Για τη συλλογή διηγημάτων της Ελίζας Παναγιωτάτου «Αεροδρόμιο» (εκδ. Αντίποδες).
Της Τιτίκας Δημητρούλια
Το νέο βιβλίο της Ελίζας Παναγιωτάτου μιλάει για αεροδρόμια, για χαμένες πτήσεις και άδειες ώρες μέσα στην «κοιλιά της φάλαινας», όπως ορίζει τον χώρο αναμονής του αεροδρομίου η αφηγήτρια της πρώτης ιστορίας στην πρώτη κιόλας γραμμή (κι όποιος θυμηθεί τον Ιωνά, τον θυμήθηκε)· για επιβάτες με τα μάτια καρφωμένα στο κινητό και παρεμπιπτόντως στους φασματικούς άλλους, για σκέψεις και μνήμες, φευγαλέες συναντήσεις και άλλες, σημαντικές, που προηγήθηκαν ή έπονται.
Η πρώτη από τις δεκατέσσερις ιστορίες αφηγείται απλώς την αναμονή, ως παρόν. Οι επόμενες, με αφορμή το παρόν, της αναμονής και μαζί της διαδρομής προς το αεροδρόμιο κάποτε, ξεδιπλώνονται προς το παρελθόν και το μέλλον, ένα μέλλον με πολλαπλά πρόσημα, που ο σπόρος του βρίσκεται ενίοτε στην ίδια τη συνθήκη της αναμονής. Τα πρόσωπα αποκτούν μορφή μέσα από τις αναφορές τους στις ιστορίες των άλλων, που τους εντοπίζουν φευγαλέα στον χώρο. Ο νεαρός που κλείνεται στην τουαλέτα από τον πανικό που του φέρνει η ανάμνηση μιας απρόσωπης σχέσης είναι ψηλός και φοράει καρό πουκάμισο, μας λέει εκείνος που τον βγάζει με το ζόρι από το καταφύγιό του καθώς κυνηγάει ένα πόκεμον. Μια κυρία σε αναπηρικό καροτσάκι μοιάζει με τη δασκάλα ενός άλλου και τον ταξιδεύει πίσω στις διακοπές και τις σχέσεις με τον εαυτό και τους άλλους στην παιδική ηλικία, ενώ προσπαθεί να φτάσει στην κηδεία της μητέρας του.
Τα πρόσωπα αποκτούν μορφή μέσα από τις αναφορές τους στις ιστορίες των άλλων, που τους εντοπίζουν φευγαλέα στον χώρο.
Εμπνευσμένος από έναν μαύρο άντρα που κλαίει γοερά καθισμένος στη μοκέτα, συγκεντρωμένος στην παιδική γεύση από τα μακαρόνια με κιμά των διακοπών που του έφερε πίσω η μνήμη, καταφέρνει επιτέλους να κλάψει. Η ίδια κυρία έχει «ανακρίνει» έναν επιβάτη σε μια άλλη ιστορία, χοντρούλη όπως μαθαίνουμε στο τέλος, που τη βοηθάει τώρα να ειδοποιήσει την κόρη της, μέσω facebook, ότι η μητέρα της θα καθυστερήσει. Στις φωτογραφίες που του δείχνει εμφανίζεται κι ο πανέμορφος εγγονός της, που ήταν κορίτσι και έγινε αγόρι κι ο πατέρας του ήταν να τον συναντήσει κι έχει κολλήσει στο τράνζιτ – σε άλλη ιστορία.
Ένα αγοράκι φτιάχνει ιστορίες με το μυαλό του ότι η μητέρα του θα το εγκαταλείψει και θα συνεχίσει να ζει μόνο του, κρατώντας μυστική τη φυγή της, ενώ περιμένει με τη μητέρα του στην ουρά στο αεροδρόμιο, κρατώντας έναν χνουδωτό δεινόσαυρο. Από τα λόγια της μητέρας του, σε άλλη ιστορία, μαθαίνουμε για τον νεκρό πατέρα, τη νέα σχέση της μητέρας που τρέφει τους φόβους του μικρού και τινάζεται τελικά στον αέρα την ώρα αυτή της αναμονής.
Η Ελίζα Παναγιωτάτου γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε γλωσσολογία στην Αθήνα και ζει στο Βερολίνο. Προηγούμενα βιβλία της: Αυτά έγιναν χτες (Κουκούτσι 2015), (Δε) μιλάς (μαζί με τη Λίντα Ακέντε, Ουαπίτι 2016), Τεχνικές Κολύμβησης (αντίποδες 2017), Πρίνσες (Ουαπίτι 2019). |
Οι ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας περιγράμματα για τους ήρωες, δίνοντας σε κάποιους από αυτούς ονόματα, μετατρέποντάς τους από ανώνυμους επιβάτες και υπαλλήλους εν υπηρεσία σε (φευγαλέα) πρόσωπα. Ρίχνουν φως η μία στην άλλη, μεταμορφώνοντας τον παγκοσμιοποιημένο «εμπειρικό μη-τόπο» του αεροδρομίου, όπως θεωρεί (και αυτό) το τράνζιτο ο θεωρητικός των μη-τόπων Μαρκ Ωζέ, σε (τόσο όσο) βιωμένο χώρο, μέσα από το ξεδίπλωμα της σκέψης και της μνήμης, τον διάλογο με τον εαυτό και τους άλλους, εντός και εκτός του κάδρου, τις παραδοχές που αναδύονται πιεστικές από το πουθενά τις ώρες της μοναξιάς, τις μεγάλες αποφάσεις, τα γεγονότα που είναι πάντα μεγάλα, ακόμη κι αν φαίνονται μικρά –όπως μια γάτα που χάνεται–, πλάι στα εξ ορισμού σημαντικά, όπως είναι μια γέννηση.
Ρίχνουν φως η μία στην άλλη, μεταμορφώνοντας τον παγκοσμιοποιημένο «εμπειρικό μη-τόπο» του αεροδρομίου, σε (τόσο όσο) βιωμένο χώρο, μέσα από το ξεδίπλωμα της σκέψης και της μνήμης, τον διάλογο με τον εαυτό και τους άλλους...
Ο διάλογος αυτός είναι νοερός και πυροδοτείται από εικόνες, ήχους, μουρμουρητά και τραγούδια, που παραμένουν ξένα αλλά ξετυλίγουν το κουβάρι των συνειρμών. Είναι διαμεσολαβημένος από το κινητό, τα γραπτά μηνύματα που αποτελούν το ίδιο το σώμα μιας ολόκληρης ιστορίας και διανθίζουν τις άλλες, τις φωτογραφίες, πειραγμένες και μη, που προστίθενται στις νοητικές και στις μνημονικές εικόνες. Είναι ενίοτε αδιαμεσολάβητος, υπό την έννοια της λεκτικής επικοινωνίας με τον άλλον στο πλαίσιο μιας τυχαίας συνάντησης, που αλλάζει, ανεπαίσθητα και οπωσδήποτε στιγμιαία και μόνο, τη φύση του μη-τόπου.
Ανάμεσα στις δεκατέσσερις, αριθμημένες ιστορίες, εννιά μη μυθοπλασιακά κείμενα, με τίτλους αυτά κι όχι αριθμούς, εισάγουν έναν άλλο διάλογο του κόσμου –και των περιγραφών του– με τις ιστορίες, των πολλαπλών αναπαραστάσεων και της λειτουργίας τους. Η καθαρίστρια, που μοιάζει αποφασισμένη να μην ξαναδουλέψει ποτέ και επανέρχεται στον χώρο και στις ιστορίες ανεβασμένη στη σκούπα της (υπερνεωτερικό είδωλο μιας μάγισσας που αναπαύεται;), ίσως να έχει προσληφθεί με την γκροτέσκα αγγελία που ζητά μόνιμο προσωπικό καθαριότητας πολύγλωσσο, με προϋπηρεσία και ένα σωρό «soft skills» – και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι δεν είναι αληθινή. Ο γάτος που χάθηκε, συμπαρασύροντας κατά πάσα πιθανότητα στην απώλεια κι έναν μεγάλο έρωτα, ενδέχεται να προστεθεί στα αλλόκοτα απολεσθέντα των αεροδρομίων.
Δημιουργεί μια περίτεχνη, ατμοσφαιρική κατασκευή, όπου όλοι αυτοί οι προβληματισμοί μετουσιώνονται υπαινικτικά στους φόβους, τις αγωνίες, τη μοναξιά των προσώπων, τις φυγές και τις διαφυγές τους, σε ψηφίδες λόγου που επιμένουν να συνδέονται μεταξύ τους, για να φτιάξουν το αραιοπλεγμένο δίχτυ της σύγχρονης ύπαρξης...
Η «Βροχή ζώων» ή η ιστορία του πατέρα της αεροπορίας Ότο Λίλιενταλ, που προηγήθηκε τον αδελφών Ράιτ, μοιάζουν αναδιατυπώσεις των σχετικών λημμάτων της βικιπαίδειας, ελάχιστα πειραγμένη η δεύτερη, η θιβετιανή «ουράνια ταφή» είναι εξίσου υπαρκτή, οι παλαιές δοξασίες για τα αποδημητικά πουλιά επίσης. Αλλά το κείμενο για την παραλία όπου γυρίστηκε η ταινία «Ο ναυαγός», αν και απολύτως πειστικό, μπλέκει ταινίες και παραλίες, αλήθειες και ψέματα, μετακινούμενη προς το πεδίο της μυθοπλασίας, ενδεχομένως μαζί με κάποιες άλλες. Όλες θα μπορούσε να τις διαβάζει η αεροσυνοδός που είναι stand by στο αεροδρόμιο και χαζεύει στο διαδίκτυο, έναν άλλο μη-τόπο ή μια ετεροτοπία που αντανακλά, γεννά κι αναπαράγει λόγους αλήθειας και ψεύδους.
Η Παναγιωτάτου εξερευνά με τα κείμενά της τη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη συνθήκη του τόπου και του χώρου, του παγκόσμιου και του τοπικού, της ταυτότητας και της σχέσης με τον άλλον, στον μη-τόπο αλλά και στον όποιο τόπο, μιας σχέσης εύθραυστης, δύσκολης, πολλαπλά διαμεσολαβημένης, εξίσου φασματικής συχνά με τα πρόσωπα που τη συνάπτουν. Αποτυπώνει τις «πραγματικότητες της διέλευσης» του Ωζέ ως σύγχρονης συνθήκης της ύπαρξης, συνθήκης ρευστότητας, μετάβασης και μεταβατικότητας, σε έναν πλανητικό κόσμο όπου τα όρια ανάμεσα στους τόπους της ταυτότητας και τους μη-τόπους του περάσματος διαρκώς αλλάζουν, μετασχηματίζοντας και τις ταυτότητες και τα όριά τους. Διερωτάται για τους τρόπους με τους οποίους ο λόγος, ως αναπαράσταση και μη αναπαράσταση, ως αυτόνομη πραγματικότητα, μπορεί να αποδώσει αυτή τη συνθήκη, σε ένα κείμενο που αρνείται να αυτοπροσδιοριστεί ειδολογικά, αρνείται τα όρια και θεματοποιεί την κινητικότητά τους. Δημιουργεί μια περίτεχνη, ατμοσφαιρική κατασκευή, όπου όλοι αυτοί οι προβληματισμοί μετουσιώνονται υπαινικτικά στους φόβους, τις αγωνίες, τη μοναξιά των προσώπων, τις φυγές και τις διαφυγές τους, σε ψηφίδες λόγου που επιμένουν να συνδέονται μεταξύ τους, για να φτιάξουν το αραιοπλεγμένο δίχτυ της σύγχρονης ύπαρξης, από το οποίο πιο πολλά κυλάνε και χάνονται παρά μένουν – και μένουν μόνο τα ισχυρά αισθήματα, η αγάπη.
Ίσως οι μόνες συμπαγείς εικόνες να είναι αυτές του τοπικού εντέλει, του Γιουκατάν και του απρόσμενου έρωτα, παρότι κι αυτές διαμεσολαβημένες από την εξωτική οπτική, της πόλης που διασχίζει η έγκυος ανταλλάσσοντας μηνύματα με τον άντρα της και σχολιάζοντάς την σε επίπεδο πολιτισμικής διαφοράς. Κι αυτά τα σχέδια της μοκέτας του αεροδρομίου που διαρκώς επανέρχονται. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια από τις πιο συναρπαστικές προσπάθειες λογοτεχνικής αποτύπωσης των ρευστών καιρών μας και του νέου υποδείγματος που εισάγει σε ανθρωπολογικό επίπεδο και σε επίπεδο λόγου. Το τράνζιτο δεν είναι καινούργιο, ας θυμηθούμε το ομώνυμο βιβλίο της Άννας Ζέγκερς. Αυτό το πλανητικό υπαρξιακό τράνζιτο όμως είναι και η Παναγιωτάτου μας προτείνει μια άρτια λογοτεχνική του εκδοχή.
* Η ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ είναι κριτικός λογοτεχνίας, Καθηγήτρια Θεωρίας και Πράξης της Μετάφρασης στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.