να κοιτάξει κανείς δεξιά κι αριστερά, αναζητώντας έναν υπαίτιο, όπως ο μπόμπιρας που χύνει ένα κουτί δημητριακά και αρνούμενος να κοιτάξει τον γονιό στρέφει το βλέμμα του αλλού, στην προσπάθεια αναβολής της επίπληξης/τιμωρίας, αλλά και ανεύρεσης ενός Άλλου που θα αναλάβει την ευθύνη. Εδώ ευθύνεται αποκλειστικά και αναντίρρητα ο αποδέκτης».