Για το αστυνομικό «κοινοπρακτικό» μυθιστόρημα των Ανδρέα Αποστολίδη και Κώστα Καλφόπουλου «Ένα φέρετρο για τη Σοφία» (εκδ. Άγρα).
Της Νίκης Κώτσιου
Δύο έμπειροι συγγραφείς με εξέχουσα παρουσία στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας ενώνουν τις δυνάμεις τους και υπογράφουν ένα «κοινοπρακτικό» μυθιστόρημα ιδιαίτερης αξίας. Το Ένα φέρετρο για τη Σοφία (ή και για τη Σόφια) προέκυψε στην αρχή σαν παιχνίδι, όταν ο Ανδρέας Αποστολίδης και ο Κώστας Καλφόπουλος κλήθηκαν να επινοήσουν μια ιστορία-γρίφο, που θα παρουσιαζόταν σε μια διαδραστική ανάγνωση στο θέατρο Τρένο στο Ρουφ.
Παλιομοδίτικη αύρα και μοντέρνα γραφή
Στη συνέχεια, η ιστορία αυτή αναπτύχθηκε σε μια συναρπαστική νουβέλα, η οποία εξελίσσεται σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον και περίτεχνα εμπλέκει όλους εκείνους τους απείρως γοητευτικούς πρωταγωνιστές της νουαρ ανθρωπογεωγραφίας: μεγαλοαστούς που προσπαθούν να διασκεδάσουν την πλήξη τους μ’ ένα πλήθος ανορθόδοξους τρόπους, μοιραίες γυναίκες μπλεγμένες σε δυσοίωνες ιστορίες, τυχοδιώκτες επιρρεπείς σε ποτό και ραδιουργίες, διεθνείς ληστές που δοκιμάζονται σε μεγάλα κόλπα, διεφθαρμένους δικηγόρους έτοιμους να συγκαλύψουν ατασθαλίες, αδιάφθορους αστυνομικούς ταγμένους στο καθήκον. Το Ένα φέρετρο για τη Σοφία /Σόφια βασίζεται γερά στις συμβάσεις του είδους αλλά παράγει κάτι ξεχωριστό: Με εντυπωσιακά μοντέρνα γραφή δημιουργεί εκείνες τις ανεπανάληπτες νουάρ ατμόσφαιρες που μαγνητίζουν και εξακολουθητικά παρασύρουν τον αναγνώστη στον αόρατο ιστό τους βυθιζοντάς τον μαγικά στο μυστήριο.
Οι αρχές περιέρχονται προς στιγμή σε αδιέξοδο αλλά η συνδυασμένη έρευνα των στοιχείων που δίνουν οι κάμερες οδηγούν σε κάποια αρχικά συμπεράσματα.
Περιπετειώδες αφήγημα με παλιομοδίτικη αύρα κι εξόχως σύγχρονο στόρυ, το μυθιστόρημα των Αποστολίδη και Καλφόπουλου αποτελεί την πρώτη «υπόθεση» στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία με τη φόρμα μιας κοινοπρακτικής νουβέλας, που έχει θέμα τη ληστεία κοσμημάτων. Την ώρα που η καλή κοινωνία της Αθήνας ετοιμάζεται να υποδεχθεί σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο της Γλυφάδας μια περίφημη παρισινή συλλογή κοσμημάτων, κάποιοι κατορθώνουν να αφαιρέσουν, παρά τα δρακόντεια μέτρα, το μεγαλύτερο κομμάτι της συλλογής. Οι αρχές περιέρχονται προς στιγμή σε αδιέξοδο αλλά η συνδυασμένη έρευνα των στοιχείων που δίνουν οι κάμερες οδηγούν σε κάποια αρχικά συμπεράσματα. Ωστόσο, από τα δεδομένα προκύπτει σύγχυση και νευρικότητα καθώς στην έρευνα εμπλέκονται τα ανεξήγητα δακτυλικά αποτυπώματα της νεκρής Σοφίας και ο ύποπτος θάνατος μιας γηραιάς γερμανίδας. Η εμπλοκή των δύο νεκρών γυναικών κάνει την υπόθεση ακόμη πιο περίπλοκη και εντείνει το ρυθμό των ανακρίσεων.
Αστυνόμος Καρνέζης: σκληρός μπάτσος φτιαγμένος με αρχετυπικά υλικά
Ο αστυνόμος Καρνέζης είναι αποφασισμένος να λύσει το μυστήριο και δεν ορρωδεί προ ουδενός. Πλασμένος στα πρότυπα του σκληρού μπάτσου, ο Καρνέζης κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις και δημιουργεί έναν αλησμόνητο τύπο. Διαθέτει ευσυνειδησία μαζί με αξεπέραστη αναλυτική ικανότητα και ξέρει να είναι αποτελεσματικός. Από τη χορεία των παρανόμων, ο Ευθυμίου και ο Αντωνίου σκιαγραφούνται με τρόπο αξεπέραστο. Οι συγγραφείς επιφυλάσσουν ειδική μεταχείριση σε αυτούς τους δύο, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο τους σε ατμοσφαιρικά κοσμοπολίτικα σκηνικά και στιγμιότυπα, που αποκαλύπτουν πολλά για το ποιόν και τον χαρακτήρα τους. Συναρπαστική και η σκιαγράφηση της μοιραίας αλλά άτυχης Σοφίας, που την προσεγγίζουμε και τη γνωρίζουμε μέσ’ από τα σημαίνοντα βλέμματα και τις μαρτυρίες όσων έτυχε να τη συναναστραφούν. Η υποκειμενική ματιά του κάθε μάρτυρα παράγει κι από μία διαφορετική εικόνα για τη Σοφία, πράγμα που μπερδεύει και αποπροσανατολίζει την έρευνα. Η γυναίκα παραμένει «άπιαστη» και διαφεύγουσα, διαρκώς αινιγματική.
Κείμενο που αναπτύσσει ιλιγγιώδεις ταχύτητες, το Ένα φέρετρο για τη Σοφία/Σόφια διαβάζεται απνευστί. Διαθέτει σφρίγος, νεύρο, σασπένς και μια γοητευτική μπλαζέ απόχρωση, που το κάνει ακόμη περισσότερο ελκυστικό. Αναπτύσσεται σαν κινηματογραφική ταινία δράσης με γρήγορα πλάνα που εναλλάσσονται σε ταχύ ρυθμό επιβάλλοντας εγρήγορση και τεταμένη προσοχή. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα μία περιπεπελεγμένη ίντριγκα, που ξεδιπλώνεται μ’ ένα καλοζυγισμένο τέμπο. Τα πρόσωπα είναι τύποι και αρχετυπικές φιγούρες της νουαρ λογοτεχνίας, ιδωμένοι με μια καινούρια, μοντέρνα ματιά. Στη διαμόρφωση της χαρακτηρολογίας, οι συγγραφείς έχουν ενοφθαλμίσει στοιχεία από εμβληματικές νουάρ φυσιογνωμίες με έντονο αποτύπωμα, εύκολα αναγνωρίσιμες από τους μυημένους. Στο τέλος του βιβλίου, υπάρχει «κατάλογος» με όλα εκείνα τα δανεισμένα στοιχεία (ατάκες, τόπους, ονόματα, τραγούδια), που αποκαλύπτουν τη συγγραφική δημιουργικότητα / επινοητικότητα και βοηθούν καίρια στην ιχνηλάτηση μιας έντονης και πολύ ενδιαφέρουσας διακειμενικότητας.
Αν και πρόκειται για ένα «κοινοπρακτικό» μυθιστόρημα γραμμένο από δύο, υπάρχει ομοιογένεια κι ενότητα χωρίς καθόλου να διακρίνονται οι ραφές, καθώς η σύζευξη των ειδών («σκληροτράχηλο» hardboiled απέναντι σε «νουάρ», δηλαδή κυνισμός απέναντι στον πεσσιμισμό) εναλλάσσεται ισορροπημένα στο αφήγημα, σαν σε παρτίδα τέννις, όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Γιάννης Μπασκόζος. Βέβαια, στο δημοσιογραφικό κομμάτι και στα μοτίβα του φλίπερ διακρίνουμε θέλοντας και μη το στίγμα του Καλφόπουλου, «σεσημασμένου» ρέκτη, που έχει αναλύσει εξαντλητικά την κοινωνιολογία των παιχνιδομηχανών και με κάθε ευκαιρία επανέρχεται δριμύτερος, ενώ στα κεφάλαια με το εμπόριο πολυτίμων λίθων και τη δράση των διεθνών συμμοριών είναι εμφανής η σφραγίδα του Ανδρέα Αποστολίδη.
Η αφήγηση ρέει ασταμάτητη και δημιουργεί μια δίνη, που απορροφά τον αναγνώστη. Όλα υπακούουν σ’ έναν καταιγιστικό ρυθμό που σφυροκοπά με δύναμη και με μια ένταση πρωτοφανή. Ο λόγος κυλά καίριος, οξύς, ευθύβολος, σημαδεύοντας στο ψαχνό. Οι στιχομυθίες ξεδιπλώνονται κοφτές σα χτυπήματα, οι διάλογοι διαθέτουν ενάργεια και δραστικότητα. Με προφανείς λογοτεχνικές αρετές, το κείμενο πάλλεται από ένταση και ζωντάνια παράγοντας εικόνες που σφύζουν από ζωή. Ευσύνοπτο αλλά εμπνευσμένο, στιβαρό και συγχρόνως κομψό μ’ έναν δικό του τρόπο, κοσμοπολίτικο και μοντέρνο, το Ένα φέρετρο για τη Σοφία/Σόφια αποτελεί μια σπουδαία, πρωτότυπη κατάθεση.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στο Φοίνιξ της Αριζόνας και των Suns, εκεί που κάποτε μεγαλουργούσαν ο Στην Νας και ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ, η καλοκαιρινή ζέστη ήταν όπως πάντα αφόρητη. Στο «Motel 6», τα δωμάτια με σκεπαστή βεράντα-διάδρομο έχουν θέα στην πισίνα, κι όμως οι ομπρέλες, οι ξαπλώστρες και το μπλε, βραστό, τίγκα στο χλώριο νερό, δεν έκαναν την υγρασία λιγότερο αποπνικτική. Body builders, barbie γκόμενες (“Come on Barbie, let’s go party…”) με προκλητικά μπικίνι και προσθετική σιλικόνη, πρώην yuppies, ολίγος υπόκοσμος, όλα θαρρείς πως ήταν βγαλμένα από αμερικανική τηλεοπτική παραγωγή του ‘80.
Κανείς από τους πελάτες δεν γνώριζε τον Αντωνίου, έναν Έλληνα με έφεση στις ύποπτες και επικίνδυνες δουλειές, που έχει εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο εδώ και δύο μέρες. Η προσμονή ατελείωτη όσο και η ανία. Πώς στην ευχή μπορεί κανείς να σκοτώσει την ώρα του στο περιθωριακό Φοίνιξ; Ο Αντωνίου σκέφτεται να κάνει καμάκι στις Barbie αλλά τον απωθεί ο διάλογος στον οποίο πρέπει να εμπλακεί».