
Για το βιβλίο «Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του» του Μπένη Νατάν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Κεντρική εικόνα: © Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας.
Της Έλενας Χουζούρη
Μέχρι περίπου το 2000, το Ολοκαύτωμα των 66.000 Ελλήνων Εβραίων, με βασικό κορμό εκείνο των Θεσσαλονικέων σεφαραδιτών, ήταν αποσιωπημένο από την σύγχρονη δημόσια Ιστορία και, εν πολλοίς, σχετικά άγνωστο στις νεότερες γενιές. Η σιωπή αυτή- ένοχη σε κάποιες περιπτώσεις, όπως της Θεσσαλονίκης- αρχίζει να σπάει από το 2000 και μετά, και σήμερα έχουμε και ιστορικές μελέτες και δοκίμια και προπαντός μαρτυρίες επιζώντων από τα στρατόπεδα εξόντωσης, κυρίως του Άουσβιτς. Χωρίς το ερεβώδες και τρομακτικό αυτό κεφάλαιο να έχει εξαντληθεί, υπάρχει ένα έλλειμμα όσον αφορά τον αντίκτυπο που είχε το Ολοκαύτωμα στην γενιά των παιδιών των επιζώντων, και πόσο τραυματικά έχει βιωθεί από αυτήν ως παραδομένο Τραύμα. Όποιος έχει επιχειρήσει να ερευνήσει το πλέον αποτροπιαστικό αυτό κεφάλαιο της ανθρώπινης Ιστορίας, από καταβολής κόσμου, σίγουρα θα έχει εκπλαγεί από το πόσο η γενιά εκείνων που γεννήθηκαν μετά το Ολοκαύτωμα φέρει βαθιά μέσα της το Τραύμα των γονιών και της οικογένειάς της, πόσο βαραίνει στην Μνήμη της αυτό το, σχεδόν, ανείπωτο που δεν έζησε η ίδια, πόσο ταυτίστηκε με όσους χάθηκαν στο Άουσβιτς και στα στρατόπεδα εξόντωσης, για πολλούς από τους οποίους είχαν διασωθεί μόνον τα ονόματα τους και πολύ αργότερα και οι προσωπικές τους ιστορίες. Πόσο τα φαντάσματα των ανθρώπων που χάθηκαν καταδυναστεύουν και την Μνήμη αυτής της γενιάς; Πόσο τα αισθήματα απώλειας και ενοχής, κανοναρχούν και την δική της ζωή. Πώς μπορεί να διαχειριστεί κανείς ένα τέτοιο βαρύ φορτίο; Πώς μπορεί να απαλλαγεί από αυτό και να στήσει την ζωή του χωρίς να τον κυνηγάει; Ή δεν μπορεί και τελικά απαλλάσσεται από αυτό μόνον όταν και ο ίδιος φύγει από την ζωή;
Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το πόνημά του ως μυθιστορηματικό χρονικό, αλλά, πιστεύω, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός περιορίζει την λογοτεχνική του ευρύτητα.
«Η σχέση μας με τους γονείς μας ολοκληρώνεται με τον δικό μας θάνατο, όχι με τον δικό τους. Για μένα το Άουσβιτς θα τελειώσει μαζί με την ζωή μου» ομολογεί με, αφοπλιστικά, τραγική ειλικρίνεια, ένα από τα παιδιά των ομήρων, ο Μπένης Νατάν, συγγραφέας της πρώτης λογοτεχνικής κατάθεσης της γενιάς του που βλέπει το φως της δημοσιότητας, με τον εύγλωττο τίτλο «Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του».
![]() |
Ο Μπένης Νατάν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1954. |
Ο Νατάν γεννημένος στην Θεσσαλονίκη το 1954, μεγαλωμένος σ’ αυτήν έως τα 14 του, οπότε η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Αθήνα, φεύγει για σπουδές στο Ισραήλ, πραγματοποιεί μια εντυπωσιακή καριέρα ως επιστήμονας -καθηγητής αεροδιαστημικής στο ΤΕΧΝΙΟΝ [το ισραηλινό Πολυτεχνείο] και έπειτα από μισόν περίπου αιώνα από τον φυσικό θάνατο του πατέρα του, Μωύς, αισθάνθηκε έτοιμος να αναμετρηθεί με την βαριά οικογενειακή του Μνήμη. Και επέλεξε την γραφή, την λογοτεχνία για να τον οδηγήσει να ανακαλύψει, όχι χωρίς συναισθηματικό τίμημα, τις οδυνηρές αλήθειες της οικογένειας του. Το αναμφισβήτητα λογοτεχνικό κείμενο που μας παραδίδει δεν είναι, ούτε μόνον μαρτυρία, ούτε μόνον αυτοβιογραφία, ούτε μόνον βιογραφία, ούτε μόνον μυθοπλασία αλλά εμπεριέχει και τα τέσσερα είδη, έτσι ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως μυθιστορηματική βιογραφία, είτε ως βιωματική μετα-μυθοπλασία. Προσωπικά κλίνω προς την βιωματική μετα-μυθοπλασία. Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το πόνημά του ως μυθιστορηματικό χρονικό, αλλά, πιστεύω, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός περιορίζει την λογοτεχνική του ευρύτητα.
Στις σελίδες του βιβλίου του Μπένη Νατάν Το μέλλον του ήταν στο παρελόν του παρακολουθούμε την ιστορία του Μωύς, ενός Θεσσαλονικιού Εβραίου, ο οποίος αφού διασώζεται από το Άουσβιτς επιστρέφει στην γενέτειρα του Θεσσαλονίκη και προσπαθεί να στήσει εκ νέου την δεύτερη ζωή του, έχοντας πάντα βαθιά μέσα του το μεγάλο τραύμα της απώλειας της οικογένειας του, της γυναίκας του και των δύο θυγατέρων του αλλά και την ενοχή ότι δεν μπόρεσε να τις σώσει. Η δεύτερη αυτή ζωή του Μωύς χωράει μέσα σε τρία κεφάλαια του βιβλίου που σηματοδοτούν χρονικά και την πορεία της, από τέλος του πολέμου έως τον φυσικό θάνατο του ήρωα. Παρακολουθούμε τον Μωύς μαζί με τον μοναδικό διασωθέντα αδελφό του Οβαδιά, να επιχειρούν την κάθοδο, από την Πολωνία προς την Θεσσαλονίκη, διασχίζοντας, χώρες και πόλεις, αλλάζοντας τραίνα και σταθμούς, αδύναμοι αλλά αποφασισμένοι να φτάσουν στην γενέτειρά τους. Φορτωμένοι με τρομακτικές εικόνες που προσπαθούν να απωθήσουν, και με αγωνιώδη ερωτηματικά τι θα βρούν στην Θεσσαλονίκη που άφησαν πίσω τους. Ποιοι και τι θα έχει απομείνει από την προπολεμική πόλη που είχαν γνωρίσει και είχαν δημιουργήσει μια καλοστρωμένη ζωή. Ο Μωύς, ο μεγαλύτερος, είναι πιο απαισιόδοξος, πιο συγκρατημένος αλλά και πιο δυνατός, πιο αποφασιστικός. Ο Οβαδιάς, πιο αισιόδοξος αλλά πιο αδύναμος σαν χαρακτήρας. Εκτός από την φοβερή απώλεια των δικών τους ανθρώπων το Άουσβιτς βαραίνει στην ψυχή και των δύο αδελφών με ένα προσωπικό τους μυστικό που ο συγγραφέας αποκαλύπτει στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Στο μεταξύ ο Μωύς προχωρεί και αρχίζει σταδιακά να στήνει την δεύτερη ζωή του. Με πολλές δυσκολίες συναισθηματικές και πρακτικές: Στο σπίτι του μένει μια οικογένεια Ελλήνων προσφύγων από την, κατά την διάρκεια του πολέμου, βουλγαροκρατούμενη, Ανατολική Μακεδονία, την επιχείρησή του την έχουν ιδιοποιηθεί δύο Θεσσαλονικείς, από αυτούς που αποκαλούνται χριστιανοί. Αναγκάζεται να αρχίσει δικαστικό αγώνα για να καταφέρει να σώσει κάτι από την καταπατημένη επιχείρηση του. Στο τέλος σώζει το σπίτι του – η οικογένεια που μένει σ’ αυτό φεύγει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα- αλλά όχι την παλιά επιχείρηση του. Το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος καθόλου δεν τον βοηθάει να ανακτήσει την περιουσία του, όπως και τους άλλους διασωθέντες ομοθρήσκους του που έχουν βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση. Ο Μωύς όμως δεν πτοείται, συνεχίζει τις προσπάθειες για την αναδημιουργία της δεύτερης ζωής του, παρά το ότι δεν είναι λίγες οι φορές που τα φαντάσματα του παρελθόντος επανέρχονται και τον καταβυθίζουν στην θλίψη και την σιωπή. Αποφασίζει να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να διαιωνίσει την ζωή. Η, κατά αρκετά χρόνια νεότερη του, Λουίζα, ρωμανιώτισα Εβραία από την Κέρκυρα, γίνεται η δεύτερη σύζυγος του και μητέρα του μοναχογιού τους, Μπένη. Βήμα το βήμα, ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς στήνονται όλες οι καθημερινές στιγμές του καινούργιου βίου του Μωύς, ευχάριστες και δυσάρεστες, έτσι ώστε να αποκτήσει μια πολυσύνθετη εικόνα, η οποία ολοκληρώνεται με τον φυσικό θάνατο του ήρωα. Μέχρι τον θάνατο του Μωύς, στα τρία πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Την αφηγείται ο συγγραφέας υιοθετώντας το μυθιστορηματικό προσωπείο του Μωύς. Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αφαιρεί το μυθιστορηματικό προσωπείο του Μωύς, αποκαλύπτει ότι είναι ο γιος του και σε πρωτοπρόσωπη πια αφήγηση μας οδηγεί στα μονοπάτια του δικού του βίου, όπως κυρίως διαμορφώνεται μετά τον θάνατο του πατέρα του. Στο ίδιο κεφάλαιο ο αυτοβιογραφούμενος πια συγγραφέας αποκαλύπτει και το μυστικό που βάραινε τους δύο διασωθέντες αδελφούς, Μωύς και Οβιαδά και που, σύμφωνα με την πεποίθησή του, καθόρισε και τον μετά-Άουσβιτς βίο τους.
(...) παρά το γεγονός ότι μεταπλάθει λογοτεχνικά τον πατρικό βίο, παρά το ότι έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του την Μνήμη του Ολοκαυτώματος και την έχει βαθιά μέσα του εσωτερικεύσει, στην πρώτη λογοτεχνική του κατάθεση, καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί από αυτήν.
Ο Νατάν εκτός από την αφήγηση του μετά-Άουσβιτς, βίου του Μωύς, ανασυστήνει με αναπαραστατική δεξιοτεχνία την μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, όπως την έζησε η αποψιλωμένη πια και τραυματισμένη εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Οι εικόνες και τα περιστατικά εναλλάσσονται στο βιβλίο με την μορφή μικρών υποκεφαλαίων των οποίων οι τίτλοι σηματοδοτούν και το περιεχόμενο τους, π.χ «Ξεκίνημα», «Πρώτες δουλειές», «Απρόβλεπτες συναντήσεις», Γάμος εν όψει», «Η περιτομή», «Το σπίτι», «Μέρτεν» και άλλα σχετικά. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο συγγραφέας, παρά το γεγονός ότι μεταπλάθει λογοτεχνικά τον πατρικό βίο, παρά το ότι έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του την Μνήμη του Ολοκαυτώματος και την έχει βαθιά μέσα του εσωτερικεύσει, στην πρώτη λογοτεχνική του κατάθεση, καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί από αυτήν. Υποδύεται αλλά δεν ταυτίζεται με τον πατέρα του, και αυτό συντελεί ώστε να αφηγείται τον πατρικό βίο με την ψυχραιμία του παντογνώστη αφηγητή. Δεν αισθηματολογεί, δεν αφήνεται σε μελοδραματισμούς ακόμα και σε ευνοϊκές για κάτι τέτοιο περιπτώσεις, υιοθετεί λόγο απέριττο, δωρικό χωρίς καλολογικά στοιχεία, στέκεται στα ουσιώδη και αφήνει απέξω τα περιττά, έχει έντονη την αίσθηση της οικονομίας, δημιουργεί θα έλεγα μια γεωμετρική κατασκευή. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου όπου κυριαρχεί το αυτοβιογραφικό στοιχείο, ο Νατάν, χωρίς πλέον την έγνοια της ευθύνης για την λογοτεχνική μετάπλαση του πατρικού βίου, εμφανίζεται πιο χαλαρός, πιο οικείος. Με ειλικρίνεια παραθέτει τώρα την δική του ζωή, που μοιράστηκε ανάμεσα στην Ελλάδα της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας και στο Ισραήλ της ενηλικίωσης και την ωρίμασης, των δυσκολιών να χαράξει και να στήσει την δική του πορεία σε μία χώρα που δεν την γνώριζε, με όλα τα πιθανά εμπόδια που συνάντησε σε αυτήν αλλά και τις ευκαιρίες που του έδωσε να προχωρήσει. Και η κληρονομιά της πατρικής Μνήμης; Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του:
«Το σύνδρομο της δεύτερης γενιάς. Οι φοβίες μου και οι δεισιδαιμονίες μου. Δεν θέλω να λέω καλά λόγια για τα παιδιά μου, ή για τις εγγονές μου, γιατί φοβάμαι την «καλή τύχη». Μέσα μου υπάρχει κάτι ριζωμένο που, με όλη μου την επιστημονική σκέψη και τον ορθολογισμό, δεν μπορώ να το αποβάλω… Όλοι οι άνθρωποι της γενιάς μου, παιδιά Θυμάτων του Ολοκαυτώματος, έχουμε τα ίδια συναισθήματα, είτε είμαστε από την Θεσσαλονίκη, από τη Βουδαπέστη ή την Βαρσοβία. Είτε στο σπίτι μιλούσαν ελληνικά, λαντίνο ή γίντις. Το Άουσβιτς είναι ακόμη εκεί».
Κλείνοντας, θεωρώ ότι το βιβλίο του Μπένη Νατάν έχει μία οικουμενική διάσταση και επιπλέον προσφέρει κλειδιά στο να κατανοηθούν οι ευαισθησίες των απανταχού Εβραίων και κυρίως των Ισραηλινών Εβραίων.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας, Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.