Για το τελευταίο βιβλίο της Κατερίνας Ζαρόκωστα, η οποία έφυγε χθες από τη ζωή στα εβδομήντα της χρόνια, τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες οικογενειακής τρέλας» (εκδ. Σοκόλη).
Της Έλενας Χουζούρη
Τρία χρόνια μετά το μυθιστόρημά της Οι αδελφές Ραζή (εκδ. Μεταίχμιο) η Κατερίνα Ζαρόκωστα καταθέτει την πέμπτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο Ιστορίες οικογενειακής τρέλας (εκδ. Σοκόλη). Δεκαπέντε ιστορίες ισχυρού βιωματικού υπόβαθρου που μετουσιώνονται σε λαγαρή και εύχυμη λογοτεχνία. Η βιωμένη μνήμη καθώς ανακυκλώνεται ακολουθεί τον βιολογικό χρόνο της αφηγήτριας, ακροπατώντας από την παιχνιδιάρικη αθωότητα της παιδικής ηλικίας, αγγίζοντας φλούδες της ανήσυχης εφηβείας, κατασταλάζοντας στις διακυμάνσεις και τα απρόοπτα της ενήλικης ζωής. Ένας κύκλος δηλαδή γεμάτος εικόνες, ήχους, λαλιές, συμπεριφορές, και προπαντός μορφές, που συναθροίζονται στις σελίδες της Ζαρόκωστα, σαν να αποτελούν το μνημονικό της εικονοστάσι.
Από προσφυγική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης η συγγραφέας, δεν είναι η πρώτη φορά που βασίζεται σε προσωπικά βιώματα και παραδομένες οικογενειακές ιστορίες για να στήσει γύρω τους τον λογοτεχνικό της ιστό. Τα δύο, έως σήμερα, μυθιστορήματά της, Ένα κομματάκι ουρανός (2000) και Οι αδελφές Ραζή (2017) σαφώς εγκιβωτίζουν στις σελίδες τους εκείνον τον αδικοχαμένο πια κόσμο και τη δύσκολη αλλά και γενναία στο τέλος του πορεία, από την πλήρη καταστροφή, στη δύναμη της αναδημιουργίας. Αυτός ο κόσμος είναι και πάλι παρών στα περισσότερα από τα καινούργια διηγήματα της Ζαρόκωστα, προπαντός στα επτά που φιλοξενούνται στην ενότητα με τον τίτλο Τα πρώτα χρόνια. Στο διήγημα «Πράματα και θάματα» ένας μικρός δρόμος ο οποίος, ποιητική αδεία, ονομάζεται οδός Αστερόπης μετατρέπεται σε θέατρο, όπου πάνω στη σκηνή του αναβιώνουν σκηνές και περιστατικά μιας άδολης εποχής, εκείνης των πρώτων παιδικών χρόνων, όπως έχουν προσληφθεί και κατακαθίσει βαθιά στη μνήμη της αφηγήτριας. Ανοίγει λοιπόν το μαγικό κουτί της μνήμης και κάνει την ονειρική της εμφάνιση η οδός Αστερόπης με τα μενεξεδένια της χρώματα που παραλλάσσουν σε βαθυκόκκινα του δειλινού και μέσα από αυτά αναπηδούν οικεία πρόσωπα της αφηγήτριας, η Κωνσταντινουπολίτισσα γιαγιά, η αριστοκρατική κυρία που βγάζει βόλτα τις αλεπούδες της, τυλιγμένες γύρω από τον λαιμό της, η κυρά-Λίζα, μοδίστρα-καθαρίστρια και πουτάνα ανάλογα με την περίσταση, ο ανάπηρος πολέμου, ώσπου να κλείσει το μαγικό κουτί και η οδός Αστερόπης βυθισμένη στο σκοτάδι της νύχτας να περάσει στα όνειρα της παιδίσκης που έχει φανταστεί όλα τα παραπάνω.
Χιούμορ, ανάλαφρη διάθεση διαποτίζει αυτά τα διηγήματα καθώς το κωμικό δένεται αρμονικά με το τρυφερό και το ευφρόσυνο.
Το μαγικό κουτί όμως της μνήμης θα ανοίξει και πάλι για να ξεχυθούν από αυτό νέες αναμνήσεις, νέες εικόνες, ευτράπελες, χαρωπές, παιχνιδιάρικες, εμποτισμένες με την αψεγάδιαστη υφή της παιδικής αθωότητας, όπως στα διηγήματα «Το περίσσεμμα», και «Μάισεν». Πλησιέστερα στον γενικό τίτλο του βιβλίου είναι τα διηγήματα «Το αρχαίο δάχτυλο», «Το γεράκι» και τα «Χειροποίητα παπούτσια». Χιούμορ, ανάλαφρη διάθεση διαποτίζει αυτά τα διηγήματα καθώς το κωμικό δένεται αρμονικά με το τρυφερό και το ευφρόσυνο.
Ταχυδακτυλουργός η μνήμη εξακολουθεί να ρίχνει τα χαρτιά της στις σελίδες που ακολουθούν καθώς το μνημονικό ταξίδι αγγίζει τους πρώτους εφηβικούς έρωτες της αφηγήτριας στα διηγήματα της δεύτερης ενότητας, με τον τίτλο Αστερίες και ιππόκαμποι. Ώσπου η προγονική γενέτειρα, η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη στα καθ’ ημάς, έρχεται να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία της στις μνημονικές ανακυκλήσεις της αφηγήτριας, μέσα από το πρόσωπο της πολίτισσας γιαγιάς, στο διήγημα «Αμφιβάλλεις και ρωτάς;» στην τρίτη ενότητα Σαν πουλιά πάνω στο σύρμα. Αυτή η μικροσκοπική πια γριούλα που δεν διστάζει να δώσει ένα γερό φούσκο στον δίμετρο γιο της μόνον και μόνον για να τον επαναφέρει στην οικογενειακή τάξη και, επιπλέον, ουδόλως να μετανιώσει διότι «όσοι έχουν γευτεί προσφυγιά, πένθη, βαριές απώλειες, δεν σκοντάφτουν σε τέτοια πολυτελή αισθήματα».
Ένα βιβλίο γεμάτο τρυφερότητα, χιούμορ, με γλαφυρή, χυμώδη γραφή και αναπαραστατική δύναμη.
Η ίδια γιαγιά που της άρεσε ο καλός μεζές και το κρασάκι αυτό που η αφηγήτρια χρησιμοποιεί ως τη μαγική λέξη για να εμφανιστούν στο μνημονικό εικονοστάσιό της εικόνες, ήχοι και μελωδίες, με την αγαπημένη γριούλα να διαφεντεύει την οικογένεια, χτυπώντας με δύναμη το χέρι στο τραπέζι: «Εγώ είμαι κυρά στο σπίτι του γιου μου». Και σε άλλες παραγράφους, η αφηγήτρια να παρακολουθεί αυτήν την κυρά του σπιτιού μέσα στο προσωπικό της βιλαέτι, ένα μικρό βοηθητικό κουζινάκι, να κλείνεται με τις ώρες και, σαν άλλη Λωξάντρα να καταγίνεται με τις παλιές κωνσταντινουπολίτικες συνταγές της, τους θησαυρούς που είχε διασώσει στο μυαλό της, φερμένους από την αγαπημένη γενέτειρα. «Αναμνήσεις, χρόνοι, εικόνες, τόποι, νοσταλγία, θυμός, αγάπη» σχολιάζει η αφηγήτρια. Και πείσμα και πίστη σε ό,τι αποτελούσε την απολεσθείσα ταυτότητα, προσθέτουμε επίσης, καθώς διαβάζουμε ότι η γιαγιά δίνει εντολή απαράβατη στο μνήμα της να γράψουν το όνομά της και δίπλα «Κωνσταντινούπολη 1893-198…» για να ξέρουν οι διαβάτες «από πού κρατάει η σκούφια μας».
Παιδική ηλικία, εφηβεία, ενηλικίωση, το μνημονικό ταξίδι συνεχίζεται με εικόνες ενηλικότητας πια, πασπαλισμένες και από γεύσεις προγενέστερων ηλικιών, στα διηγήματα: «Εδώ πιο πέρα», «Το Άλμπατρος», «Αντίδοτο». Το μνημονικό ταξίδι της αφηγήτριας κλείνει ακολουθώντας –τι άλλο– την υπέρβαση και την ολοκλήρωση της ενηλικίωσης στους «Δρόμους του έρωτα» όπως τιτλοφορείται το τελευταίο διήγημα της τρίτης ενότητας. Ένα βιβλίο γεμάτο τρυφερότητα, χιούμορ, με γλαφυρή, χυμώδη γραφή και αναπαραστατική δύναμη.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της βιβλίο η μελέτη «Η στρατιωτική ζωή στη νεοελληνική λογοτεχνία, 19ος-21ος αιώνας» (εκδ. Επίκεντρο).
Ιστορίες οικογενειακής τρέλας
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ
ΣΟΚΟΛΗ 2020
Σελ. 120, τιμή εκδότη €11,60