Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων» (εκδ. Πατάκη).
Του Νίκου Ξένιου
Στη συλλογή διηγημάτων Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης επανέρχεται στο μεγαλείο των διαφυγουσών λεπτομερειών, λούζοντας με φωτοχυσίες το ευτελές, παραχαράσσοντας την (φερόμενη ως) «αντικειμενική» πραγματικότητα και οριστικά χαράσσοντας την κριτική του στην ανθρώπινη έπαρση με μια σειρά από «νυχιές στο πακέτο» με τα τσιγάρα. Η παρότρυνσή του είναι να βγούμε από το εγωκεντρικό μας πρίσμα και να ρίξουμε μια ματιά στις ελάσσονες, διακριτικές παρουσίες που μας περιβάλλουν, ανθρώπινες και ζωϊκές, που είναι τόσο εφήμερες όσο και η δική μας. Αλλά και να σκεφτούμε πόσο η φύση εν κύκλω μεταμορφώνεται και αενάως αναγεννάται, αγνοώντας τη δική μας μηδαμινότητα.
Στην αδαμαντίνη των λέξεων-γυρίνων
Ο συγγραφέας επινοεί ένα τέχνασμα: βάζει μια σειρά νεόκοπων λέξεων ήδη πολιτογραφημένων στον γλωσσικό μας θησαυρό και τις φωτίζει με συναισθηματικό αγλάισμα. Έτσι, το Οικείον: ένα τενεκεδένιο νοσοκομειακό αυτοκίνητο σε σμίκρυνση, Μια γκαζόζα «ΕΨΑ» σε σαγρέ μπουκάλι που προσλαμβάνει την ιδιότητα του περιπόθητου, μια παλιά, περίτεχνη λάμπα γκαζιού που συνιστά οικογενειακό κειμήλιο και όλο αναπαλαιώνεται, ένα «κοκοράτο» δίκανο όπλο, αλλά και το αντίστροφο – το Ανοίκειον: μια απρόσμενη, αυθάδης κουτσουλιά από τον ουρανό, πάμπολλες ευτελείς μικροευτυχίες ή απωθημένα της στερημένης παιδικής ηλικίας, στεφάνια χούλα-χουπ, φουσκωτά παιχνίδια και φουρφούρια, πλαστικές και πλαστελίνες, συνθέτουν μια τσάντα από πολύτιμα αποκτήματα/λέξεις. Ο «Δρυοκολάπτης στην κολόνα» ξέρει πολύ καλά –εξ ού και η εμμονή του να ραμφίζει την κολόνα της ΔΕΗ– ότι οι Αμαδρυάδες νύμφες, αναπολώντας τη δρύινη κατοικία τους, περνούν μέσα από τα σύρματα που διατρέχουν τους ξύλινους πόλους ηλεκτροδότησης κι εμφανίζονται στο Ίντερνετ, ως φάσματα και αναβιώσεις ηλεκτρονικού παγανισμού.
Κάποια προπλάσματα βατράχων πρωτοεμφανίζονται στο διήγημα «Στο Jumbo» ως θορυβώδη μπακακάκια που θα κρώξουν την κακόηχη μουσική τους στην παλιμπαιδική συνείδηση ενός ξεμωραμένου γέροντα, θα καταλήξουν σε απειλητικές παρουσίες λέξεων και θα διολισθήσουν του αρχικού τους νοήματος: ο εμβολιασμός των μικρών ονομάτων των αντικειμένων με νοήματα υψηλού ανθρωπισμού εδραιώνει, για μιαν ακόμη φορά, την παιδική μυθοποιητική οπτική γωνία που, μέσω νεορρεαλιστικής εικονοπλασίας (τύπου Ταβιάνι, Ροσελίνι ή Παζολίνι) αναβιβάζει το πολυκατάστημα στο βάθρο μιας επίγειας Εδέμ και ξαναστέλνει τον ανοϊκό γέροντα στην εμβρυακή στάση. Το βατραχίσιο πεπρωμένο πολλαπλασιάζεται από διήγημα σε διήγημα, ως παράγων αειφορίας και πολυτιμότητας: ο επίμονος κοασμός του δηλητηριώδους βατράχου «ζιάμπα» παρασύρει σε παγίδα τον άνθρωπο «Στο πεζούλι της στέρνας» και μεταπλάθεται σε ήχο ζευγαρώματος, παίρνει πολλαπλούς χρωματισμούς και τη μορφή φρύνου, πάντως είναι αριστοφάνεια μνήμη και άγγελος θανάτου. Και, τελικά, υπάρχει μια νεκρανάσταση, ένας άνθρωπος-Λάζαρος που θα σηκωθεί και θα επιστρέψει στην καθημερινότητα.
Το βατραχίσιο πεπρωμένο πολλαπλασιάζεται από διήγημα σε διήγημα, ως παράγων αειφορίας και πολυτιμότητας: ο επίμονος κοασμός του δηλητηριώδους βατράχου «ζιάμπα» παρασύρει σε παγίδα τον άνθρωπο «Στο πεζούλι της στέρνας» και μεταπλάθεται σε ήχο ζευγαρώματος, παίρνει πολλαπλούς χρωματισμούς και τη μορφή φρύνου, πάντως είναι αριστοφάνεια μνήμη και άγγελος θανάτου.
Έτσι και ο «Ξενοχάραγος άνθρωπος», ο Τρεμαντάχειλος, είναι άνθρωπος απόλυτα έκκεντρος και αντιφατικός, παρά την αγριότητα των βιωμάτων του και παρά την επιβλητική του παρουσία: φοβάται τη θάλασσα, τα αυτοκίνητα και τον ήχο της καμπάνας, είναι τρωτός, εφήμερος και έχει βιώσει πολλές ζωές και πολλούς μικρούς θανάτους για να οδηγηθεί σε μιαν άδοξη κηδεία που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που φοβάται. Όμως, «τι θάνατος και ξεθάνατος!»: αυτός ο «Δράκος ομορφιάς» θα νεκραναστηθεί μέσα από τη διάρρηξη της ροϊκότητας του χρόνου και, σαν άλλος Βάτραχος/Διγενής, θα αναχωρήσει με έρποντες διασκελισμούς για ένα ορεινό Υπερπέραν.
Εξ όνυχος τον λέοντα ο συγγραφεύς
Ανεξίγλωσσος και με λεξικογραφική ελευθεριότητα, ο ίδιος ένας «μυριστάκιας» της νοσταλγίας, ο Σκαμπαρδώνης μεταπλάθει σε παγανιστική βάση την εμπειρία της ρεαλιστικής διηγηματογραφικής παράδοσης, ώστε ν’ αποκολλήσει –να «ξεκονεξάρει»– το Παράδοξο από το στιβαρό τείχος της ορθολογικής νοηματοδότησης των πραγμάτων. Βαδίζοντας ακροποδητί στο δέος, υπαινίσσεται τη «μεγάλη εικόνα» της Ιστορίας και στρέφεται στον μικρό, μικρό άνθρωπο: το μεγαλείο αυτού του παροδικού όντος επιτρέπει στο ελλειπτικό εκρηκτικό υλικό που αποκαλείται «διήγημα» να επιπλεύσει σε επιφάνεια μικρού εμβαδού της οποίας το υλικό παραμένει υψηλής έμπνευσης. Το «Γλυκισματοπωλείον “Les fleurettes”» περιέχει αναγνωρίσιμα αντικείμενα ζαχαροπλαστικής της οικείας πυρπολημένης Θεσσαλονίκης, ενώ το θάμβος αναδίδεται από το ανεκτίμητον της προσωπικής γευστικής μνήμης της αρχαιολόγου. Ομοίως, η ψυχρή μνήμη από τους «Αντάρτες στην κατάψυξη» παράγει μεγάλη υπαρξιακή δίψα.
Μια σπινθηροβόλα σκέψη, μια έκλαμψη αίφνης παράγει κείμενο, γονιμοποιώντας την προσοχή του συγγραφέα: κάποιοι ιδεοληπτικοί εύζωνοι από την «Προεδρική Φρουρά» και τρελαμένα πλήθη Νεοελλήνων ανακαλούν ηρωικούς θανάτους. Δεν είναι, όμως, μόνον οι Γιάννηδες οι Γύφτοι, οι ΜΑΫδες, οι βαρύμαγκες και οι δωσίλογοι, οι τσολιάδες, οι τρεμαντάχειλοι, οι άκαμπτες παρουσίες, η φουστανέλα, το τσαρούχι και ο μουταφές που στοιχειώνουν τον νεοελληνικό αυτόν «γκασμαδότοπο» με τις κροκάλες κάτω απ’ την άσφαλτο: ο συγγραφέας συμπάσχει, υποκεντά ως ηθικό πλαίσιο τη συγχώρηση και την αναγνώριση της ιερότητας –απότοκο, αυτή, της ποταπότητας– του Άλλου: ο Λεωνίδας Στρολιός, χτυπημένος από διπλό πένθος, μες στο μεθύσι του εξαπατά τους συντοπίτες και συντραγουδιστές του και εκμεταλλεύεται τη συγκατάβασή τους για ν’ αναπέμψει «καντάδα» στον τάφο της Νατάσας, του μεγάλου του έρωτα. Ομοίως, το επεξεργασμένο στιχουργικό ανάθημα του τραγουδιού «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι συ» απευθύνεται σε κλειστό παράθυρο με μια μισοσφράγιστη, άρρωστη δέσποινα. «Ξαναμοντάροντας τα φτερά» μιας μοτοσυκλέτας Triumph, το νεανικό σφρίγος αποκαλύπτεται στην πεμπτουσία του και ο κύριος Αιμίλιος γίνεται ευτυχής και πανέτοιμος να συναντήσει τα κορίτσια των ονείρων του στον Κάτω Κόσμο. Το ίδιο και ο «Ραβδούχος» Ιωακείμ Γριτσόπουλος, την ώρα που η φυλαρμονική ανακρούει ενώπιον των επισήμων, ηγείται μιας θεόσταλτης «τροπαιοφόρου πομπής». Και αντίστοιχη εμμονή, φυσική κλίση και επουράνια κλήση βιώνει, παραδόξως, και ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Παύλος, στο υπόγειο μηχανουργείο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το ξενοδοχείο «Εlectra Palace».
Ανεξίγλωσσος και με λεξικογραφική ελευθεριότητα, ο ίδιος ένας «μυριστάκιας» της νοσταλγίας, ο Σκαμπαρδώνης μεταπλάθει σε παγανιστική βάση την εμπειρία της ρεαλιστικής διηγηματογραφικής παράδοσης, ώστε ν’ αποκολλήσει –να «ξεκονεξάρει»– το Παράδοξο από το στιβαρό τείχος της ορθολογικής νοηματοδότησης των πραγμάτων.
Όμως και η λίμπιντο δοξάζεται στη συλλογή του Σκαμπαρδώνη: «Στο φανάρι», ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, αντικρίζοντας την πανδαισία της σάρκας και το χύδην εκτεθειμένο δέλεαρ των γλουτών μιας νέας κοπέλας που επιβαίνει σε μηχανή Kawasaki, κάνει οδυνηρή παραδοχή ενός τελεσίδικου γήρατος. Λοξός ρεαλισμός, πυρετική παρατήρηση του κόσμου –«δι΄εσόπτου κάτοπτρον»– και κατανόηση ενός συγγραφέα που συμπάσχει, ενώ επιβαίνει, αυτοσαρκαζόμενος, στο δικό του SIMCA – στο «όχημα των γηρατειών». Αλλά κι ένα κορίτσι το οποίο, εν μέσω μεταμφιέσεων και μεταποιήσεων ενός μικροσύμπαντος από φορέματα, κομπινεζόν σε παλ χρώματα, τακουνιών και καλλυντικών μιας πρόωρης ενηλικίωσης, καταφέρνει να ντυθεί ροζ μπαλαρίνα. Η έκπληξη είναι πως, παρά την αθωότητα της μερικής της γυμνότητας, γίνεται θύμα παιδοφιλικής παρενόχλησης τη στιγμή όπου ο ερωτισμός της έχει απόλυτα αφυπνισθεί και τελεσίδικα διαμορφωθεί από την αρρενωπότητα και λευκότητα που αναδίδουν «οι χιονοδρόμοι του Λαϊλιά».
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γράψει δώδεκα συλλογές διηγημάτων και έξι μυθιστορήματα. Το 2016 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος διηγημάτων Τα δεδουλευμένα. Το 2017 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ντεπό, (βραβείο του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»), το 2018 το Λεωφορείο. 19 στάσεις, το 2019 το μυθιστόρημά του Casa Μπιάφρα και, σε νέα έκδοση, το μυθιστόρημά του Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου, ενώ το 2021 η συλλογή διηγημάτων ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων. |
Περιούσιο απόθεμα κειμένων και μοναστικό φως
«Η λάμπα απ’ το Πέραν» διανοίγει φωτιστικές ζώνες κι ένα απαύγασμα ξαναζωντανεμένων μορφών σαν σε δαγκεροτυπία: ο αριστοτεχνικός φωτισμός των απολεσθέντων προσώπων συνείρει μιαν ιερουργική αποκάλυψη, ένα θαύμα κρυφιομυστικής όρασης. Υπό την οπτική γωνία του συναισθήματος αφοσίωσης προς μιαν εγκυμονούσα σκυλίτσα και με την αθώα ματιά ενός παιδιού, ο συγγραφέας αποκαλύπτεται μπροστά στο θαύμα της μητρότητας στην «Ώρα της Μπέντια» και διακινδυνεύει έναν εκρηκτικό, θεαματικό θάνατο στον αγαπημένο του γάιδαρο Ιωνά, πυροδοτώντας «δυο λουκούμια δυναμίτη». Με κρυφό αίσθημα χιουμοριστικής συνενοχής, ο Σκαμπαρδώνης νιώθει εκστατικά ασφαλής μπροστά στο θαύμα της πατρικής προστασίας, στο «Εκείνα τα κάλαντα», που εκπορεύονται από την «Μπελ Επόκ της φτώχειας» αλλά κομίζουν ταυτόχρονα τη μαγεία μιας, εν πάση περιπτώσει, belle époque. Αντίστοιχα, η κομπανία του Γιώργη Μπρέντα θα τον φέρει από την ξενιτειά και μέσα από χίλια κύματα δυσκολιών στο κατώφλι του σπιτιού του στην πατρίδα για να ψάλει, ως είθισται, τα κάλαντα στις αδερφές του. Η «καντήλα στο χώμα» δεν είναι μια απλή λεπτομέρεια: είναι το punctum της ιστορίας, γιατί το σκυλί που την περιεργάζεται «τη βλέπει παραξενεμένο να τρεμοφέγγει κάνοντας ανταύγειες στον εξωτερικό τοίχο και γύρω. Την ξανακοιτάζει απορημένο, πλαγιάζοντας το κεφάλι-πασκίζει να καταλάβει, ζώντας τη δική του, βουβή, ακατανόητη Πρωτοχρονιά έξω από τον ανθρώπινο Χρόνο».
Η παπαδιαμάντεια ταπεινότητα του μοναχού «Θεόδωρου της Μαμής», η χθαμαλότητα της ανθρώπινης διάνοιας, η εγκαρτέρηση και ο ασκητισμός, όλα υποχωρούν στη μικρή, αθώα πανουργία της κρασοκατάνυξης με ρακή, που είναι μια παρενδυσία –εδώ– του αγνού ύδατος και συγχωρείται, από τον συγγραφέα, ως ακολασία εκ των ων ουκ άνευ. «Γι’ αυτό το ρίχνω στο κρασί για να ξεχνώ λιγάκι αυτή που μου ’δινε φιλιά μα ήτανε φαρμάκι»: η ακεραίωση της συγγραφικής ωριμότητας συμπίπτει με την αναγνώριση, ως εξ αποκαλύψεως, της ευθραυστότητας του ανθρώπινου βίου. Ομοίως, μεταφέροντας ένα βίωμά του στην εποχή της επιδημίας του κορονοϊού και της μοναχικότητας, ο αφηγητής αναθυμάται τη Μονή Καρακάλλου στο Άγιον Όρος και μένει ενεός μπροστά στη μεγαλοφυή ενίσχυση αρχαιότατου αμυντικού κτίσματος με ψαρόκολλα αντλημένη από «Σπόνδυλο πτεροφάλαινας». Η οικοδόμηση οχυρωμάτων δεν εμποδίζει την παρείσφρηση του Κακού στην ανθρώπινη ζωή, ενώ το παραξένισμα και το αντιληπτικό όρυγμα που διανοίγει ο συγγραφέας κινεί τη συνείδηση του αναγνώστη στην κατεύθυνση μεταφυσικών αναζητήσεων: «Συ, ουν, Δέσποτα, τοις πλέουσι σύμπλευσον!»
Η οικοδόμηση οχυρωμάτων δεν εμποδίζει την παρείσφρηση του Κακού στην ανθρώπινη ζωή, ενώ το παραξένισμα και το αντιληπτικό όρυγμα που διανοίγει ο συγγραφέας κινεί τη συνείδηση του αναγνώστη στην κατεύθυνση μεταφυσικών αναζητήσεων: «Συ, ουν, Δέσποτα, τοις πλέουσι σύμπλευσον!»
Διαγιγνώσκοντας την παρουσία του Πειρασμού, ο ξυλουργός/μοναχός του διηγήματος «Διάδρομος» προδίδει το πρώτο επίπεδο ιερότητας που εκπορεύεται από την πρωινή οδοιπορία στην ανοιχτωσιά του όρους Άθω, ως μετοχή στην αισθητική τελειότητα της πανοραμικής θέασης των Βόρειων Σποράδων, ενώ ολόγυρα εκφωλεύουν και κελαηδούν, τιτιβίζουν ή υπερίπτανται επί πτερύγων ονείρων όλα τα πετεινά του ουρανού. Στη θέση αυτού του παραδείσιου, αδιανόητου κάλλους, ο μοναχός επιλέγει το απροσπέλαστο, δεύτερο επίπεδο ιερότητας, που πακτώνεται στη συνείδησή του ως ιδιόμορφη μοναστική άθληση, θητεία στο σεπτείον του μυστικισμού, μονήρης επικοινωνία με την κόρα του άρτου. Με την πρόθεση να κατανοήσει την «εκστατική, απομυζητική όραση» (όπως θα ’γραφε ο ίδιος) ο ρασοφόρος ήρωας του διηγήματος αποχωρίζεται το θάμβος με το οποίο η αγιορίτικη φύση θέλγει τις αισθήσεις και κάνει τη διάκριση μεταξύ της δικής του, διονυσιακής παραφοράς και της εκκλησιαστικής ευσέβειας του ήρωά του, επενδύοντας μια κυριολεκτική και μεταφορική ανωφέρεια σ’ ένα κοινό όργανο γυμναστικής. Ο «διάδρομος», υποκατάστατο της φυσικής άθλησης, μπορεί να εκληφθεί ως μεταβατική-οριακή (liminale) περιοχή πριν από τον αναχωρητικό βίο, ως Καθαρτήριο και ως προϋπόθεση μέθεξης προς το υπερβατικό, προς «Εκείνον, που κανονίζει τις προτροπές και τα συναλλάγματα».
Στολή Κοζάκου
Όμως, το αριστούργημα της συλλογής του Σκαμπαρδώνη είναι η «Στολή Κοζάκου». Σαν βάτραχος ή σαν αράχνη, ένας Κοζάκος που έχει χάσει τα δυο του πόδια σε ατύχημα κινείται χθαμαλώς και οριζοντίως, ανάμεσα στους ανθρώπους, κάνοντας μικροθελήματα. Η εικόνα έχει σημαδέψει την παιδική μνήμη του αφηγητή, που περιβάλλεται τη Στολή Κοζάκου προς τιμήν της ποιητικής αυτής οντότητας. Αλλά όχι μόνον αυτής: η ιστορία του Κοζάκου συνιστά, σε πλήρη αντιστοίχιση, και την ιστορία της αποκοπής από το κάτω ήμισυ του σώματός του: διότι στα νιάτα του ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία πολεμιστών που, ως άλλοι Κένταυροι, ήταν απόλυτα συνδεδεμένοι με τα άλογά τους. Και που αναγκάστηκαν να αποχωριστούν τα αγαπημένα τους άτια για να επιβιβαστούν στο καράβι που θα τους έσωζε τη ζωή. Έκτοτε, η «αποκοπή» από το ζωτικό κάτω ήμισυ είναι ισόβια και το ατύχημα έρχεται να την απαρτιώσει ως δραματουργική συνθήκη. Ο συγγραφέας δεν αρκείται στην ποίηση ούτε περιορίζεται στη συμβολική παραδήλωση της αναπηρίας, αντιθέτως ολοκληρώνει τον μύθο με τη συγκλονιστική εικόνα των εγκαταλελειμμένων αλόγων που πηδούν απεγνωσμένα στη θάλασσα, ακολουθούν τους αναβάτες τους, καταδιώκουν το καράβι και σταδιακά, εφόσον νους ορά και νους ακούει, αναλαμβάνονται στους ουρανούς.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ
ΠΑΤΑΚΗ 2021
Σελ. 232, τιμή εκδότη €13,30
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ξεχωρίζει αμέσως τη φωνή του αδερφού της, σε δευτερόλεπτα αναγνωρίζει και το σουλούπι του μέσα στη νύχτα κι ορμάει πάνω του και τον αγκαλιάζει και τον φιλάει κλαίγοντας και γελώντας, ξεσπώντας ύστερα από τόση αναμονή. Δεν ξέρανε οι δυο αδελφές τι έγινε, τον περίμεναν με αγωνία κι ήτανε μέσα στον φόβο, σκέφτονταν πια το χειρότερο. Αφήνει εκείνος όπως όπως το χάρτινο αστέρι στο χώμα και μπαίνουνε όλοι ακαλιασμένοι, βουρκωμένοι μέσα στο σπίτι.
Η καντήλα συνεχίζει να καίει απέξω, μόνη της στο έδαφος. Το σκυλί της αυλής τη βλέπει παραξενεμένο να τρεμοφέγγει κάνοντας ανταύγειες στον εξωτερικό τοίχο και γύρω. Την ξανακοιτάζει απορημένο, πλαγιάζοντας το κεφάλι-πασκίζει να καταλάβει, ζώντας τη δική του, βουβή, ακατανόητη Πρωτοχρονιά έξω απ' τον ανθρώπινο Χρόνο».