Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού «Παραγουάη» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Φωτογραφία του βραζιλιάνου Thiago Britto, από οδοιπορικό του στην Παραγουάη.
Της Χρύσας Φάντη
Το ένατο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού είναι ένα πολύπλευρο έργο που συνομιλεί με πολλά από τα προηγούμενα πεζογραφήματά του, –το επικό Ο Μεγάλος Αμπάι και το Εκουατόρια–, αλλά και με άλλα πιο χαμηλόφωνα βιβλία του – Το Πλέγμα, Χρυσή Ακτή και Στυμφαλία. Στο Εκουατόρια, ο συνονόματος του συγγραφέα Μιχαήλ Μοδινός, ακολουθώντας τα βήματα του πρόγονού του (Ταταράκη) και του εξερευνητή του 19ου αιώνα Σάμουελ Μπέηκερ, περιγράφει τη ζωή μιας κοινότητας η οποία κατόρθωσε να επιβιώσει για σχεδόν δύο δεκαετίες (ως το 1889) υπερβαίνοντας ποικίλες πολιτισμικές, εθνοτικές και εδαφικές διαφορές.
Στο Παραγουάη, τα ιστορικά και ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία είναι και εδώ πολλά, η πληροφόρηση τεκμηριωμένη και η δομή περισσότερο ανατρεπτική και σύνθετη. Στα κεφάλαια της ενότητας Α (Α1 έως Α7) εκτυλίσσεται η σύγχρονη, νευρώδης και εν πολλοίς εξομολογητική αφήγηση του Καρδιτσιώτη γεωπόνου Γαβριήλ – πρωτοπρόσωπη και με συχνές απευθύνσεις στον αναγνώστη. Σ’ αυτή, ο ήρωας του Μοδινού, με λεπτή αλλά αφοπλιστική ειρωνεία χαρακτηρίζει την «προ κρίσης» περίοδο στην Ελλάδα ως νεοελληνική «belle époque», ενώ με την ίδια ειρωνεία και σαρκαστική ειλικρίνεια σχολιάζει και τα περίφημα επιδοτούμενα «πολιτιστικά δρώμενα» της επαρχίας, με τη διαπλοκή σε όλα τα επίπεδα και σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού κόσμου. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κάποιον περιθωριακό ή απηυδισμένο ιδεολόγο της αριστεράς, άνθρωπο καταθλιπτικό ή από πεποίθηση εξεγερμένο. Είναι συντηρητικός, παντρεμένος, εύρωστος οικονομικά, επιχειρηματίας που πριν από την κρίση παρασκεύαζε και εμπορευόταν φυτοφάρμακα και ως εκ τούτου αποτελούσε μέρος του συστήματος, και το να σχολιάζει κάποιος «από τα μέσα» μια ζοφερή κατάσταση αναμφίβολα έχει ευρύτερο ενδιαφέρον. Μετά την οικονομική του κατάρρευση και την επακόλουθη διάλυση του γάμου του, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χώρα του και να ταξιδέψει στην Παραγουάη.
Ο ήρωας του Μοδινού, με λεπτή αλλά αφοπλιστική ειρωνεία χαρακτηρίζει την «προ κρίσης» περίοδο στην Ελλάδα ως νεοελληνική «belle époque», ενώ με την ίδια ειρωνεία και σαρκαστική ειλικρίνεια σχολιάζει και τα περίφημα επιδοτούμενα «πολιτιστικά δρώμενα» της επαρχίας...
Παράλληλα με τη δική του προσωπική ιστορία, στα κεφάλαια της ενότητας Β (Β1-Β5) αποτυπώνεται η τριτοπρόσωπη αφήγηση της πορείας του συνονόματου προγόνου του, ο οποίος, τρεις αιώνες πριν, ξεκινώντας ως ποιμένας και κτηνοτρόφος από την Πίνδο, ύστερα από πολλές περιπέτειες αλλάζει όνομα και επάγγελμα, γίνεται ο ναυτικός Γιωργής Σούρλας και καταφεύγει στις εσχατιές της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, στην Παραγουάη, ως Χόρχε Σούρλα Μπάστος – αφήγηση εν πολλοίς επινοημένη, και πιο κοντά στα πρότυπα ενός κλασικού μυθιστορήματος περιπέτειας. Ταυτόχρονα, στα κεφάλαια Γ1-Γ3, με λόγο περισσότερο δοκιμιακό, αναφέρεται στην ύπαρξη και εξέλιξη μιας ουτοπικής κοινότητας.
Όπου η ιστορία αφορά το σήμερα, η φωνή είναι απομυθοποιητική και κοφτή, το ύφος αγανακτισμένο, ειρωνικό, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό, ενώ όταν ενδύεται τον τριτοπρόσωπο λόγο εμφανίζεται περισσότερο αποστασιοποιημένη και ουδέτερη. Σε όλες, όμως, υπάρχει σύνδεση, αφού είναι ο σύγχρονος Γαβριήλ αυτός που αναδιφά σε πηγές και αποτυπώνει τη ζωή και τις περιπέτειες του προγόνου του, συμπληρώνοντας τα κενά, συσχετίζοντας το παρελθόν του με το δικό του παρόν και επαναπροσδιορίζοντας τη ζωή του. Εντέλει, και οι τρεις γραφές αλληλοσυμπληρώνονται, με τη δοκιμιακή να τις γεφυρώνει με πραγματολογικές αναφορές που ανάγονται στους αιώνες που τις χωρίζουν, συγκροτώντας έτσι στο σύνολό τους μια πολυπλόκαμη μυθιστορία, με ταυτόχρονη θέαση στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και των αιτίων που στον μέγιστο βαθμό την προκάλεσαν.
Από την Αφρική, στην Κρήτη, κι από εκεί στην Λατινική Αμερική
Ήδη από τη Χρυσή Ακτή (εκδ. Καστανιώτης, 2005), υπάρχει κάτι ανάλογο. Εκεί, ο ήρωας του Μοδινού, ο Νίκος, αποποιείται την έδρα που κατέχει στις Βρυξέλλες και εγκαθίσταται στην Κρήτη, που τη φαντάζεται επίγειο παράδεισο, σαν τη Χρυσή Ακτή της Αφρικής. Αγνοεί, ωστόσο, ότι όπως η Αφρική με την άγρια και παρθένα ομορφιά της φύσης της δεν κατάφερε να γλιτώσει από το δουλεμπόριο, τις εμφύλιες έριδες και πολλά άλλα δεινά, απότοκα της ανθρώπινης απληστίας, έτσι και η Κρήτη των ονείρων του δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από τον νεοπλουτισμό και την κακογουστιά των κατοίκων της. Ο Γαβριήλ, αντίστοιχα, κυνηγάει κι αυτός το όνειρο και έναν επί Γης Παράδεισο, επιλέγει όμως μια χώρα απομονωμένη και όχι ιδιαίτερα τουριστική, με ομορφιές πιο απόκρυφες και πιο κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καρδίτσα.
Η Παραγουάη ως χώρα δεν ήταν άγνωστη στον Μοδινό. Είχε προηγηθεί πολλή μελέτη, δύο ταξίδια (το πρώτο τουριστικό και το δεύτερο μετά από ένα συμβόλαιο με τον ΟΗΕ στο πλαίσιο μιας μελέτης της ποτάμιας βιοποικιλότητας), ημερολόγια και ένα σχετικό επιστημονικό βιβλίο. Στο ομώνυμο βιβλίο του, με «πρόσχημα» την αναδίφηση του σύγχρονου ήρωά του σε παλιά χειρόγραφα του προγόνου του, αναφέρεται στις Ρεντουσιόνες, πρότυπες οικιστικές μονάδες των 3.000 έως 5.000 κατοίκων, με στοιχεία ουτοπίας (π.χ. συλλογικότητα, παραγωγικότητα και δίκαιη κατανομή του πλούτου χωρίς διαμεσολάβηση του χρήματος), αναδεικνύοντας με γλαφυρότητα τον άγνωστο πολιτισμό των ιθαγενών Γκουαρανί και μιαν άλλη, ενάντια στους δουλεμπόρους, θετική πλευρά της παρέμβασης των Ιησουιτών. Οι Ρεντουσιόνες δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τις αντιπαλότητες με τους μεγάλους γαιοκτήμονες και ένα περιβάλλον εχθρικό προς τις συνήθειες, τις αξίες και τον πολιτισμό τους. Παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να επιβιώσουν για ένα μακρύ διάστημα εκατό πενήντα ετών.
Το μυθιστόρημα, εικονοποιητικό, ευφάνταστο, καλά δομημένο και με ανθρωπογεωγραφικές, οικολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις, αποτελεί συναρπαστική περιδιάβαση στον μαγικό κόσμο εκείνης της εξωτικής χώρας, αλλά και τον πιο οικουμενικό και εσώτερο, της γλώσσας, των στοχασμών και της ύπαρξης.
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός. Έζησε και δούλεψε στην Αφρική, στη Νότια Αμερική και την ελληνική περιφέρεια και ταξίδεψε στις πέντε ηπείρους ως ερευνητής, πανεπιστημιακός και συνεργάτης διεθνών οργανισμών. Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στη λογοτεχνία και την κριτική της, εκδίδοντας εννέα μυθιστορήματα, με πιο πρόσφατο την Παραγουάη [εκδ. Καστανιώτη 2020]. Ως κριτικός λογοτεχνίας συνεργάζεται με ποικίλα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και συστηματικά από το 2008 με το ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα. Έχει λάβει το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών / Ίδρυμα Πέτρου Χάρη για το μυθιστόρημα Επιστροφή [2009] και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα Εκουατόρια [2016]. |
«Τον χρόνο πρέπει να τον σέβεσαι γιατί δεν μπορείς να τον νικήσεις» λένε οι Γκουαρανί. Στην Παραγουάη, από το μακρινό παρελθόν στο σήμερα αλλά και στο μέλλον του 2024 (το οποίο και αποδίδεται ως βιωμένο), ο Μοδινός ανατέμνει τις συγκλονιστικές διαδρομές αυτής της ουτοπικής κοινότητας σε τροχιά παράλληλη με τον ήρωά του, εντάσσοντας αριστοτεχνικά τη γραμμική, επίπεδη πορεία της ζωής του και των προσώπων που τον περιστοιχίζουν στον σπειροειδή χρόνο της ιστορικής μνήμης και τον κυκλικό και διαρκώς ανανεωνόμενο των πραγμάτων και των φυσικών φαινομένων. Το μυθιστόρημά του, εικονοποιητικό, ευφάνταστο, καλά δομημένο και με ανθρωπογεωγραφικές, οικολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις, αποτελεί συναρπαστική περιδιάβαση στον μαγικό κόσμο εκείνης της εξωτικής χώρας, αλλά και τον πιο οικουμενικό και εσώτερο, της γλώσσας, των στοχασμών και της ύπαρξης.
Διόλου τυχαία, στο εξώφυλλο του βιβλίου φιγουράρει ένα τζάγκουαρ. Η ομορφιά του ζώου (κράμα καθαρής αισθητικής και όπλο στον αγώνα για επιβίωση) σαγηνεύει τον ήρωά του και αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να πραγματοποιήσει το ταξίδι του. Η ευαίσθητη και λυρική περιγραφή του στιγμιαίου και σπάνιου συναπαντήματός τους γράφει και τον επίλογο του βιβλίου:
«…γυαλιστερό, μεταξένιο στο πρωινό φως, με τους ρόμβους του να διαγράφονται πεντακάθαρα, μας επέστρεψε το βλέμμα μέσα από τα βούρλα. Νομίζω πως έτρεμα, κράτησα την ανάσα μου».
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).