
Για τη συλλογή διηγημάτων του Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου «Οι φάλαινες στο φεγγάρι» (εκδ. Ενύπνιο). Κεντρική εικόνα: Εικονογράφηση © Gunawan Ar.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Για να δηλώσουν για τη μυθοπλασία τους κάτι πιο ευρύ από την ε.φ., κάτι που δε θα ’χε απαραίτητα διαγαλαξιακά ταξίδια (αλλά μπορεί και να ’χε) κι ούτε θα είχε απαραίτητα εξωγήινους (αλλά μπορεί κιόλας να είχε), από τη δεκαετία του ’60 συγγραφείς άρχισαν να ορίζουν τη δική τους μυθοπλαστική συνταγή ως speculative fiction (εικοτολογική μυθοπλασία, ας πούμε). Είναι άλλωστε γνωστή –γνωστή στους λάτρεις του είδους, τουλάχιστον– η αποκήρυξη της ε.φ. από τη Μάργκαρετ Άτγουντ ως είδους που δεν ήταν παρά «ομιλούντα καλαμάρια στα βάθη του διαστήματος», σε αντίθεση με τη speculative fiction – μια απαξιωτική ρήση που ορθώς στηλιτεύτηκε από την Ούρσουλα Λε Γκεν.
Τι είναι λοιπόν αυτή η «εικοτολογική μυθοπλασία»; Στη Wikipedia διαβάζουμε: «Η speculative fiction είναι μια πλατιά κατηγορία μυθοπλασίας που περιλαμβάνει είδη με στοιχεία τα οποία δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, την καταγεγραμμένη ιστορία, τη φύση ή το παρόν σύμπαν». Μια μυθοπλασία, μ’ άλλα λόγια, που γεννιέται λιγότερο από το «όταν» και πιο πολύ από το «κι αν;» – μια μυθοπλαστική «υπόθεση εργασίας», που φέρνει το «ξένο» κοντύτερά μας κι από την άλλη κάνει το οικείο να δείχνει αλλότριο.
Ο τόπος μοιάζει από πολλές απόψεις να ’ναι μια παλαιά Ελλάδα της φτωχολογιάς και του λαουτζίκου. Ο χρόνος που ορίζεται απ’ τη γλώσσα είναι επίσης παρελθών. Μα, τότε, τι δουλειά έχουν εδώ τα ρομπότ και τα drones; Παράξενο μίγμα.
Έτσι, μαζί οικεία κι αλλότρια είναι ο τόπος και η κοινωνία στο «Άντρας πια», το πρώτο διήγημα στη συλλογή Οι φάλαινες στο φεγγάρι του Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου, όπου μέσ’ από την ιστορία ενός συγγραφέα με λόγο λαϊκό ξετυλίγονται τα θολά, μπερδεμένα μεθεόρτια μιας επανάστασης, όταν στον αέρα αποπάνω, πια, πετούν drones – «ντρόνια» λέγονται στο διήγημα:
«ένα μετάλλινο μελίσσι με φτερά, που έχωνε γυάλινες ματιές στην ψυχή και στο μυαλό. […] μετράγανε, λέει, την εφίδρωση και τη σύστασή της και διαβάζανε εγκεφαλικά κύματα. Ούτε νεκρός δεν τους γλίτωνες».
Η χρήση σε αφηγήματα speculative fiction μιας λαϊκής γλώσσας, κάπως σαν αυτήν του Πέτρου Πικρού, ας πούμε («έκαμνα», «τζαναμπέτης», «κουμπούρα», «ραχατεύει», «δουλικά» τα ρομπότ στο διήγημα «Η κυρα-Παρασκευή»), δημιουργεί μια περίεργη χρονική απροσδιοριστία. Στη λογοτεχνία, ο χρόνος κι ο τόπος ορίζονται από τη γλώσσα, έτσι, ποιος είναι ο τόπος και ποιος ο χρόνος στα αφηγήματα του Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου; Ο τόπος μοιάζει από πολλές απόψεις να ’ναι μια παλαιά Ελλάδα της φτωχολογιάς και του λαουτζίκου. Ο χρόνος που ορίζεται απ’ τη γλώσσα είναι επίσης παρελθών. Μα, τότε, τι δουλειά έχουν εδώ τα ρομπότ και τα drones; Παράξενο μίγμα. Συνειδητό ή ασυνείδητο; Χρησιμοποιώντας το ο Χριστόπουλος, βαδίζει σε μια κόψη. Θα δούμε τι έπεται – και θα δει, φαντάζομαι. Έτσι κι αλλιώς, η λογοτεχνία είναι πάντα το ξετύλιγμα ενός μίτου σ’ ένα λαβύρινθο χωρίς κέντρο.
Στα καλύτερα διηγήματα στις Φάλαινες στο φεγγάρι, τούτη η απροσδιοριστία ξεκαθαρίζει, δείχνοντας και στον Χριστόπουλο τον ίδιο, ίσως, έναν μελλοντικό δρόμο. Στο «Αλμυρό αστέρι» παράδοξα, μα όχι κι αταίριαχτα, αυτή η λαϊκή γλώσσα («πεζεβέγκηδες», «λάζος», «σερέτης», «σεκλέτι») συνδυάζεται με μια «λαβκραφτική», ας πούμε, γέννα.
Εγκαταλείποντας τούτη τη συνάμα οικεία και αλλότρια Ελλάδα, η ιστορία στο διήγημα «Ataxia Blues» –με ταιριαστό μότο μια φράση του Φώκνερ, «The past is never dead. It’s not even past», από το μυθιστόρημα Ρέκβιεμ για μια μοναχή– εκτυλίσσεται στον αμερικανικό Νότο, με πρωταγωνιστές έναν πιανίστα της τζαζ και μια τζαζ τραγουδίστρια που ’χει τη δύναμη, ή την κατάρα μάλλον, να μεταμορφώνει την πραγματικότητα.
Και το καλύτερο ίσως διήγημα είναι το τελευταίο, «Ο ύπνος του Ιορδά», που μ’ άλλην ανάπτυξη, όπου θα γεφυρώνονταν τα κενά στη διήγηση, θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει νουβέλα. Αφηγήτρια είναι μια νοσοκόμα του Ράιχ και οι «ασθενείς» της είναι χρονοταξιδιώτες. Οι φιγούρες των ταξιδιωτών είναι τραγικές, καθώς και ταιριαστές με τη διαστροφή και την παράνοια της ναζιστικής Γερμανίας, κι απ’ όλες τις φωνές στα αφηγήματα της συλλογής, αυτή της νοσοκόμας είναι η πιο βαθιά και συγκινητική:
«Κοιμάται ατάραχη, τον ύπνο των βαρβιτουρικών. Δεν ξέρω τι δόση τής έχουν βάλει· μπορεί να είναι σε νάρκη για μέρες. Οι καρποί και οι αστράγαλοί της είναι δεμένοι με λουριά. Η αναπνοή της βαθιά και αργή. Ρίχνω μια ματιά στην καρτέλα της. Σάντρα Γκετς. Παίρνω τον σφυγμό της. Ύστερα γυρίζω να δω το πρόσωπό της. Πάνω απ’ τον ματωμένο επίδεσμο γύρω απ’ το μέτωπό της ξεχύνεται ένα μπουκέτο από ξανθά μαλλιά, κίτρινα σαν μεσημεριάτικο φως. Τα μάτια της κλειστά, αλλά τα φαντάζομαι γαλανά σαν τον ανοιξιάτικο ουρανό, όπως της δικής μου Χέλγκα ή της Μαριάνε. Τα χείλη της είναι σκασμένα, μισάνοιχτα, κι από μέσα προβάλλουν δυο δόντια με μικρούς καφετιούς λεκέδες, λίγο στραβά προς τα μέσα. Σκύβω κοντά της, αναπνέω την ανάσα της, σχεδόν ακουμπάω το στόμα μου στο δικό της, αλλά την τελευταία στιγμή τραβιέμαι. Ένας σπασμός ξεκινάει απ’ τον αυχένα μου και κάνει το κεφάλι μου να βουίξει σαν τις σειρήνες του πολέμου. Νιώθω το βλέμμα του Θεού πύρινο πάνω μου».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η επιστολική νουβέλα, την οποία συνέγραψε με την Ελένη Κοφτερού, «Άρης» (εκδ. Κίχλη).