Για το μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη «Οι γυναίκες της ζωής της» (εκδ. Καστανιώτη), με αφορμή την 26η έκδοση του βιβλίου.
Της Λεύκης Σαραντινού
Πάνω στο πάγιο μοτίβο της συζυγικής απιστίας είναι δομημένο το μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη Οι γυναίκες της ζωής της. Κεντρική ηρωίδα είναι η Άννα, μια συνηθισμένη γυναίκα, η οποία υποδύεται, όπως οι περισσότερες γυναίκες σήμερα, τους ρόλους της μητέρας, της εργαζόμενης, της συζύγου και της νοικοκυράς. Η Άννα μπορεί να θεωρηθεί, βέβαια, μια συνηθισμένη γυναίκα μέχρι την ώρα που ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της την απατά. Τότε ξαφνικά μεταμορφώνεται και η «νέα» Άννα που προκύπτει, έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, αποτελεί και το θέμα του παρόντος μυθιστορήματος. Διότι πράγματι, ένα τέτοιο γεγονός μπορεί να αποβεί κομβικό και σημαδιακό για το μέλλον ενός γάμου και τη συνοχή μιας οικογένειας και να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μιας γυναίκας.
Η προσέγγιση, ωστόσο, που ακολουθεί η Διβάνη προκειμένου να περιγράψει τα συναισθήματα και τις ψυχικές μεταπτώσεις της απατημένης συζύγου είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, παρά το σύνηθες του θέματος στη λογοτεχνία, και σε αυτήν ακριβώς την πρωτοτυπία οφείλεται κατά μεγάλο μέρος και η λογοτεχνική αξία του βιβλίου της.
Πρόκειται για αφηγήσεις οι οποίες εστιάζουν στη γυναικεία ψυχολογία, κυρίως μιας απατημένης συζύγου και, δευτερευόντως, όλων των γυναικών, μέσα από τους πολλαπλούς τους ρόλους στην κοινωνία και την οικογένεια.
Η Διβάνη «χτίζει» το μυθιστόρημά της πάνω στη δομή της αρχαίας τραγωδίας –αφού, στ' αλήθεια, μια τέτοια συνειδητοποίηση αποτελεί τραγωδία για μια γυναίκα–, με την «Είσοδο» και την «Έξοδο» να αποτελούν το πρώτο και το τελευταίο κομμάτι αντίστοιχα, ενώ το κυρίως μέρος του βιβλίου έχει για τίτλο κάθε κεφαλαίου, ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και σε κάθε ένα από αυτά, μια γυναίκα που πρωταγωνιστεί στη ζωή της Άννας, αφηγείται τα γεγονότα από τη δική της σκοπιά. Οι αφηγήσεις αυτές είναι όλες πρωτοπρόσωπες και αποκλειστικά από γυναίκες που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της Άννας. Οι δύο σπουδαιότεροι άνδρες της ζωής της, ο Βασίλης –άπιστος σύζυγος– και ο Χάρης –μοναχογιός της–, αγνοούνται επιδεικτικά και δεν έχουν λόγο στην αφήγηση, – εμφανίζονται σκόπιμα μονάχα ως δευτεραγωνιστές.
Έπειτα από τη διήγηση της ίδιας, της απατημένης συζύγου, τον λόγο έχει η κόρη. Η αφήγησή της συνδέεται με το αμάρτημα της οργής. Ακολουθεί η αφήγηση της Γιώτας, μιας ομοιοπαθούς νοικοκυράς, της οποίας το κεφάλαιο τιτλοφορείται «Ακηδία». Η χήρα Μάνια, η μητέρα της Άννας, συνδέει την αφήγηση από τη δική της σκοπιά με το αμάρτημα της λαγνείας, στο οποίο υποκύπτουν συνήθως όλοι οι άνδρες. Ακολουθεί η αφήγηση μιας παιδικής φίλης της Άννας, της Σοφίας, με το αμάρτημα της λαιμαργίας να κυριαρχεί, ενώ η πρώην συγκάτοικός της, μια δημοσιογράφος, η Ασπασία, συνδέει την αφήγησή της με το θανάσιμο αμάρτημα της ματαιοδοξίας. Τελευταία είναι η αφήγηση της εργοδότριας της Άννας, η οποία συνδέεται με το αμάρτημα της απληστίας.
Πρόκειται για αφηγήσεις οι οποίες εστιάζουν στη γυναικεία ψυχολογία, κυρίως μιας απατημένης συζύγου και, δευτερευόντως, όλων των γυναικών, μέσα από τους πολλαπλούς τους ρόλους στην κοινωνία και την οικογένεια. Περιγράφουν δηλαδή, τι ακριβώς διαδραματίζεται στην ψυχή μιας γυναίκας όταν αυτή ανακαλύπτει την απιστία του άνδρα της, όταν γνωρίζει από κοντά την αντίζηλό της, όταν πιάνει επ' αυτοφόρω τον σύζυγό της να ψεύδεται και όταν τελικά καταφέρνει να αποδεχτεί το αναπότρεπτο, όσο και αποτρόπαιο, για εκείνη, γεγονός. Όλα τα στάδια μιας γυναικείας ψυχοσύνθεσης, περιγράφονται γλαφυρά, ενώ γίνεται σαφές πόσο πολύ περιπλέκεται η όλη κατάσταση αν υπάρχουν και ανήλικα τέκνα στην οικογένεια.
Η γλώσσα είναι ρέουσα, σαν προφορική, αυθόρμητη και ειλικρινής, κάπου κάπου ειρωνική και σκόπιμα ασαφής σε κάποιες περιπτώσεις. Πρόκειται για γλώσσα που απεχθάνεται την ωραιοποίηση και την τυποποίηση και ανήκει εξολοκλήρου στις απλές, καθημερινές γυναίκες που αποτελούν και τις αφηγήτριες των ιστοριών του βιβλίου. Τόσο η γλώσσα όσο και οι σκέψεις, λοιπόν, δεν διστάζουν να γίνουν, που και που, σκληρές, αλλά και χυδαίες, εφόσον η συγγραφέας το κρίνει σκόπιμο.
«Όταν γύρισα στο σπίτι ήμουν επιτέλους ήρεμη. Κάτι μέσα μου είχε αγγίξει μιαν ανείπωτη αλήθεια και ακαριαία είχε πεθάνει. Έτσι ήμουνα μέσα έξω παγωμένη, αλλά δεν πονούσα πια. Εκείνος ο πυρετός που γυάλιζε τα μάτια μου και πυρπολούσε τις χειρονομίες μου δεν υπήρχε πια. Τώρα και τα λόγια μου μπορούσα να ελέγξω και τα έργα. Ήμουν σαν ένας τρίτος που ρύθμιζε από τα παρασκήνια τις κινήσεις της μαριονέτας».
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφοσκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).