Για το μυθιστόρημα του Sam Albatros «Ελαττωματικό αγόρι» (εκδ. Εστία). Κεντρική εικόνα: Κολάζ του S.A. από τη σελίδα του στο fb.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η λογοτεχνία μπορεί να υπονομεύσει την πραγματικότητα και τις παγιωμένες της πτυχές, μπορεί να ξαναγράψει το αυτονόητο με άλλους όρους. Κάτι τέτοιο το κάνει συχνά με τη χρήση ενός «λοξού» αφηγητή, που σκέφτεται κι ερμηνεύει τα πράγματα αντισυμβατικά. Αυτή η αντικομφορμιστική οπτική γωνία είναι πρόσφορη, για να αποκαλύψει αλήθειες και να δείξει τον κόσμο από την άλλη του πλευρά. Το έκανε ο Νίκος Χουλιαράς στον Λούσια (1979), ο Παύλος Μάτεσις στη Μητέρα του σκύλου (1990), ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στο Ζίγκι απ' τον Μάρφαν (1998), ο Γιάννης Μακριδάκης στον Ήλιο με δόντια (2010) κ.ά.
Ο Sam Albatros, Έλληνας με λατινογραμμένο όνομα, γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, όπου έχει ως αφηγητή το μικρό στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού αγόρι, το οποίο τη δεκαετία του ’90 διαβάζει τον κόσμο με παιδική αφέλεια, με γνήσια σκέψη, με ευτράπελο τρόπο. Του αρέσουν τα βιντεοπαιχνίδια, τα πόκεμον, το μάνγκα Σέιλορ Μουν, η Μπρίτνεϊ Σπίαρς, αλλά δεν του αρέσει το καράτε, το ποδόσφαιρο ή οι ποντιακοί χοροί. Κάνει παρέα με κορίτσια, όπως τη Σοφία, την Αθηνά και την Αθανασία, η τελευταία εκ των οποίων θέλει να γίνει αγόρι· όπως κι ο πρωταγωνιστής μας που θέλει να γίνει κορίτσι…
Ο Sam Albatros διαβάζει το φύλο και το γένος, το βιολογικό φύλο και το κοινωνικό γένος, από τη σκοπιά ενός αδιαμόρφωτου ακόμα νεαρού ατόμου. Αυτό, μολονότι η κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται τέτοιες διαφοροποιήσεις, μολονότι η οικογένεια δεν το θέλει να ασχολείται με κοριτσίστικες συνήθειες, που προσιδιάζουν σε «πούστηδες», μολονότι τα συνομήλικα αγόρια ασκούν βία εις βάρος του, προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τη δική του αυτονόητη πραγματικότητα, την ομοφυλόφιλη τάση του, και να εξηγήσει παιδικά κι αυθόρμητα τα δικά του θέλω σε σχέση με τα πρέπει των άλλων.
Η παιδική σκοπιά, πασπαλισμένη με χιούμορ και ανυπόκριτες ματιές, μπορεί και αποκαλύπτει πως η κατεστημένη πραγματικότητα είναι απλώς η σύμβαση που έχουν υπογράψει οι μεγάλοι, και συχνά μέσα σ’ αυτήν τελματώνονται, βαλτώνουν και αδυνατούν να δουν τη ζωή αλλιώς.
Η διπλή, λοιπόν, αυτή διάσταση, μεταξύ παιδιού και μεγάλων αλλά και μεταξύ γυναικείας ταυτότητας και ανδρικού φύλου, ταλαντεύει την αφήγηση ανάμεσα στην παγιωμένη πραγματικότητα με τα στερεότυπά της και την επιδιωκόμενη ζωή. Η δεύτερη δεν εμμένει απλώς στα θέσφατα μιας συντηρητικής κοσμοαντίληψης, η οποία δεν υποψιάζεται καν το διαφορετικό μέσα στο φυσικό. Πολύ περισσότερο, προσπαθεί να δημιουργήσει πρώτα τη δική της αυτοεικόνα, χωρίς να κατανοεί ότι οι μεγάλοι όχι απλώς θεωρούν αυτονόητο ό,τι έχουν οι ίδιοι συνηθίσει, αλλά κι ότι η απόσταση που τη χωρίζει από τη στερεότυπη αντίληψη δεν έγκειται μόνο στην παιδική σκοπιά, που θα αρθεί όταν κανείς μεγαλώσει. Βρίσκεται κυρίως στη διάσταση φύλου και γένους, η οποία προκαλεί ρήξεις και χάσματα, δυσγεφύρωτες χαράδρες και ασύλληπτες αποστάσεις.
Ο μικρός μπερδεύει στα παιχνίδια του τους κακούς με τους καλούς, «μπερδεύει» και στη ζωή τα αγορίστικα με τα κοριτσίστικα καμώματα. Έτσι, όμως, η παιδική σκοπιά, πασπαλισμένη με χιούμορ και ανυπόκριτες ματιές, μπορεί και αποκαλύπτει πως η κατεστημένη πραγματικότητα είναι απλώς η σύμβαση που έχουν υπογράψει οι μεγάλοι, και συχνά μέσα σ’ αυτήν τελματώνονται, βαλτώνουν και αδυνατούν να δουν τη ζωή αλλιώς. Αυτό το «αλλιώς» προσπαθεί ο Sam Albatros να αποκαλύψει και να περάσει λογοτεχνικά στον αναγνώστη. Το «ελαττωματικό» αγόρι του τίτλου, σαν τις ελαττωματικές τηλεοράσεις που τις επιστρέφει ο παραπονεμένος καταναλωτής, είναι το δυσλειτουργικό κατά την κοινωνία άτομο που δεν συμπορεύεται με τις παγιωμένες αντιλήψεις περί φύλου και γι’ αυτό μοιάζει χαλασμένο κι ανώμαλο.
Ο συγγραφέας, διαβάζω στο βιογραφικό του, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην Ψυχολογία και διδακτορικού τίτλου στις Νευροεπιστήμες. Έχει παρουσιάσει ως τώρα video art performances και video poems. Με αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα μπαίνει δυναμικά στη λογοτεχνική σκηνή, αξιοποιεί τη γλώσσα και τις συνυποδηλώσεις της, μετέρχεται της παιδικής ομιλίας και προοπτικής, καταφέρνοντας να αποδομήσει τα στερεότυπα περί προδιαγεγραμμένης έμφυλης ταυτότητας. Η γλώσσα, που στο συγκείμενο των ενήλικων έχει μερικές καθιερωμένες σημασίες, αυτονόητες και κοινωνικά κατανοητές, στο επίπεδο της παιδικής σκέψης εξαρθρώνεται και αποσυνδέεται με τυπικούς κανόνες και σημασίες. Έτσι, κάθε εμπειρία, την οποία μοιράζεται μαζί μας ο νεαρός αφηγητής, είναι μια πινελιά στο μεγάλο κάδρο της κατανόησης εκ μέρους μας πως ο άνθρωπος εισέρχεται σε μια προκαθορισμένη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ο ίδιος δεν είναι υποχρεωμένος να πάρει τα ρούχα που οι άλλοι έχουν προαποφασίσει γι’ αυτόν.
Η γλώσσα, που στο συγκείμενο των ενήλικων έχει μερικές καθιερωμένες σημασίες, αυτονόητες και κοινωνικά κατανοητές, στο επίπεδο της παιδικής σκέψης εξαρθρώνεται και αποσυνδέεται με τυπικούς κανόνες και σημασίες.
Προσπερνώ την τυχόν ένσταση ότι στις μεγαλύτερες τάξεις του Δημοτικού ο παγιωμένος τρόπος σκέψης και η απομάκρυνση από το αφελές επίπεδο έχει εν μέρει συντελεστεί και γι’ αυτό φαίνεται λίγο αφύσικη η συνέχιση της αφελούς ματιάς και σ’ αυτήν την ηλικία. Μένω στη βαθιά ανατροπή στις έμφυλες αξίες που φέρνει ο πρωταγωνιστής του Ελαττωματικού αγοριού: όλο το βιβλίο αποκτά χαρακτήρα όχι τόσο έμμεσης καταγγελίας, αλλά πρώτιστα τεθλασμένης ματιάς, η οποία αποσυναρμολογεί τον σταθερό και δη συντηρητικό τρόπο σκέψης μιας μερίδας της κοινωνίας. Η έμφυλη ταυτότητα διαμορφώνεται, αναπτύσσεται, πλάθεται, με βιολογικές ή ψυχολογικές προδιαθέσεις, κόντρα στο κατεστημένο και στην παρωχημένη ιδέα περί της αμετάβλητης, προδιαγεγραμμένης εκ φύσεως, υπόστασής της.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είμαστε με τον μπαμπά στα ποντιακά κι εγώ όλο κοιτάζω το ταβάνι γιατί βαριέμαι να χορεύω ποντιακά. Πρέπει όμως να συνεχίσω γιατί η Πόντια γιαγιά θα με βλέπει από εκεί πάνω και θα χαίρεται, έτσι λέει ο μπαμπάς.
“[…] η γιαγιά θέλει να βλέπει εσένα να χορεύεις ποντιακά!” μου λέει ο μπαμπάς.
“Κι εγώ θέλω να μάθω να χορεύω σαν την Μπρίτνεϊ Σπίαρς!” του λέω.
“Τι! Τέτοια χορεύουνε οι ντιγκιντάγκες” μου λέει και το μάγουλό μου γίνεται κατακόκκινο. Το αυτοκίνητο κάνει μια απότομη στροφή όπως στα κινούμενα σχέδια. “Πούστη θα σε κάνω; Θα με πεθάνεις γέρο άνθρωπο!”»