Για το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» του Διονύση Μαρίνου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Του Κώστα Δρουγαλά
«Το μπλε που σε τυλίγει είναι η στάχτη του καμένου χρόνου».
Μιχάλης Γκανάς
Το τέταρτο μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου με τίτλο Μπλε ήλιος είναι μία ιστορία που έχει ως κεντρικό της άξονα την αγάπη στις πολλαπλές μορφές της: την αγάπη ως βίωμα, ως ανάμνηση, αλλά κυρίως την αγάπη ως απώλεια και ως χαμένη δυνατότητα. Στο μυθιστόρημα συναντούμε τρεις κεντρικούς πρωταγωνιστές, τη Μαριάννα, τον Γεράσιμο και τον Ιάσονα· καθόλου τυχαία όμως, ο Μαρίνος δίνει περισσότερο χώρο στη Μαριάννα, στον χαρακτήρα που στο πρόσωπό του συνενώνονται όλα τα νοήματα του βιβλίου.
Το ύφος του Μαρίνου είναι παράλληλα λυρικό και μινιμαλιστικό, γνήσιο αποτέλεσμα συγγραφικής ωριμότητας.
Ο Γεράσιμος εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος κι έχει παντρευτεί με συνοικέσιο τη Μαριάννα ύστερα από πίεση της οικογένειάς του. Είναι άνθρωπος μονόχνοτος, λιγομίλητος, απόμακρος, κρυψίνους. Η Μαριάννα, η νεότερη σύζυγός του, έχει προσαρμοστεί στον στερεότυπο ρόλο της νοικοκυράς, έχοντας υποτάξει τις επιθυμίες της για χάρη του συζύγου και των παιδιών της· μία ακόμη περίπτωση ανθρώπου που δεν κατάφερε να κάνει την επανάστασή του. Ο συγγραφέας, με τρόπο πετυχημένο, επαναφέρει μέσα στις σελίδες του βιβλίου του το μοτίβο της μύγας που βρίσκεται παγιδευμένη στο ποτήρι.
Η ιστορία ξεκινά όταν ο Γεράσιμος παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο κι ο Ιάσονας, ένας νεότερος άντρας, του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Η νοσηλεία στη ΜΕΘ ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της οικογένειας του Γεράσιμου, ειδικότερα της Μαριάννας. Φόβοι, ντροπές, ανεπάρκειες, αγωνίες, ενοχές, όλα βγαίνουν στην επιφάνεια με τρόπο καταιγιστικό. Ακόμη όμως κι ο Ιάσονας, ο σαραντάρης συγγραφέας που γλιτώνει τον Γεράσιμο από τα χειρότερα, με αφορμή το εγκεφαλικό επεισόδιο, συνειδητοποιεί πως κι η δική του ζωή είναι εγκλωβισμένη μέσα στη ματαιότητα και στις συμβάσεις.
O Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και επί τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (μεταφρασμένη λογοτεχνία). |
Το ύφος του Μαρίνου είναι παράλληλα λυρικό και μινιμαλιστικό, γνήσιο αποτέλεσμα συγγραφικής ωριμότητας. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα η γραφή του γίνεται τόσο σαφής και ειλικρινής, που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε «συνεργατική» ανάμεσα στον συγγραφέα και στους χάρτινους ήρωές του. Η μοναδική αναγνωστική ένσταση είναι κάποιες άσκοπες επιβραδύνσεις που ίσως θα μπορούσαν να παραληφθούν προκειμένου να προσδώσουν στο μυθιστόρημα ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
Ο Μπλε ήλιος είναι ένα μυθιστόρημα ρεαλιστικό, ωμό στην αποτύπωση της πραγματικότητας – κι αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή του. Η αγάπη που αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου δεν είναι ρομαντική ή εξεζητημένη, αλλά πεζή, δυσβάσταχτη, ενίοτε κι εξουσιάζουσα. Έτσι εμφανίζεται η αγάπη: ως ένα σαρωτικό συναίσθημα που στέκεται γυμνό μπροστά στα μάτια των αναγνωστών. Πέρα όμως από αυτό, το μυθιστόρημα παρατηρεί κι άλλα: την αστική ηθική που συνθλίβει τα όνειρα των πρωταγωνιστών· τη ζωτική ανάγκη για νοηματοδότηση της καθημερινότητας· τη συναισθηματική επιβίωση· τη σταδιακή αποξένωση που δημιουργείται από λόγια που δεν ειπώθηκαν. Και τέλος, τη ματαίωση νοημάτων και προσδοκιών, σαν μισογραμμένες σελίδες που τις σβήνει ο χρόνος.
* O ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» (εκδ. Πικραμένος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι ήχοι του σπιτιού τής φαίνονται απόκοσμοι. Νόμιζε πως ζούσε σε ένα σπίτι φτιαγμένο από σιωπές που μαζεύονταν πάνω από το κεφάλι όπως οι ιστοί της αράχνης. Ποτέ άλλοτε δεν είχε προσέξει τον θόρυβο που κάνει το ψυγείο μέσα στη νύχτα, το επίμονο τρίξιμο του πατώματος, το μεταλλικό σούρσιμο του νερού στις σωληνώσεις. Το σπίτι εξακολουθούσε να έχει τη δική του ζωή, αδιατάραχτη από όσα συνέβαιναν σ’ αυτούς που το κατοικούσαν. Το σπίτι ζει γι’ αυτήν. Υποκαθιστά την ενεργητικότητα που της λείπει με ήχους που μοιάζουν άλλοτε με βογκητό κι άλλοτε με χάχανο».