Για το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» (εκδ. Πατάκη). Φωτογραφία: Λεπτομέρεια του πίνακα του John Collier «Κλυταιμνήστρα» (1914) © Worcester City Museums.
Της Λεύκης Σαραντινού
Στο μυαλό δύο διάσημων «φονιάδων» της ελληνικής μυθολογίας, της Κλυταιμνήστρας και του γιου της, Ορέστη, αποπειράται να εισχωρήσει ο Μάνος Κοντολέων με το νέο του μυθιστόρημα που τιτλοφορείται Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας (εκδ. Πατάκη). Και η αλήθεια είναι ότι, για άνθρωπος της σύγχρονης εποχής που δεν έζησε ποτέ στον μυθικό κόσμο των Μυκηνών, πετυχαίνει τον παραπάνω στόχο στον μέγιστο ικανοποιητικό βαθμό.
«Νομίζω πως, αν έπρεπε να διαλέξω το χρώμα που ταιριάζει στις Μυκήνες, το χρώμα του αίματος θα διάλεγα. Το κόκκινο.
Είναι το χρώμα της εξουσίας και το χρώμα που ερεθίζει τον άνδρα. Χρώμα με ξεκάθαρο μήνυμα – ή νικάς ή πεθαίνεις».
Με τέτοιου είδους φράσεις, όπως την παραπάνω, την οποία βάζει ο συγγραφέας στο στόμα του Ορέστη, αναπτύσσεται η προοικονομία στο μυθιστόρημα, μια προοικονομία για το τραγικό τέλος μιας από τις γνωστότερες ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας, η οποία παρεισφρέει σε πολλά σημεία του βιβλίου.
Με αυτόν τον τρόπο και με την πυκνή, αλληγορική σε πολλά σημεία του βιβλίου, γλώσσα που διαθέτει, καθώς και με μια έντονα φιλοσοφική και αποφθεγματική διάθεση, καταφέρνει ο Μάνος Κοντολέων να δημιουργήσει ατμόσφαιρα η οποία θυμίζει την ατμόσφαιρα των αρχαίων τραγωδιών στις οποίες δεσπόζουν οι έννοιες της Ύβρις και της Νέμεσις. Σε αυτό συμβάλλουν και τα μικρά αποσπάσματα από την τραγωδία Ορέστης του Ευριπίδη που ο συγγραφέας εγκιβωτίζει εντέχνως στο κείμενό του.
Σκοπός του Κοντολέων δεν είναι η αφήγηση της γνωστής ιστορίας από την ελληνική μυθολογία για τον οίκο των Ατρειδών και την περίφημη κατάρα του, δηλαδή τον φόνο του Αγαμέμνονα από τη σύζυγό του την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο και, κατόπιν, τη δολοφονία των δύο δολοφόνων από τον μητροκτόνο Ορέστη. Αντιθέτως, ο Κοντολέων δημιουργεί ένα μυθολογικό ψυχογράφημα εισδύοντας στα άδυτα της ψυχής μιας γυναίκας καταπιεσμένης και μοναχικής, η οποία κουβαλά στους ώμους της το φορτίο της άνασσας, δηλαδή της βασίλισσας των Μυκηνών.
Ο Κοντολέων δημιουργεί ένα μυθολογικό ψυχογράφημα εισδύοντας στα άδυτα της ψυχής μιας γυναίκας καταπιεσμένης και μοναχικής, η οποία κουβαλά στους ώμους της το φορτίο της άνασσας, δηλαδή της βασίλισσας των Μυκηνών.
Κορύφωση του δράματος αποτελεί, φυσικά, η στιγμή της δολοφονίας της Κλυταιμνήστρας από τον ίδιο της τον γιο τον Ορέστη. Πρόκειται για την πιο τραγική στιγμή στη ζωή μιας μάνας, αλλά και μια από τις τραγικότερες ολόκληρης της ελληνικής μυθολογίας. Τι να σκεφτόταν άραγε η Κλυταιμνήστρα τη στιγμή που τη σκότωνε το ίδιο της το σπλάχνο; Αφορμώμενος από το ίδιο ερώτημα γράφει το μυθιστόρημά του ο Κοντολέων.
«Μα ό,τι δεν σου χαρίστηκε με ποιο τρόπο εσύ θα το δωρίσεις;
Οι πράξεις των άλλων γεννούν τις δικές μας... Κάποια στιγμή. Ακόμα και μετά από χρόνια!»
«Κανείς δεν αντέχει μια μόνιμη υπενθύμιση πράξεως ανίερης. Γι' αυτό και, κάποια στιγμή, την πηγή των τύψεων θα την καταστρέψει».
Οι Ερινύες είναι μόνιμος σύντροφος μάνας και γιου, ιδίως του γιου. Οι σύντομες πρωτοπρόσωπες μαρτυρίες του ίδιου του Ορέστη, παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μεγαλύτερες τριτοπρόσωπες διηγήσεις από την πλευρά του συγγραφέα που αφορούν τη βασίλισσα των Μυκηνών. Και οι δύο αφηγήσεις, όμως, εστιάζουν πρωτίστως στην ψυχολογία των δύο πρωταγωνιστών.
«Καλά φυλαγμένη η υπενθύμιση ενός εγκλήματος-μίσος που είχε μάθει να περιμένει. Ναι, η υπομονή είναι η τροφή της εκδίκησης».
«Μα και τα χρόνια κάποτε σώνονται. Ο μόνος χρόνος που δε λήγει είναι ο χρόνος των νεκρών».
Το γεγονός ότι γνωρίζουμε το τέλος της ιστορίας γεννά μια εντελώς διαφορετική αίσθηση αναγνωστικής απόλαυσης και μοιραία εστιάζουμε όχι στο τι θα γίνει παρακάτω, αλλά στο πώς θα αισθάνονται οι ήρωες του δράματος βιώνοντας τα γνωστά σε όλους γεγονότα. Αξιοσημείωτο είναι πάντως και το γεγονός ότι, αν και ο συγγραφέας επικεντρώνεται, φυσικά, στα συναισθήματα και την ψυχολογία των δύο πρωταγωνιστών, δεν αφήνει απ' έξω από τις κρίσεις και τις περιγραφές του και τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ιστορίας: την Ωραία Ελένη, τον Αίγισθο, τη Λήδα, τον Τυνδάρεω, την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα, τον Τάνταλο, ακόμη και τον Αγαμέμνονα.
Οι σκιές που κυνηγούν την Κλυταιμνήστρα είναι αυτές που διατρέχουν όλη την αφήγηση και κινούν τη δράση: η κατάρα της γενιάς των Ατρειδών, το βάρος της βασιλικής κληρονομιάς της, η σχέση της με τον Αγαμέμνονα, η σχέση της με τον Αίγισθο, αλλά και τον Τάνταλο, οι Ερινύες και, τέλος, ο γιος της ο Ορέστης. Αυτές είναι και η προοικονομία που προδικάζει το μοιραίο τέλος. Στο βιβλίο παρουσιάζεται ολόκληρη η ζωή της Κλυταιμνήστρας, από τη γέννησή της, το πέρασμά της από την παιδική στη γυναικεία φύση, ο γάμος της με τον Αγαμέμνονα, η γέννηση των παιδιών της και η σύναψη του παράνομου ερωτικού της δεσμού με τον Αίγισθο, ως και τη στιγμή που η ίδια γίνεται πρώτα θύτης και κατόπιν θύμα.
Ο σκοπός της αφήγησης, όπως σε όλες τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, είναι να φτάσουν οι ήρωες στην κάθαρση μέσα από τις εξιλεωτικές πράξεις τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει και για τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά και τους αναγνώστες. Εν ολίγοις, πρόκειται για μία πρωτότυπη και ευρηματική μυθιστορηματική επισκόπηση «εκ των έσω», δύο διάσημων ηρώων της ελληνικής μυθολογίας, του Ορέστη και της Κλυταιμνήστρας.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία» (εκδ. Ενάλιος).