Για τα τα μυθιστορήματα των Ισίδωρου Ζουργού «Περί της εαυτού ψυχής» (εκδ. Πατάκη) και Στέφανου Δάνδολου «Η δίκη που άλλαξε τον κόσμο» (εκδ. Ψυχογιός).
Του Μάνου Κοντολέων
Ο Ισίδωρος Ζουργός (γεν. 1964) και ο Στέφανος Δάνδολος (γεν. 1970) ανήκουν στην ίδια γενιά των σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων. Ο Ζουργός εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα το 1995, ενώ ο Δάνδολος το 1996. Μέχρι σήμερα, ο μεν ένας έχει υπογράψει 10 έργα, ο δε άλλος 12. Παράλληλες, λοιπόν, οι συγγραφικές τους πορείες, αλλά και με διακριτές διαφορές.
Καθώς έτυχε να παρακολουθήσω τα κατά καιρούς συγγραφικά τους αποτυπώματα από τις πρώτες κιόλας τους εμφανίσεις, έχω σχηματίσει την εντύπωση πως με τα δυο πλέον πρόσφατα μυθιστορήματά τους οι ταυτίσεις όσο και κυρίως οι διαφορές αποκτούν μια ξεκάθαρη μορφή και ως ένα βαθμό μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως εκφράζουν και τις προτιμήσεις δύο πλατύτερων –μα και αρκούντως απαιτητικών– κατηγοριών αναγνωστών των ελληνικών ιστορικών μυθιστορημάτων.
Η μια κατηγορία θα έλεγα πως προτιμά μια ενδοσκοπική ματιά στην Ιστορία, η άλλη, πάλι, στρέφεται προς έργα που χωρίς να απαξιώνουν τον σχολιασμό, στηρίζονται περισσότερο σε μια ελεύθερη απόδοση χαρακτήρων και καταστάσεων. Ο Ζουργός αφού με τρία ή ίσως και τέσσερα έργα του ασχολήθηκε με υπαρξιακές όσο και ερωτικές ανησυχίες ανθρώπων της γενιάς του, δείχνει σαφώς πλέον την προτίμησή του –μα και την οξυμένη ικανότητά του– προς ιστορικά μυθιστορήματα φιλοσοφικών σκέψεων και γεωγραφικών περιπλανήσεων. Ο Δάνδολος, πάλι, αφού αναζήτησε σε προηγούμενα έργα του να καταγράψει κοινωνικά όσο και ατομικά αδιέξοδα, δείχνει κι αυτός με τα πλέον πρόσφατα μυθιστορήματά του να έχει στραφεί προς αναζήτηση ποικίλων σχέσεων μέσα από γνωστά ιστορικά πρόσωπα. Με άλλα λόγια, η Ιστορία αποτελεί τον χώρο που οι δυο συγγραφείς σε μια περίοδο ηλικιακής και συγγραφικής ωριμότητας καταφεύγουν.
Ο Ζουργός δείχνει σαφώς πλέον την προτίμησή του –μα και την οξυμένη ικανότητά του– προς ιστορικά μυθιστορήματα φιλοσοφικών σκέψεων και γεωγραφικών περιπλανήσεων. Ο Δάνδολος, πάλι, δείχνει κι αυτός με τα πλέον πρόσφατα μυθιστορήματά του να έχει στραφεί προς αναζήτηση ποικίλων σχέσεων μέσα από γνωστά ιστορικά πρόσωπα.
Και νομίζω πως αυτό ακριβώς τους έχει κάνει ιδιαίτερα αγαπητούς σε πολυάριθμους αναγνώστες – εδώ και καιρό το βιβλιόφιλο κοινό, συμπιεσμένο ανάμεσα σε οικονομικά, κοινωνικά, ενίοτε και εθνικά αδιέξοδα, καταφεύγει σε μια μορφή ψυχολογικής ενίσχυσης μέσω της επαφής του με την Ιστορία του τόπου.
Παρόλα αυτά, οι τεχνικές με τις οποίες οι δυο αυτοί συγγραφείς καταγράφουν τις ιστορικές περιόδους και τους χαρακτήρες, έχουν ουσιαστικές διαφορές. Και για να γίνω περισσότερο συγκεκριμένος, χρησιμοποιώ ως παραδείγματα τα δυο αυτά τελευταία τους μυθιστορήματα.
Το Περί της εαυτού ψυχής έχει ως κεντρικό πρόσωπο και αφηγητή τον Σταυράκιο Κλαδά, νοτάριος και αντιγραφέας ο ίδιος, χαρακτήρας μυθιστορηματικός, που στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, και όντας πλέον σε βαθιά γεράματα, καταγράφει τις αναμνήσεις του από μια πολυτάραχη ζωή. Η αφήγηση ενός ηλικιωμένου είναι μια τεχνική που ο Ζουργός έχει κι άλλες φορές χρησιμοποιήσει κι αυτό δείχνει και τη διάθεσή του να αφηγείται με τρόπο όπου ο αφηγηματικός σχολιασμός συνυπάρχει με εμπειρία ζωής και βαθύ αναστοχασμό.
«Το πέρασμα του χρόνου είναι ένα μονοπάτι που ανηφορίζει, στην κορυφή του βρίσκονται τα γηρατειά, εκεί είμαι τώρα και περιμένω. Κρατώ στα χέρια μου τη γραφίδα κι αναμένω το κατρακύλισμα της μνημοσύνης». (σελ. 17)
Αυτή η αφηγηματική τεχνική υποστηρίζεται με τη χρήση ενός πλούσιου λεξιλόγιου και απρόσμενων παρομοιώσεων.
«Οι εργάτριες, ιδρωμένες, έδιωχναν κάθε τόσο με πανιά τις σφήκες, που ορέγονταν τη νεαρή σάρκα κι επέμεναν να πέφτουν πάνω τους σαν επιβήτορες». (σελ. 241)
Μια ακόμα χαρακτηριστική συγγραφική διάθεση είναι οι λεπτομερείς περιγραφές τόπων ή πόλεων.
«Στο πλατύ λιθόστρωτο, αλλά και στις στοές κάτω από τις στεγασμένες καμάρες, συνωστίζονταν βουερά πλήθη περαστικών… Μυρωδιά σκόνης και ιδρώτα, αποφορά από τα κλουβιά των πτηνών, τα πατημένα φρούτα και τα λαχανικά, που έλιωναν κάτω από απρόσεχτα σανδάλια και τσαγγία». (σελ. 28)
Κι όπως τα μυθιστορηματικά πρόσωπα συνομιλούν με πρόσωπα που η ζωή τους έχει καταγραφεί από την Ιστορία, ο αναγνώστης του μυθιστορήματος σχηματίζει δικαιολογημένα την εντύπωση πως διαβάζει ένα μυθιστόρημα κλασικών προδιαγραφών, αλλά και παράλληλα πως μυείται στους ιδεολογικούς στοχασμούς μιας μακρινής εποχής.
Ο Ζουργός –σε μια γενική παρατήρηση– δεν είναι ο συγγραφέας που στέκεται ιδιαίτερα στις σχέσεις των ηρώων του, έτσι όπως αυτές τυχόν θα επηρέαζαν την εξέλιξη του μύθου. Προτιμά να χρησιμοποιεί τους χαρακτήρες με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αυτοί που θα φέρουν σε πρώτο επίπεδο πρόσληψης τα νήματα που κίνησαν τους τροχούς της Ιστορίας και την πορεία των Ιδεών.
Ο Ζουργός –σε μια γενική παρατήρηση– δεν είναι ο συγγραφέας που στέκεται ιδιαίτερα στις σχέσεις των ηρώων του, έτσι όπως αυτές τυχόν θα επηρέαζαν την εξέλιξη του μύθου. [...] Η γλώσσα του Δάνδολου είναι μια γλώσσα με στέρεα δομή, χωρίς λεκτικές ακρότητες. Γλώσσα που εξυπηρετεί μια αφήγηση προορισμένη να ικανοποιήσει και έναν μέσο αναγνώστη, αλλά και ένα περισσότερο απαιτητικό.
Από τη δική του συγγραφική σκοπιά, ο Δάνδολος (και αφού είχε αναζητήσει να φωτίσει με μια διαφορετική προσέγγιση την προσωπικότητα του Νέρωνα) «μυθιστορηματοποίησε» τη σχέση Πηνελόπης Δέλτα και Ίωνα Δραγούμη, όπως επίσης τον δεσμό Κυβέλης και Παπανδρέου και τώρα επιχειρεί να καταγράψει σε πρώτο επίπεδο τις σχέσεις Πόντιου Πιλάτου με τη σύζυγό του Κλαυδία Πρόκλα, αλλά σε δεύτερο όλη εκείνη την περίοδο μετά τη Σταύρωση του Ιησού που τελικά και σφράγισε το μέλλον της ανθρωπότητας. Κι εδώ έχουμε τα ιστορικά γεγονότα να υπάρχουν ως κινητήρια δύναμη στην ανάπτυξη του μυθιστορήματος, και εδώ έχουμε πρόσωπα ιστορικά να συγκατοικούν με μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
«Οι τύψεις της για τον θάνατο του Ιησού σαν πρόκες. Η πόλη βράζει. Ο άντρας της γέρασε μέσα σε μια μέρα. Όλος ο κόσμος καταρρέει. Κι εκείνη συνεχίζει να παλεύει. Περπατά, ρίχνει πληγωμένες ματιές τριγύρω και φωνάζει όλο και πιο σπαραχτικά: “Ραχήλ, Ραχήλ μου! Πάμε να φτιάξουμε ένα μπόγο μαζί! Θα βάλουμε μέσα ό,τι χρειάζεσαι και έπειτα θα φύγεις! Έλα να φτιάξουμε ένα μπόγο μαζί!”». (σελ. 37)
Αλλά ο Δάνδολος επεμβαίνει με μια απόλυτα δικαιολογημένη συγγραφική αυτονομία και εισέρχεται στις προσωπικές στιγμές των ιστορικών προσώπων.
«Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του, σε συνδυασμό με την αιώνια οδύνη για τη μητέρα που δεν γνώρισε ποτέ, ήταν ένα χτύπημα ανελέητο για τον Γάιο Πόντιο Πιλάτο. “Μας δένει η ορφάνια εμάς τους δυο” είπε κάποτε με πίκρα στη γυναίκα του». (σελ. 66)
Ο Δάνδολος δομεί την αφήγησή του σε δυο επίπεδα – το ένα έχει να κάνει με τη μέρα της Σταύρωσης και τα όσα σχετικώς άμεσα ακολούθησαν και το άλλο κάπου εξήντα χρόνια αργότερα όταν πλέον είχε αρχίσει η διδασκαλία του Ιησού να βρίσκει τους οπαδούς της. Παράλληλα, τοποθετεί σχολιαστικά κείμενα γύρω από τον Πιλάτο και γενικότερα για εκείνη την εποχή, που όμως στην πλειοψηφία τους, αν και φέρουν ως υπογραφή κάποιο όνομα με την ιδιότητά του, εντούτοις είναι μυθοπλαστικά ευρήματα που εξυπηρετούν τη διαμόρφωση του όλου κλίματος.
Σε γενικές γραμμές ο αναγνώστης δε θα συναντηθεί με μια άλλη –λιγότερο ή περισσότερο τολμηρή– άποψη για την ύπαρξη του Θεανθρώπου, αλλά θα βοηθηθεί στο να γνωρίσει το κρυφό και για αυτό συχνά σκληρό τίμημα όσων υπηρετούν την εξουσία. Η γλώσσα του Δάνδολου είναι μια γλώσσα με στέρεα δομή, χωρίς λεκτικές ακρότητες. Γλώσσα που εξυπηρετεί μια αφήγηση προορισμένη να ικανοποιήσει και έναν μέσο αναγνώστη, αλλά και ένα περισσότερο απαιτητικό.
«Στο σπίτι η ηλικιωμένη γυναίκα ξυπνάει και καρφώνει το βλέμμα της στη φλόγα του λυχναριού που σιγοκαίει. Αναπνέει βαθιά, προσπαθώντας να συνέλθει από ακόμη έναν εφιάλτη. Τώρα δα βρισκόταν πάλι στην Ιουδαία. Ταξίδευε σε χρόνια μαύρα και ζοφερά, που δεν έσβησαν ποτέ μέσα της». (σελ. 206)
Δύο σύγχρονοι συγγραφείς σε μια ώριμη συγγραφική τους στιγμή, που έχουν πλέον ξεκαθαρίσει το στίγμα αυτού που θέλουν να αφηγηθούν και πώς θέλουν να το πράξουν. Η ενασχόλησή τους με το ιστορικό μυθιστόρημα τούς έχει κάνει ιδιαίτερα αγαπητούς στους αναγνώστες – ήδη επισημάναμε πως γενικά οι πλατιές ιστορικές αφηγήσεις είναι προσφιλείς στον τόπο μας.
Δύο σύγχρονοι συγγραφείς σε μια ώριμη συγγραφική τους στιγμή, που έχουν πλέον ξεκαθαρίσει το στίγμα αυτού που θέλουν να αφηγηθούν και πώς θέλουν να το πράξουν.
Ο Ζουργός, περισσότερο εγκεφαλικός, ενδοσκοπεί την εποχή όπου η ιστορία του διαδραματίζεται. Ο Δάνδολος περισσότερο προσωποκεντρικός, «κινηματογραφεί» τα όσα συμβαίνουν μέσα στην περίοδο που τον απασχολεί. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε πως η ανάπλαση της ιστορίας μέσα σε ένα μυθιστόρημα θα πρέπει να διαθέτει και μια αντικειμενική υπόσταση όσο και ένα πολυδιάστατο φωτισμό – στοιχεία που δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως υπάρχουν στα περισσότερα από τα λογοτεχνικά κείμενα αυτού του είδους που κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία. Τα δύο όμως συγκεκριμένα έργα αυτού του σημειώματος, αν και με ουσιαστικές διαφορές το ένα από το άλλο, διαθέτουν αυτά τα προσόντα.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» (εκδ. Πατάκη).