
Για το μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη –τελευταίο μέρος της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους»– «Ορατή σαν αόρατη» (εκδ. Καστανιώτη). Φωτογραφία © Τάσος Βρεττός
Του Νίκου Ξένιου
Μέσα από τα μάτια της κουκουβάγιας (που είναι άλλα, βεβαίως, από τα μάτια του λαγού) θεάται τον κόσμο η αφηγήτρια της Ζυράννας Ζατέλη. Στο Ορατή σαν αόρατη, τρίτο μέρος της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους», που ξεκίνησε το 1995, η Λεύκα, η ghost writer, που εξασφάλισε για μια δεκαετία το «έχειν» της πέννας της γράφοντας στην υπηρεσία της Εζμίρα Σιουντεβά, βγάζει στη φόρα τα ψυχανεμίσματα του νου της, τη «δαιμονιώσα» φύση της (όπως η ίδια η Ζατέλη συνηθίζει να λέει) και τα κρύφια, αυτά που με ελιγμούς αποκαλύπτονται όταν, σαν άλλος Άμλετ, συνομιλεί με τον νεκρό παππού Ντάφκο.
Ο θάνατος της προσχηματικής συγγραφέως
Τι είναι το θέμα του βιβλίου; Είναι το υλικό του λαϊκού παγανιστικού αφηγήματος που μεταπλάθεται σε βίο γεμάτο θαύματα, είναι η αμεσότητα του σώματος που μπαίνει στη θέση του πλατωνισμού και είναι, τέλος, η παιδική ασυνεχής «φωνή» της ενήλικης γυναίκας που ακούγεται σαν πορτογαλική μελωδία fado, με παύσεις αναπνοής που λειτουργούν ως ιντερλούδια στην εξέλιξη της δράσης και με εντυπωσιακές εναλλαγές από την ευπρέπεια (γνώρισμα μιας συγγραφέως που γράφει για λογαριασμό κάποιας άλλης) στην ευτέλεια και την εκδικητικότητα, από το σφάλμα της αντίληψης (συνώνυμο, κατά τους γλωσσολόγους, με την αμαρτία) στην ευθυκρισία και την ωριμότητα του συμπεράσματος, από τη σοβαρότητα στο χιούμορ («Έ, δεν είναι και η Άννα Αχμάτοβα!» λέει σαρκαστικά ο Λάρης-Ιλαρίων, ο εργοδότης της Λεύκας, όταν της συνιστά να δουλέψει για το αμφισβητήσιμο ταλέντο της μαυροντυμένης κυρίας Σιουντεβά).
Είναι το υλικό του λαϊκού παγανιστικού αφηγήματος που μεταπλάθεται σε βίο γεμάτο θαύματα, είναι η αμεσότητα του σώματος που μπαίνει στη θέση του πλατωνισμού...
«Συνέβη όντως, για πάνω από μία δεκαετία, να γράφω για λογαριασμό ενός άλλου ατόμου. Από το 1973 έως τη χρονιά που βγήκε η Περσινή αρραβωνιαστικιά (1984), το πρώτο μου βιβλίο. Και δεν θα μπορούσα να δημοσιεύσω ούτε γραμμή όσο ένιωθα ότι το πρόσωπο αυτό είναι εν ζωή, ακόμη κι αν δεν ήταν σε θέση –για διάφορους λόγους– να διαβάσει τα βιβλία μου. Δεν επιθυμώ όμως να μιλήσω άλλο γι’ αυτό», εξομολογείται η Ζυράννα Ζατέλη στον Γρηγόρη Μπέκο: το αληθές ή ψευδές αυτής της δήλωσης χάνει, φυσικά, τη βαρύτητά του μπροστά στη βαρύτητα της ίδιας της μυθοπλασίας. Έρχεται η κλασική αντιστροφή (δι’ εσόπτρου κάτοπτρον) που δείχνει στη συγγραφέα το ίνδαλμα του άλλου της εαυτού, αυτού του επινοημένου εαυτού που συνιστά άλλοθι για να συνεχίσει την αναζήτηση του «ιδεώδους» αφηγήματος.
«Η Λεύκα θα ευχηθεί αυτός που θα γράψει γι’ αυτήν να μη μπορεί»
«Στις είκοσι μία Ιουνίου του δισχιλιοστού και πέμπτου έτους» η Λεύκα περιφέρεται από χάλασμα σε χάλασμα και συναντά πολλές διαφορετικές εκδοχές της κουκουβάγιας: η μυστηριώδης, ανθρωποπρόσωπη γλαύξ Βάκου-Γιάκου γίνεται ζωϊκή έκφραση της σοφίας, τρυφερή και ζοφερή ταυτόχρονα, νυκτόβια και νυκτάλωψ, ενστιγματική συνομιλήτρια των κοριτσιών της υπαίθρου, εξωλεκτική αφήγηση του ενός που αντιπαλαίει με τη λεκτική αφήγηση του άλλου. Κυρίως, όμως, γίνεται ενσάρκωση του λυρισμού, του πένθους, της ορφάνιας, της εγκατάλειψης, της μητρότητας, της μαγείας. Προέχουσα μορφή του gothic αυτού αφηγήματος, η Οφία είναι μια ακόμη περίπτωση παρέκκλισης, στη μακρά σειρά από μάγισσες, χαρισματικές κι ονειροπαρμένες, γητεύτρες και φιδοσκοτώστρες, φαρμακολύτρες και σημαδεμένες ηρωίδες της Ζυράννας Ζατέλη. Η έρπουσα νάνος με την ανατομική δυσπλασία, λειτουργεί σαν τον «τρελό» του Σαίξπηρ και ζητά από τον τεχνίτη της κουκουβάγιας να της φτιάξει και της ιδίας ένα ομοίωμα γλαυκός: με μαγικο-φαινομενικό τρόπο στοιχειοθετείται η εξαφάνιση και η πτήση της, κατά τρόπον ώστε το περίεργο αυτό πουλί να συγγράφει ένα εκτενές ημερολόγιο γεννήσεων και θανάτων του ανθρωποποιημένου τοπίου. Μέχρι η κουκουβάγια να γίνει εκείνη η γνωστή σύμβουλος-Σέρκα, η γάτα του διαμερίσματος της συγγραφέως.
Ο θραυσματικός χρόνος τώρα ακινητοποιείται και καθυστερεί με το «βλέμμα του εντομολόγου», η δοξασία και η πρόληψη οριστικά εξελίσσονται στην απτή πραγματικότητα ενός πράσινου δωματίου.
Η ουσία, η άλλοτε «σκόρπια σε συμβεβηκότα» όπως έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης, περνά τώρα στο επίκεντρο της αφηγηματικής ροής: «Για μένα τίποτα μυθιστορηματικότερο, εν πολλοίς και αινιγματικότερο, απ’ αυτό που βιώνω επί χρόνια στήνοντας ένα μυθιστόρημα. Κάτι κάποτε προσλάβαμε, που μοιάζει να μας διαφεύγει κι ωστόσο μας διακατέχει, και μέσα απ’ αυτό διαμορφώνουμε τις ζωές μας και φτιάχνουμε την τέχνη μας», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Ζατέλη σε συνέντευξή της στη Μαριαλένα Σπυροπούλου, δίνοντας έτσι μιαν ερμηνεία στη δεκάχρονη αναβολή της ολοκλήρωσης του βιβλίου της. Το δυσερμήνευτο και αλλόκοσμο που ανατρέπει την ειθισμένη πορεία των πραγμάτων, η ευθεία ματιά στην πένθιμη condition humaine μπαίνει στη θέση της «λοξής ματιάς», ο θραυσματικός χρόνος τώρα ακινητοποιείται και καθυστερεί με το «βλέμμα του εντομολόγου», η δοξασία και η πρόληψη οριστικά εξελίσσονται στην απτή πραγματικότητα ενός πράσινου δωματίου.
«Δώσ’ της δύναμη ν’ αντέξει, και να κλάψει, και να παίξει»
«Η ζατελική αφήγηση απεχθάνεται τις ευθείες, τακτοποιημένες γραμμές, προτιμά να ελίσσεται, να φιδογυρίζει, να μας περικυκλώνει στους στροβιλισμούς της», γράφει η Μαρία Ξυλούρη. Και όντως, αυτή η προθετικότητα αποδεικνύεται περίτρανα στην επιλογή της συγγραφέως να διατηρήσει όσο γίνεται ζωντανή την κυρία Σιουντεβά, βάζοντάς την να εκλαμβάνει αφελώς ως ενδιαφέρον τα επινοημένα όνειρα της Λεύκας, ως δικαιολογία για τα επίμονα τηλεφωνήματά της. Μετεωριζόμενη ανάμεσα στην επιθυμία της να την εξαφανίσει και στα ανθρωπιστικά της συναισθήματα προς αυτήν, η Λεύκα αποδεικνύει πως είναι ό,τι απέμεινε από έναν διαλυμένο οικογενειακό ιστό (οι γονείς της, η Θωμαή και ο Νικήτας είναι γκασταρμπάιτερ στη Γερμανία) και πως η κυρία Σιουντεβά είναι το ετερώνυμο –για να επιστρατεύσω εδώ, έναν όρο δανεισμένο από τη λογοτεχνική κριτική που αφορά τον Πεσσόα– μιας μητέρας που είναι μονίμως απούσα. Επιπλέον, η Λεύκα έχει το χάρισμα να ερμηνεύει, σαν άλλη Πυθία, μηνύματα από το Έρεβος του άλλου κόσμου (κληρονομιά, ίσως, της χαμένης δίδυμής της αδελφής). Το ψευδώνυμο Ραμάνθυς δεν είναι, άλλωστε, μια αλλιώτικη εκδοχή του Ραδάμανθυος, εκείνου του χθόνιου, αδέκαστου προελληνικού κριτή;
Η αναζήτηση μιας καταγωγής είναι το θεματικό επίκεντρο μιας σειράς μεταμφιέσεων: Λεύκα είναι το «ετερώνυμο» της Ζυράννας και η κυρία Σιουντεβά, η πηγή από την οποία εκπορεύονται τα συγγραφικά πονήματα μιας ολόκληρης δεκαετίας, είναι το «ετερώνυμο» μιας μητέρας· μιας μητέρας που θα γεννούσε εάν δεν είχε επινοηθεί από την κόρη της. Το δίδυμο της Αρμένισσας και της χαμένης της κόρης Σισίνας (στα πόδια της οποίας το αίμα εμφανίζεται αραιωμένο απ’ το νερό της βροχής) δεν είναι παρά το «ετερώνυμο» του εν λόγω –αναστρέψιμου– διδύμου μάνας-κόρης και το ίδιο ισχύει και για το τρίδυμο Σέρκα-Τριφυλλίας-Ελένης.
Λεύκα είναι το «ετερώνυμο» της Ζυράννας και η κυρία Σιουντεβά είναι το «ετερώνυμο» μιας μητέρας· μιας μητέρας που θα γεννούσε εάν δεν είχε επινοηθεί από την κόρη της.
Τηρουμένων των αναλογιών, η Σισίνα είναι ένα έργο «εν τη γενέσει», μια μικροσκοπική Capella Sixtina στη σκιαγράφηση του οποίου η αρχική συνείδηση –η συγγραφέας– εναποθέτει τα κοσμογονικά οράματά της εν είδει ονείρου. Το πλεονέκτημα της λογοτεχνίας έναντι των εικαστικών τεχνών είναι ότι, στην πρώτη, ο αναγνώστης συμπληρώνει τους όγκους, τα χρώματα, τις φωτοσκιάσεις, ώρες ώρες και το θέμα καθεαυτό.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έβαλε πίσω στο σεντούκι τα τετράδια, περίπου τρεις δεκάδες βαρειά τετράδια, που εκεί βρίσκονταν τόσα χρόνια κι από κει τα είχε ανασύρει κι έμειναν σκεπασμένα μ’ ένα μεγάλο πανί τις τελευταίες μέρες. Αυτά δεν ήταν σημειωματάρια, ήταν ημερολόγια απ’ τα είκοσι τρία ως τα τριάντα τρία της, τον καιρό που δούλευε ως “αόρατη” για την κυρία Σιουντεβά: ό,τι ελάμβανε χώρα, ό,τι λέγαν μεταξύ τους ή αποσιωπούσαν, ό,τι σκέψεις έκανε αυτή για κείνην (όχι πάντα αγαθές) ή υπέθετε ότι μπορεί να έκανε εκείνη γι’ αυτήν, μαζί με ό,τι άλλο συνέβαινε στην ζωή της τότε ή έπλαθε ο νους της, μαζί και τα όνειρα που έβλεπε όταν έπεφτε για ύπνο, όλα ήταν καταχωρημένα μέσα σ’ αυτά τα τετράδια, σοδειές ολόκληρες από χαρτί και μελάνι. Και τι ειρωνεία. Τότε που γέμιζε μία προς μία τις σελίδες τους, καταναγκαστικά σχεδόν, που δεν άφηνε γωνίτσα άγραφη, ήταν σίγουρη ότι μια μέρα θα της χρησίμευαν ως βάση κι εφαλτήριο για ένα ξεχωριστό βιβλίο που θα έγραφε, έκανε όνειρα γι’ αυτό το βιβλίο – τέτοιο φανταστικό υλικό από πρώτο χέρι, τέτοιο θέμα!...
Όμως τώρα δεν ήθελε να τ’ ανοίξει, δεν ήθελε να ξαναπάει εκεί, ούτε δόξα ζητούσε απ’ αυτά ούτε κάποιου είδους δικαίωση ή εκδίκηση. Και ρίγησε που κάποτε το σκεφτόταν κι έτσι, να πάρει πίσω ό,τι απ’ τον εαυτό της έδωσε για να τραφεί η ματαιοδοξία ενός άλλου, έστω κι αν θεωρήσουμε ότι απ’ το “απόθεμά” της το ’δωσε. Μα κιόλας, για την ψυχή των πεθαμένων της το ’κανε; Από απύθμενη καλωσύνη κι ανιδιοτέλεια; Δεν μάζευε έτσι το περιλάλητο υλικό; Δεν έβγαζε συγχρόνως τα προς το ζην της; Αντί να δίνει το παρών κάθε πρωί σε κάποιο γραφείο, κάποια εταιρεία, κάπου οπουδήποτε. Δεν θα της ήταν πολύ πιο “ανώδυνη” και πεζή μια τέτοια εργασία; Τώρα τουλάχιστον, ακόμη κι αν το όνειρο για ένα ξεχωριστό βιβλίο έμελλε να ερμηνευθεί αλλιώς, μέχρι και να ματαιωθεί, της μέναν τα τετράδια στο σεντούκι, άοκνοι συνοδοί επί δέκα χρόνια μιας ιστορίας-φάντασμα». (σελ. 212-213)