Για τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου και της Ελένης Κοφτερού «Άρης» (εκδ. Κίχλη).
Της Χρύσας Φάντη
Στην επιστολική νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου και της Ελένης Κοφτερού, ένας αστροναύτης, μέλος μιας τριμελούς ομάδας επιστημόνων, καλείται να ζήσει για μεγάλο διάστημα στην έρημη επιφάνεια του πλανήτη Άρη, με σκοπό να την ερευνήσει. Τόσο ο ίδιος όσο και οι συνάδελφοί του, Πιέρ και Ιβάν, είναι επιλεγμένοι για την επιστημονική τους επάρκεια και την αφοσίωση στον σκοπό τους. Πρώτο τους μέλημα, η κατασκευή ενός θόλου με υδροπονικά θερμοκήπια, ώστε να εξασφαλιστεί ο αέρας, το νερό και η τροφή. Θα καταφέρουν, όμως, να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από το χάος και το κενό; Θα μπορέσει η μνήμη και το συναίσθημα να συνεχίσουν να λειτουργούν κάτω από αυτές τις συνθήκες;
«Μη φανταστείς ότι η Γη δεν είναι έρημη χωρίς εσένα»
Εκείνος, στα μηνύματα που στέλνει στην σύντροφό του στη Γη, ομολογεί πως δεν είναι πλέον και τόσο σίγουρος για την απόφασή του να αποδημήσει, δεν θυμάται τον λόγο για τον οποίο βρίσκεται τώρα εδώ. Αλλά και αυτή στην οποία απευθύνεται δεν είναι λιγότερο μπερδεμένη. «Το αντικαθρέφτισμα της παρουσίας σου υπήρξε η απουσία» του γράφει στη δική της επιστολή, μια απουσία, που αποκτούσε υπόσταση μέσα απ’ αυτά που μεταξύ τους μοιράζονταν. «Μη φανταστείς ότι η Γη δεν είναι έρημη χωρίς εσένα» του λέει, παρόλο που η μοναξιά της δεν είναι της ίδιας υφής με την ερημιά στον Άρη. Γι’ αυτό και τον προτρέπει να ακούει τουλάχιστον μουσική.
«Σκέφτομαι τον θόλο σας εκεί, στον Άρη, σαν ένα μικρό ξωκλήσι του σύμπαντος» επιμένει η αγαπημένη του, αλλά δεν τον πείθει.
Ο σύντροφός της, βλέποντας τους συναδέλφους του να πασχίζουν να κρατηθούν στη ζωή –ο Ιβάν με την εμμονική κατάφασή του σ’ αυτό το τίποτα που τους περιβάλλει, κι ο Πιέρ δίνοντας αδιέξοδη μάχη για να το φέρει στα μέτρα του–, δεν έχει αυταπάτες. Σε έναν τόπο χωρίς ούτε ένα λουλούδι, ένα κελάηδισμα, μια αστραπή, η μουσική δεν είναι καταφύγιο, είναι ιεροσυλία. Εδώ που βρίσκεται έχει χαθεί το νόημα, ακόμη κι η ερημιά είναι άυλη, δεν υπάρχει χρώμα, ελπίδα, όνειρο, φαντασία. Δεν υπάρχει λύτρωση ούτε στην ενσωμάτωση ούτε στην εναντίωση, ούτε καν στη δύναμη της αγάπης. «Σκέφτομαι τον θόλο σας εκεί, στον Άρη, σαν ένα μικρό ξωκλήσι του σύμπαντος» επιμένει η αγαπημένη του, αλλά δεν τον πείθει. Στα έρημα ξωκλήσια, στα νησιά της πατρίδας του, δεν ένιωθε μόνος, υπήρχε πάντα μια παρουσία. Στην απόλυτη νέκρα, οποιοδήποτε ανθρώπινο σημάδι δεν έχει καμιά σχέση με τα ίχνη που σβήνει το κύμα σε μια γήινη αμμουδιά.
Παρά τη φαινομενικά εξωκοσμική ατμόσφαιρα και τον «παραπλανητικό» τίτλο, η νουβέλα του Μακρόπουλου και της Κοφτερού δεν ενδιαφέρεται να μας δώσει ένα ακόμα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας αλλά μια σύγχρονη αλληγορία, γραμμένη με τρόπο μυθιστορηματικό. Οι συγγραφείς του, ο πρώτος μέσ’ από τη φωνή του επιστήμονα και η δεύτερη μέσ’ από εκείνη της συντρόφου του, με λόγο πυκνό, λυρικό και ταυτόχρονα στοχαστικό και φιλοσοφημένο, αποτυπώνουν μια καθαρά υπαρξιακού τύπου πολιτική και κοινωνική δυστοπία, όχι πολύ διαφορετική από αυτή που ήδη βιώνουμε ως μέλη και μέτοχοι της σύγχρονης παγκόσμιας κοινότητας..
Στον Άρη, το ζεύγος των ερωτευμένων επιστολογράφων, παρόλη την ανωνυμία του, δεν είναι ένα οποιοδήποτε δίδυμο που ζει, κινείται και επικοινωνεί σε χρόνο απροσδιόριστο και υποθετικό. Δεν είναι οι επιστήμονες Πιέρ και Ιβάν πρόσωπα επινοημένα από κάποιους «μυημένους» στα μυστικά του σύμπαντος ή επικεντρωμένους στη μεταφυσική και στη μελλοντολογία. Είμαστε εμείς, με την απληστία, την άγνοια και την α-γνωσία μας, δούλοι της «προηγμένης» τεχνολογίας, βυθισμένοι στη δίνη μιας εσωτερικής εκμηδένισης και σε μια «ρομποτικού τύπου» ομοιομορφία, ένα βήμα πριν την καταστροφή.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σε θολά νερά» (εκδ. Σμίλη).
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Οἱ λέξεις ἐδῶ, Ἑλένη, γλιστροῦν ὅπως ἡ ἄμμος μές’ ἀπὸ τὰ δάχτυλα, γιατὶ ὅ,τι περιγράφουν ἔχει πιὰ χαθεῖ. Τί πάει νὰ πεῖ “φύλλο”; Τί πάει νὰ πεῖ “κοχύλι”; Τί πάει νὰ πεῖ “δέντρο”; Τί πάει νὰ πεῖ “πουλί”;» (σελ. 31)
«Σ’ ἕναν πλανήτη χωρὶς ζωὴ φτωχαίνει τραγικὰ ἡ γλώσσα. Ὅλες οἱ σημασίες τῶν λέξεων χάνονται, ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὴν τῆς ἐρημιᾶς. Δὲ θὰ ἀφήσω νὰ συμβεῖ αὐτό. Θὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ μὴ χάσεις τὸ νόημα ἢ ἔστω τὴν ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ νοήματος. Τώρα ποὺ σοῦ γράφω, ἕνα σύννεφο κρύβει γιὰ λίγο τὸν ἥλιο κι ἀμέσως μετὰ τρέχει σὰν κυνηγημένο νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα ποὺ ἀπομακρύνονται μαζὶ μὲ τὴν πιθανότητα τῆς βροχῆς. Ἴσως σὲ παρηγορεῖ τὸ γεγονὸς πὼς οὔτε στὴ Γῆ ὑπάρχει μιὰ λέξη ποὺ νὰ περιγράφει τὸν ἀπόηχο αὐτῆς τῆς μικρῆς στιγμῆς καθὼς διαπερνᾶ τὰ τοιχώματα τῆς μοναξιᾶς μου». (σελ. 32)