Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη «Τα απόνερα της Σοφίας» (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το παράξενο είναι ότι αυτό το μυθιστόρημα δεν μοιάζει με παιδί του Γιάννη Μακριδάκη. Δεν έχει δηλαδή σχεδόν... καθόλου στοιχεία της χιώτικης υπαίθρου, της χωριάτικης ζωής, τη φυσιολατρικής προσκόλλησης, της τοπικής κουλτούρας, της ντόπιας διαλέκτου. Αντίθετα, αναφέρεται στον Ζαχαρία Μελιτάκη και στην εξιστόρησή του για το πώς έγινε συγγραφέας. Με άλλα λόγια έχουμε έναν μορφωμένο, έναν αστό, έναν δυνάμει λόγιο που ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες απλοϊκές, αμόρφωτες, ιθαγενείς μορφές του χιώτη συγγραφέα. Η ιστορία και η γλώσσα με την οποία αυτή αποδίδεται ξεφεύγουν εμφανώς από το καθιερωμένο συγγραφικό του ύφος και ηχόχρωμα.
Ωστόσο, όσο κι αν ισχύουν τα παραπάνω, αχνοφαίνονται και τα κλασικά στοιχεία της γραφής του: ο αφηγητής που εξιστορεί το παρελθόν και υπονοεί ότι κάποιο τραγικό συμβάν έγινε, συμβάν το οποίο έχει επηρεάσει καθοριστικά το παρόν του· πολλές κλωστές αφήνονται στον αέρα για μια εξέλιξη που θα ανατρέψει ή θα κορυφώσει την ομαλότητα του βίου. Από την άλλη, ο διφορούμενος λόγος του, που υπονοεί αλλά και κρύβει, που εννοεί πολλά επιφανειακά αλλά ταυτόχρονα ακραγγίζει και άλλα βαθύτερα. Ακόμα και τα «απόνερα της Σοφίας», που εννοούν τις συνέπειες του ανεκπλήρωτου έρωτα του 15άχρονου αφηγητή για τη συντοπίτισσά του στις Θέρμες, τη συνομήλική του Σοφία, ενδέχεται να λογο-παίζουν με τη σοφία, που μπουγαδιάζει και τελικά εκβάλλει γραφιάδες και συγγραφείς.
Ο ιδεολογικός προβληματισμός του συγγραφέα φέρνει ξανά τον άνθρωπο στον δρόμο της απο-κοινωνικοποίησης και της υιοθέτησης της φυσιολατρικής ζωής, ενός οικολογικού ανθρωπισμού που δίνει τελικά την ευτυχία.
Αυτό που φαίνεται σχεδόν εξαρχής να κανοναρχεί τη σκέψη του αφηγητή-πρωταγωνιστή είναι η μοίρα. Ένας εξωγενής παράγοντας, όπως ο πατέρας, οδηγεί τον Ζαχαρία έξω από τα θέλω του, στον συγγραφικό δρόμο, επιβάλλοντάς του μια ακούσια σταδιοδρομία. Ο πατέρας στέλνει μια συλλογή διηγημάτων στους εκδότες με το όνομα του γιου κι έπειτα, όταν εκδίδεται, ο τελευταίος αναγκάζεται να υποδυθεί τον συγγραφέα, με την πρωτόγνωρη επιτυχία να καθορίζει και το στίγμα του νεαρού αδημιούργητου ακόμα γεωπόνου. Επίσης, η μητρική χείρα κίνησε τα νήματα, σε ένα είδος ντετερμινισμού, και οδήγησε τη Μαργαρίτα –την αντικαταστάτριά της στο επάγγελμά της– στην ερωτική αγκαλιά του γιου της, σχεδόν μοιραία όπως ο ίδιος πιστεύει. Ο πατέρας-μοίρα επενέβη, χωρίς ο Ζαχαρίας να το θέλει, επέβαλε τη συγγραφική ρότα, ως καπετάνιος που ήταν, και καθόρισε το παρόν και το μέλλον, που δεν ήταν καθόλου στις επιδιώξεις του γιου. Η μητέρα-μοίρα, ηττημένη ίσως από το πατρικό πρότυπο, οδήγησε στην ερωτική επιτυχία, κάτι που ο νεαρός ήρωας αποδέχτηκε απόλυτα. Έτσι, ανιχνεύονται πολλά ψυχαναλυτικά πρότυπα για τον πατέρα-δυνάστη και την ανάγκη μιας πατροκτονίας, αλλά και τη μητέρα-θύμα, τα οποία αναδεικνύουν κι ένα άλλο δίπολο.
Αυτό τα δίπολο φαίνεται πιο ξεκάθαρα, αν δώσουμε μια βαθύτερη ερμηνεία με βάση την εξέλιξη και το τέλος του μυθιστορήματος. Τολμώ να μιλήσω για ένα είδος προσπάθειας, δειλής, άβουλης, διστακτικής, που σταδιακά παίρνει σάρκα και οστά, εκ μέρους του Μελιτάκη να αποφύγει τον δρόμο της μοίρας και να χαράξει τον δικό του. Αρνείται να γίνει συγγραφέας, παρά τη γλύκα της πρώτης αναγνώρισης, αρνείται να γράψει περαιτέρω, καθώς δεν βλέπει καμία ουσιαστική κλίση ή προσωπικό κίνητρο, ολισθαίνει σε πιο πρακτικά μονοπάτια, όπως είναι η ενασχόλησή του με το σπίτι του παππού στο νησί και τα φυσιολατρικά του ενδιαφέροντα, απομακρύνεται από τη φιλολογική φωλιά της Αθήνας και ενστερνίζεται τη ζωή στην ύπαιθρο.
Αυτός ο απογαλακτισμός αποκτά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος προγραμματίζεται από την κοινωνία να ακολουθήσει τον δρόμο της επιτυχίας, να αφοσιωθεί σε πνευματικές ενασχολήσεις, να γίνει άνθρωπος του γραφείου και του άστεως, να συμβιβαστεί με τις προκαθορισμένες κατευθύνσεις της οικογένειας και της κομφορμιστικής συμπεριφοράς που φαίνονται ασφαλείς, στρωμένες με χαρτονομίσματα και ακίνδυνες. Στον πυρήνα όμως του «είναι» του δεν υπάρχει αυτή η προδιάθεση, αλλά μια άλλη ζωή, πιο χειρωνακτική, πιο φυσική, πιο ανεξάρτητη, έστω κι αν απαιτεί ένα καινούργιο ξεκίνημα. Ο ιδεολογικός προβληματισμός του συγγραφέα φέρνει ξανά τον άνθρωπο στον δρόμο της απο-κοινωνικοποίησης και της υιοθέτησης της φυσιολατρικής ζωής, ενός οικολογικού ανθρωπισμού που δίνει τελικά την ευτυχία. Ο Μελιτάκης, σαν άλλη μέλιττα, ακολουθεί τα βήματα του ανθρώπου Μ-ακριδάκη, σαν άλλης ακρίδας, έντομα και τα δυο που δεν βολεύονται με το παγιωμένο πλαίσιο, αλλά εφαρμόζουν ένα άλλο πρότυπο ζωής, πιο κοντά στα δέντρα, στα φυσικά προϊόντα και στις συναφείς ασχολίες.
Τελικά το κείμενο παίρνει ολοκληρωμένη μορφή με μια συμβολική πατροκτονία, που συνεπάγεται την αποδέσμευση του ανθρώπου από τον ασφυκτικό πολιτισμό, όσο κι αν αυτό θα κοστίσει. Ο Γιάννης Μακριδάκης επαναφέρει το προσφιλές του θέμα, αυτό της διά της φυσιολατρίας απομάκρυνσης από τα δεσμά της κοινωνίας, όχι με τη διάλεκτο και την προβολή ενός απλού ανθρώπου της υπαίθρου, αλλά με τον άνθρωπο της πόλης και του πολιτισμού (γραμμάτων), ο οποίος αντιλαμβάνεται την ποδηγέτησή του και επιχειρεί μια ηρωική έξοδο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Με δεδομένα λοιπόν όλα αυτά τα οποία κατέθεσα εδώ με πάσα ειλικρίνεια και δίχως να νοιάζομαι για τις συνέπειές τους στη δήθεν συγγραφική καριέρα μου και στην υπόληψή μου, δηλώνω προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν είμαι ο δολοφόνος του πατέρα εγώ, που έχω συγγράψει μοναχά Τα απόνερα της Σοφίας κατά την περίοδο της εφηβείας μου […]. Μαζί όμως με τον πατέρα, έχει πλέον πεθάνει και ο δολοφόνος υιός του, κατ’ απόλυτη αναλογία με τον θανατηφόρο ιό ο οποίος σκοτώνει τον ξενιστή του».